Το απόγευμα της 25ης Νοεμβρίου του 1991, όταν έφθασε και στην Ελλάδα η είδηση ότι ο Φρέντι Μέρκιουρι είχε αποβιώσει το προηγούμενο βράδυ, δάκρυσα. Δεν είχα ξαναδακρύσει ποτέ στην ζωή μου για τον χαμό κάποιου ανθρώπου. Δεν ήμουν ποτέ ιδιαίτερα ευαίσθητος με τους θανάτους αγνώστων μου. Δεν ήξερα πολλά για το AIDS –ας πούμε ότι τότε πίστευα αυτό που πίστευαν σχεδόν όλοι: ότι ήταν μια αρρώστια των ομοφυλόφιλων. Κι αν με ρωτούσες «ποιο είναι το αγαπημένο σου συγκρότημα», σε καμμία περίπτωση δεν θα σού έδινα την απάντηση «οι Queen», αν και ήξερα σχεδόν όλα τους τα τραγούδια απ’ έξω κι ανακατωτά.
Μια αδικία
20 και βάλε χρόνια από τότε νομίζω ότι η αιτία για εκείνο το δάκρυ ήταν η αίσθηση μιας αδικίας. Της αδικίας ότι οι Queen θα παρέμεναν στην σκιά όλων των «αγαπημένων» συγκροτημάτων του κόσμου, ότι δεν θα είχαν άλλη ευκαιρία να διεκδικήσουν τον τίτλο που δεν είχαν κατορθώσει ως τότε να κερδίσουν με τα 14 άλμπουμ τους και τα αναρίθμητα hits τους.
Τις προάλλες ένας φίλος μού ‘λεγε πως το πρώτο τραγούδι που έμαθαν στα αγγλικά οι κόρες του είναι το “Bohemian Rhapsody”. Το είδαν στο ξέφρενο τηλεοπτικό μιούζικαλ «Glee» και είχε και σ’ αυτές -παιδιά των ‘00s-, την ίδια επιρροή που είχε και στην δική μου γενιά των ‘70s -και σ’ όλες τις ενδιάμεσες και τις προηγούμενες: Μια εθιστική, ανεξήγητη επιρροή, μια ώθηση να βγάλεις τον περφόρμερ που κρύβεις μέσα σου. Να πιάσεις νότες ψηλές, να ουρλιάξεις με έκσταση σαν τον Μέρκιουρι, δονούμενος απ’ τον ηλεκτρισμό της κιθάρας του Μπράιαν Μέι. Ήταν σαφές πως οι Queen το διασκέδαζαν όταν έπαιζαν τα κομμάτια τους. Κι ήθελες κι εσύ να το διασκεδάσεις εξίσου.
Το “Bohemian Rhapsody”, ένα τραγούδι χωρίς ρεφραίν, με τρία διαφορετικά είδη μουσικής (πιανιστική αργή ποπ, όπερα και χαρντ ροκ) να μοιράζονται αρμονικά στα τρία μέρη του, δεμένα από το μπάσο του Τζον Ντίκον και τα τύμπανα του Ρότζερ Τέιλορ, αποτελεί, στα 5 λεπτά και 56 δευτερόλεπτα που διαρκεί, τον πληρέστερο ορισμό του το τι ακριβώς ήταν οι Queen. Ένα αταξινόμητο, επιδεικτικό μέχρι το βαθμό της επιπολαιότητας γκρουπ, ακομπλεξάριστα ξέφρενο και ενθουσιώδες, αποτελούμενο από τέσσερις συγκλονιστικούς μουσικούς που μπορούσαν να γράψουν και να ερμηνεύσουν από όπερα μέχρι χέβι μέταλ κι από ρέγκε μέχρι κάντρι.
Πώς λοιπόν θα μπορούσε κανείς να απαντήσει «οι Queen» στην θεμελιώδη ερώτηση που εξερευνά τα μουσικά του γούστα; Λέγοντας Beatles, λέγοντας Rolling Stones, λέγοντας Led Zeppelin, Doors, Bob Marley and the Wailers, U2, Metallica, Beach Boys, Nirvana δίνεις μια απάντηση στιβαρή, σαφή, οριοθετείς τη μουσική που σού αρέσει. Απαντώντας «Queen» είναι σαν να λες «τα πάντα» -σαν να μην ξέρεις τι θες. Τι αδικία: Το πιο σπουδαίο τους προσόν, ότι «τα πάντα» ήταν μια καθημερινή διαδικασία γι’ αυτούς, τόσο απλή όσο το κούρδισμα των οργάνων τους, ήταν συνάμα και ο φράκτης που έπρεπε να σκαρφαλώσει κάποιος για να τους απολαύσει σ’ όλο τους το μεγαλείο.
Τhe Show Must Go On
Όχι ότι η αδικία δεν αίρεται καθημερινά με μικρές, ευχάριστες ενδείξεις ευγνωμοσύνης προς τους Queen. Με την καθολική αποδοχή του «Bohemian Rhapsody», είτε τραγουδιέται απ’ τα παιδιά του «Glee», είτε στηρίζει την πιο περίφημη σκηνή του «Wayne’s World» (η ταινία ήταν η αιτία που το single ξανάγινε χρυσό στην Αμερική το ’92, 16 χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία). Με το «We Are The Champions» να έχει συνδεθεί με κάθε πρωτάθλημα που έχει κερδίσει κάθε ομάδα σε κάθε πιθανό ή απίθανο σπορ σε κάθε σημείο του πλανήτη. Με το «We Will Rock You» νά ‘ρχεται πάντα στην πιο μεθυσμένη ώρα του πιο παρακμιακού ή του πιο posh μπαρ στον κόσμο να ενώνει όλους τους θαμώνες σε μια εκστασιασμένη χορωδία. Με το «Bicycle Race» και τα κουδουνάκια του να αποτελεί το μοναδικό soundtrack για ο,τιδήποτε έχει να κάνει με ποδήλατα, από το ’78 που πρωτοακούστηκε μέχρι σήμερα. Και με το «The Show Must Go On» να ορίζει το υπαρξιακό δράμα του καθενός μας και να σε κάνει να βουρκώνεις κάθε, μα κάθε φορά που το ακούς.
Όταν το 1990 οι Queen ηχογραφούσαν το «The Show Must Go On» για το άλμπουμ τους «Innuendo» που κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά, λίγο πριν τον θάνατο του Μέρκιουρι, ο Μπράιαν Μέι είχε τις αμφιβολίες του για το αν το γκρουπ έπρεπε να υποβάλει τον τραγουδιστή του, που σχεδόν δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του πια, στην διαδικασία να το τραγουδήσει. Ο Μέρκιουρι όχι μόνο έπιασε το μικρόφωνο, αλλά έδωσε μια από τις συγκλονιστικότερες ερμηνείες που έχουν ποτέ ηχογραφηθεί. Ήξερε ότι λίγους μήνες μετά θα βρισκόταν στον άλλον κόσμο –δεν παραδεχόταν σε κανέναν ότι όντως πέθαινε από AIDS, αλλά το ήξερε. Και χάρισε στον κόσμο το κύκνειο άσμα του. Μια δραματική, συγκινητική, σπαρακτική ερμηνεία που συμβόλιζε την παρακμή της ίδιας της μπάντας και την ανάγκη της να κρατήσει το σόου ζωντανό όσο ακόμη μπορούσε, 20 χρόνια μετά την σύστασή της (ξεκίνησαν το 1971).
We Will Rock You
Ο θάνατος του Μέρκιουρι τον Νοέμβριο του ’91 και η αποχώρηση του Ντίκον το ’97 στην ουσία σήμαναν το τέλος των Queen. Ο Μπράιαν Μέι και ο Ρότζερ Τέιλορ, παρέα με τον Πωλ Ρότζερς (τον τραγουδιστή των Free και των Bad Company) συνέχισαν να εμφανίζονται σε συναυλίες μέχρι και πριν τρία χρόνια. Αλλά περισσότερο διατράνωναν την πεποίθηση ότι οι Queen χωρίς τις θεατρικές περφορμάνς του Μέρκιουρι στην σκηνή ήταν απλά μια σκιά των ένδοξών τους ‘70s και ‘80s. H επιτυχία του γκρουπ εξάλλου εξαρτιόταν ως ένα βαθμό μόνο από την ποιότητα των άλμπουμ τους. Σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στηρίζονταν στον τρόπο που κυρίως ο Φρέντι Μέρκιουρι κι έπειτα η υπόλοιπη μπάντα ερμήνευε ζωντανά τους ροκ ύμνους της. Το τι σήμαινε η έννοια «συναυλία των Queen» μπορεί κανείς να το καταλάβει από τα νούμερα που ακολουθούν.
Το 1981, στην λατινοαμερικανική τουρνέ τους, έκοψαν 131.000 εισιτήρια μια βραδιά στο Σάο Πάολο. Είναι το μεγαλύτερο νούμερο που είχε πετύχει μέχρι τότε μόνο του –όχι στα πλαίσια κάποιου φεστιβάλ- ένα γκρουπ. Αλλά κι αυτό δεν ήταν τίποτε μπροστά στον αριθμό των 300.000 θεατών που μάζεψαν ένα βράδυ στο Μπουένος Άιρες (δεν είχαν πληρώσει όλοι εισιτήριο). Τα 120.000 που κυκλοφόρησαν για την συναυλία τους στο Νεμπγουορθ Παρκ του Λονδίνου το 1986 εξαντλήθηκαν σε δύο ώρες από την έκδοσή τους. Και λίγο αργότερα έπαιξαν μπροστά σ’ ένα εκστασιασμένο κοινό 80.000 φίλων τους στην Βουδαπέστη –στη μεγαλύτερη συναυλία που είχε γίνει μέχρι τότε σε χώρα του Ανατολικού Μπλοκ. Ενδιάμεσα, βέβαια, είχαν καθιερωθεί ως η σπουδαιότερη live μπάντα στον πλανήτη, όταν ως headliners του πρώτου Rock In Rio στη Βραζιλία έπαιξαν μπροστά σε 300.000 κόσμο τον Ιανουάριο του 1985 και κυρίως όταν τον Ιούλιο του ίδιου έτους έδωσαν το καλύτερό σόου της ιστορίας τους (διήρκεσε μόλις 20 λεπτά, χωρίς να έχουν κάνει soundcheck νωρίτερα!) στο Live Aid, το φιλανθρωπικό φεστιβάλ που διοργάνωσε ο Μπομπ Γκέλντοφ για τα παιδιά του Τρίτου Κόσμου, και που μεταδόθηκε ζωντανά σε ένα τηλεοπτικό κοινό περίπου 2 δισεκατομμυρίων θεατών.
Ολόκληρη την εμφάνισή τους στο Live Aid μπορεί κανείς εύκολα να την βρει και να την απολαύσει στο Youtube. Θα τού εξηγήσει πολύ πιο εύκολα απ’ όσο προσπαθώ εδώ με τις λέξεις το πόσο σπουδαία μπάντα ήταν τελικά οι Queen. Την έχω ξαναβάλει να παίζει τώρα που κλείνω αυτό το κείμενο και δεν ξέρω αν πρέπει να συμπληρώσω τις τόσες άλλες πρωτιές τους, το ότι ήταν πρωτοπόροι στην τεχνολογία της μουσικής (το 1975 στο άλμπουμ τους «Α Night At The Opera» πειραματίσθηκαν πρώτοι με τις δυνατότητες του στερεοφωνικού ήχου), το ότι γύρισαν το πρώτο βίντεο κλιπ της ιστορίας (επίσης το ’75, για το «Bohemian Rhapsody»), το ότι μόνο οι Beatles, η Μαντόνα, ο Έλβις Πρίσλεϊ, ο Μάικλ Τζάκσον, ο Έλτον Τζον και οι Led Zeppelin έχουν πουλήσει περισσότερους δίσκους απ’ αυτούς, ή απλά να παραδεχτώ ότι χαζεύοντας τον Μέρκιουρι να ξεσηκώνει το κοινό –λαϊκός πάντα, με το φανελάκι και το μουστάκι του- και τον Μπράιαν Μέι να σολάρει με την περίφημη Red Special κιθάρα του στο Γουέμπλεϊ εκείνη την 13η Ιουλίου του ’85, ένα δάκρυ απειλεί να ξαναθολώσει τη ματιά μου.
(Δημοσιεύθηκε στο "Κ" της Καθημερινής στις 14.04.2012)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου