20 Ιουλ 2009

Στενόχωρον

Θα μπορούσε να μην είχε εκνευριστεί τόσο. Θα γλίτωνε πολλά αν δεν εκνευριζόταν. Αν δεν αισθανόταν ευνουχισμένος. Αλλά αυτό ήταν δικό του πρόβλημα. Δεν ήταν δικό της. Και πάλι. Θα μπορούσε να μην πάρει τηλέφωνο την Ανδρομάχη. Θα μπορούσε να το διαχειριστεί διαφορετικά. Θα μπορούσε να κάτσει σπίτι του, να βάλει ένα ποτήρι Caol Ila, που τόσο του άρεσε να απολαμβάνει όταν έμενε μόνος (δηλαδή, ήθελε και να μένει μόνος, του έκανε καλό ώρες ώρες...), να φορέσει το CD του Ρίτσαρντ Σουίφτ, αυτό με τον Ατλαντικό Ωκεανό, ξέρεις, να προσπαθήσει να ηρεμήσει -να πιεί μέχρι να ηρεμήσει, γαμώτο, να πιεί μέχρι να πέσει λιπόθυμος στο κρεββάτι με την τέλεια θέα απ' την κορυφή της Φιλοθέης.

Αλλά εκνευρίστηκε. Έκλεισε το τηλέφωνο στην Άννα και πήρε αμέσως την Ανδρομάχη. Ήταν έτοιμη να κοιμηθεί, κόντευε τρεις το πρωί, αύριο είχε δουλειά, σχεδόν την ανάγκασε να περάσει από εκεί. Ήθελε να πάει εκεί. Να ξεφύγει έστω για μια ώρα απ' την τανάλια του ακαταλαβίστικού βορειοπροαστείτικου εφιάλτη του, του γεμάτου με "πρέπει" και "δεν πρέπει", με ορισμούς και με "τώρα τι;", ήθελε να χωθεί για μια ώρα σ' ένα πιο ωμό, κατανοητό σύμπαν. Μέσα στην Ανδρομάχη, στον καναπέ της, στην γαμημένη τρώγλη της, στο εκτός χάρτη Δυτικό Προάστειό της, στον κώλο της, στα θηριώδη βυζιά της, ήθελε να χωθεί. Μια ζωή αντιδρούσε λάθος όταν η Άννα τον έφερνε στα όρια του...

Θα γλίτωνε πολλά αν δεν εκνευριζόταν.

Τώρα το πόδι του δεν κουνιόταν. Ευχήθηκε προς στιγμήν να είχε κάτι να το κόψει. Ένα σουγιά. Κάτι. Είχε διαβάσει για έναν ορειβάτη που έχει κολλήσει στο βράχο κι έκοψε σιγά σιγά την παλάμη του για να ξεφύγει. Αλλά δεν είχε σουγιά. Και το χειρότερο: Είχε στ' αυτιά το "3 a.m." του Kleerup. Το τελευταίο τραγούδι που πρόλαβε να παίξει το κωλάμαξό του πριν γίνει ένα συνοθύλευμα από λαμαρίνες και υγρά με έντονη μυρωδιά, θανατική μυρωδιά. Γαμώτο. Το "3 a.m." είναι ένα χορευτικό τραγούδι. ΟΚ, δεν είναι χαρούμενο. Αλλά δεν είναι και καταθλιπτικό. Είναι όπως τότε που οι Supremes τραγουδούσαν με μια ευτυχία όλο το δράμα, κάθε δράμα, όλη την ώρα ένα δράμα, αλλά τόσο χαρούμενα. Γιατί άκουγε Kleerup πριν εγκλωβιστεί κάτω απ' το ταμπλό του γαμημένου Beetle που έπρεπε να είχε αλλάξει τρία χρόνια τώρα; Είχε κι άλλα CDs στο αυτοκίνητο, πιο ταιριαστά στην περίσταση, είχε Morrissey, είχε Antony, είχε Βάγκνερ -μαλάκα, είχε Βάγκνερ. Κι όμως άκουγε γαμημένη χορευτική μουσική, ενός γαμημένα άσχημου Σουηδού μαλάκα. Και τώρα έψαχνε για ένα σουγιά. Λες κι αν είχε ένα σουγιά, θα μπορούσε να κόψει το πόδι του.

Θα γλίτωνε πολλά αν δεν εκνευριζόταν.

Κατ' αρχάς δεν θα κινούσε για το Δυτικό Προάστειο. Και άρα δεν θα ένιωθε τόσο άχρηστος. Που δεν μπόρεσε να βγάλει το Beetle από την τροχιά του στροβιλιζόμενου Hyundai -ή ήταν Kia; Αυτού του ανεξέλεγκτου πυραύλου που είχε πηδήξει πάνω απ΄το κιγκλίδωμα της εθνικής, αμέσως μετά τη γέφυρα της λεωφόρου Αθηνών, ξέρεις, εκεί που συχνάζουν μόνο νταλίκες και τέτοια, Hyundai και Kia, έπρεπε να το ξέρει ότι δεν είναι μέρος αυτό για ένα Beetle, ακόμη και για ένα Beetle που έχριζε ευθανασίας. Είχε πηδήξει πάνω από το κιγκλίδωμα χορεύοντας μια θανατερή πιρουέτα κι είχε καρφωθεί στην καρδιά του βλαμμένου μπλε κάμπριο που τόσα χρόνια τώρα ήταν ένα από τα όπλα του για να ρίξει τόσες γκόμενες, τόσες και τόσες Ανδρομάχες, με ωραίο κώλο, μεγάλα βυζιά και σπίτια στις Εκάλες, στις Βουλιαγμένες, στα Κολωνάκια -ΟΚ, και στα εκτός χάρτη Δυτικά Προάστεια.

Πρέπει να πέρασε πολλή ώρα έτσι εγκλωβισμένος. Με το πόδι από το γόνατο και κάτω λιωμένο μέσα σ' αυτό που κάποτε ήταν η CDέρα που έπαιζε Kleerup και το τιμόνι και κάτι όργανα που έδειχναν κάτι ενδείξεις που τη στιγμή της επαφής έγραφαν κάτι σαν 150. Γαμώτο, αν δεν ήταν τόσο εκνευρισμένος -κι αν δεν έβλεπε ως μόνη λύση για να ηρεμήσει το να χωθεί μέσα στον κώλο της Ανδρομάχης- δεν θα έδειχνε 150 το όργανο, θα έδειχνε 100, θα έδειχνε 80, το Hyundai (ή μήπως Kia;) θα είχε λαμπαδιάσει μόνο του στο λάθος ρεύμα, εκείνος θα περνούσε δίπλα του, αδιάφορος, και τώρα θα τέλειωνε μέσα της. Στον κώλο της. Κι εκείνη θα ούρλιαζε από την ευτυχία. Η Ανδρομάχη ήταν πάντα ευτυχισμένη μαζί του. Η Άννα όχι.

Θα γλίτωνε πολλά αν δεν εκνευριζόταν.

Τώρα χάζευε τον καραφλό μεσήλικα με το χυμένο μάτι που μέχρι πριν λίγη ώρα ήταν ο οδηγός αυτού του κορεατικού συνόλου λαμαρινών που προφανώς θα γινόταν η αιτία και για τον δικό του θανάτο. Τον χάζευε σπασμένο σε τρία κομμάτια, απλωμένο πάνω στο καπό, το μισό καπό, τέλος πάντων, αφού το άλλο μισό είχε χαθεί ως διά μαγείας, του μπλε κάμπριο Beetle του. Τον χάζευε λουσμένο σε κάτι άχρωμα υγρά που μύριζαν τόσο έντονα. Και κάτι άοσμα υγρά που είχαν τόσο έντονο κόκκινο χρώμα. Η βενζίνη έκανε κοκτέιλ με το αίμα του ανεγκέφαλου -κυριολεκτικά πια, γιατί τα μυαλά του είχαν πεταχτεί πάνω στο κάποτε ταμπλό του Beetle και γλιστρούσαν σιγά σιγά προς εκείνο το εγκλωβισμένο πόδι που μέχρι πριν τρία λεπτά κουνιόταν στο ρυθμό του Kleerup- και κατέβαινε, αυτό το θανατερό μίγμα, κατέβαινε σιγά σιγά προς την καρδιά του μπλε κάμπριο. Κατέβαινε προς εκείνον.

Είχε ξυπνήσει πια. Δεν πονούσε πουθενά. Ήξερε ότι κάτι συμβαίνει στον οργανισμό σ΄αυτές τις ακραίες περιπτώσεις και δεν νιώθει πόνο. Δεν τον ένοιαζε και να το έχανε. Να το έκοβε. Ήθελε απλά να τραβήξει το πόδι -λιωμένο, κομμένο, γουατέβα- και να σηκωθεί να φύγει. Μαλάκα μου, είχε κάμπριο. Δηλαδή δεν χρειαζόταν καν να ανοίξει πόρτες, να κατεβάσει παράθυρα, έπρεπε απλά να τραβήξει το πόδι του και να κυλιστεί έξω από το Beetle. Έκανε μια ύστατη προσπάθεια. Το πόδι δεν κουνήθηκε ούτε σπιθαμή.

Έβαλε τα χέρια του λίγο πάνω από το γόνατο και το τράβηξε. Προς στιγμήν τα τίναξε πίσω, γιατί ο βολβός του ενός ματιού του πενηντάρη με το Hyundai, τυλιγμένος σε μια παχύρρευστη αηδία έπεσε πάνω στις παλάμες του, αλλά μετά σκέφτηκε ότι δεν ήταν στιγμή αυτή για να αηδιάζει. Ξανατράβηξε το εγκλωβισμένο πόδι. Τίποτε. Σκατά. Το Hyundai άρχισε να παίρνει φωτιά. Το "3 a.m." συνέχιζε να βαράει μέσα στ' αυτιά του. Δηλαδή ποιές ήταν οι πιθανότητες; Προσπάθησε να το απωθήσει. Να ακούσει κάτι άλλο. Ένα πυροσβεστικό που θα έδινε λύση σε όλο αυτό το απίθανο δράμα. Τζίφος. Κανένα πυροσβεστικό. Ούτε καν ένα περιπολικό, ένα ασθενοφόρο, κάποιος περαστικός, πρέπει να είχαν φρικάρει όλοι, δεν σταματούσε κανείς, δεν περνούσε ίσως κανείς τέτοια ώρα. Προσπάθησε να ακούσει κάτι άλλο. Ξανά.

Κι άκουσε την Άννα: "Είσαι ο μεγαλύτερος μαλάκας που έχω γνωρίσει ποτέ. Σε μισώ".

Τράβηξε τα χέρια από το γόνατό του, ξεκούμπωσε το παντελόνι του, έβγαλε έξω το καυλί του και τον έπαιξε με την ιδέα ότι χύνει πάνω στα βυζιά της Ανδρομάχης. Ήταν το τελευταίο πράγμα που έκανε στη ζωή του.

6 σχόλια:

discolata είπε...

i thought u didn't have a thing for monster juggs...(?)

:)

ανδρομάχη. πφφ.

Homo Ludens είπε...

@ discolata: Είχα. Και τώρα που πέθανα τόσο άδοξα μπορώ να το πω και ξεκάθαρα. Λατρεύω τα μεγάλα, στητά βυζιά!

Αθήναιος είπε...

Και τί να πει κανείς για το βυζί της αλληνής...

Υ.Γ.Έχεις ξεφύγει.

Ανώνυμος είπε...

Νομιζω η κατηγοροποιηση του ποστ ειναι αστοχη...Μαλλον θα επρεπε να μπει στην κατηγορια "Θελω διακοπες"..ή εστω σε μια καινουρια του τυπου.."Ειμαι ο Μαρκησιος ντε Σαντ"...Και αψογο οπως παντα soundtrack..

Jad

Ανώνυμος είπε...

Καλή ανάπαυση...Ελαφρύ το χώμα...

Ανώνυμος είπε...

Νόμιζα πως ήμασταν λίγοι (πια) οι φίλαθλοι των "μπιγκ μπαζούμπας" και του κρονεμπεργκικού Crash.
Συνδυασμός που σκοτώνει...

(σχόλιο που συνοδεύεται από μακάβριο echo γέλιο χαχαχαχα)

Τα σέβη.

Γιαγιά Ντακ