Στην ταμπελοποιητική μου συνείδηση, σ' αυτή την ψυχαναγκαστική θεώρηση που έχω για τον κόσμο, δηλαδή, και που μου υπαγορεύει να κολλάω tags στα πάντα, ο Γιάννης Νάστας είναι ο Έλληνας Νιλ Χάνον. Ένας gentleman ιδιαίτερης κοπής που ελάχιστα ενδιαφέρεται να επικοινωνήσει με το παραληρηματικό μας σύμπαν -παρά μόνον ως παρατηρητής των πιο "κινηματογραφικών" στιγμών του. Μουσικά οι Xaxakes δεν μοιάζουν στους Divine Comedy (αν και όσοι παρατηρήσουν προσεκτικά θα βρουν μια σύμπνοια στις κιθαριστικές "γέφυρές" τους). Η πλάκα είναι ότι δεν μοιάζουν ούτε στιχουργικά, άρα ο ανυποψίαστος αναγνώστης του "ΠΠC" θα έχει ήδη μπει στην διαδικασία να θεωρήσει την σύγκριση που επιχειρώ έωλη. Μη βιαστείς αμείλικτε αναγνώστη. Γιατί η μουσική, τα τραγούδια, τα άλμπουμ δεν είναι αλληλουχίες μελωδιών, ντυμένες με λόγια. Είναι πάνω απ' όλα τα συναισθήματα που σου αφήνει μετά ή τα ταξίδια που σε στέλνει κατά τη διάρκεια...
Υπό αυτή την έννοια ο Νάστας και ο Χάνον αλληλοσυμπληρώνονται. Όταν ο Χάνον συνομιλεί με την γηραιά κυρία στο "A Lady Of A Certain Age" κι εκείνη θυμάται τα καλοκαίρια της στην Κοτ ντ' Αζούρ, το βλέμμα της θολώνει απ' την ανάμνηση της φιδωτής κατηφόρας προς το πριγκιπάτο, καβάλα σ' ένα ανοικτό Triumph με το μαντίλι της (Hermès, bien sûr) ν' ανεμίζει -αυτό δηλαδή που που τραγουδούσε ο Νάστας στο "Μόντε Κάρλο". Οι Divine Comedy περιγράφουν αυτό που ζουν οι Xaxakes. Γι' αυτό και στα λόγια οι Xaxakes είναι πιο άμεσοι. Δεν προλαβαίνουν -και δεν έχουν ανάγκη- να αναλύσουν. Ξέρουν επίσης ότι θα αναλάβει το έργο αυτό ο Χάνον αργότερα.
Το "πιο άμεσοι", το "πιο λιτοί" δεν είναι μεμπτόν. Ή μάλλον, είναι μαγικό: Αποδεικνύει ότι η ελληνική γλώσσα παραμένει ένα τεράστιο εργαλείο έκφρασης και ότι, εν έτει 2009, ακόμη κι απλουστευμένη μπορεί να κάνει θαύματα. Την ίδια ώρα, δηλαδή, που οι έντεχνοι κλείνουν όλοι τα μάτια και ψιθυρίζουν επιτηδευμένες λέξεις όπως "παλιάτσος", "στίλβη", "μελαγχολία" σε ακατάληπτους συνδυασμούς με σκοτεινά κίνητρα, ο Νάστας λέει: "Μη μαζί, γιατί..." και καθαρίζει. Λατρεύει τα μονοσύλλαβα και τα δισύλλαβα, σπάει τα πολυσύλλαβα σε μακρές νότες, αποδομεί τα Ελληνικά, με τρόπο που αξίζει να τον κάνει μάθημα ο Μπαμπινιώτης στην κατεύθυνση Γλωσσολογίας. Παρατηρεί και κρατάει αυτά που χρειάζονται, αυτά που "γράφουν", την ουσία. Και τελικά συνομιλεί με τον ακροατή του μόνο με τα απολύτως απαραίτητα.
Όταν ξεσπούσε ο τυφώνας Xaxakes εγώ άκουγα γκραντζ. Το χαρούμενο, ανάλαφρο αναπήδημα του Νάστα μου φαινόταν κουλό. Τους άφησα για αργότερα. Όταν πια τους έπιασα, στα mid zeros, ήταν πάντα σε βόλτες, σε μεγάλα τριπαρίσματα, από αυτά που είσαι ενθουσιασμένος που ζεις ακόμη και μπορείς και τα κάνεις, συνήθως με ηλιοβασιλέματα στην άκρη ενός ολόϊσιου δρόμου -ή με την αίσθηση ηλιοβασιλεμάτων στην άκρη ενός ολόϊσιου δρόμου. Καθόλου τυχαίο. Οι Xaxakes είναι χαλί. Γιατί είναι η ζωή που ζεις τώρα. Που ζεις πίσω από το ποτήρι dry martini που σου έχει θολώσει το μυαλό. Που το μόνο που σε νοιάζει είναι να της χαμογελάσεις, να την αρπάξεις απ' το χέρι και να ζήσεις μαζί της και το επόμενο δευτερόλεπτο που έχει να σου δώσει.
Μια φίλη με ρωτάει απ' το πρωί ποιο είναι το αγαπημένο μου τραγούδι από το "Βαλς των Ελαφιών". Δεν της απαντώ. Περιμένει να το διαβάσει σ' αυτό το post. Μα δεν θα το διαβάσει. Οι Xaxakes είναι χαλί. Είναι το lounge της ζωής. Όχι επειδή η μουσική τους είναι lounge. Αλλά επειδή, με το Νάστα στα ηχεία και με το dry martini που λέγαμε στα χείλη ανοίγεται αυτόματα η πόρτα για το σαλόνι που γίνονται τα καλλίτερα όργια -θες να είναι α λα Τέρι Ρότζερς, θες να είναι απλά βραδιές με υγρασία στο πεζοδρόμιο του Tribeca, μικρό ρόλο παίζει. Κάθεσαι λίγο ακόμη στο lounge, χαζεύεις το σαλόνι στην άκρη του, παίρνεις ένα τηλέφωνο τον Χάνον να έλθει κι αυτός για να στο περιγράψει μετά (φοβάσαι ότι δεν θα το θυμάσαι από το πολύ ποτό) κι έτσι -"Ασταμάτητα Νέοι"- ορμάτε μέσα παρέα. Oι Xaxakes, χαλί στο repeat. Είμαι χαρούμενος που ο Νάστας επέστρεψε, δέκα χρόνια μετά, στη δισκογραφία με το "Βαλς των Ελαφιών", ακριβώς την εποχή που είχα περισσότερο ανάγκη να τον ακούσω. Ανάγκη; "Κάτι σαν κι αυτό", τέλος πάντων.
Υπό αυτή την έννοια ο Νάστας και ο Χάνον αλληλοσυμπληρώνονται. Όταν ο Χάνον συνομιλεί με την γηραιά κυρία στο "A Lady Of A Certain Age" κι εκείνη θυμάται τα καλοκαίρια της στην Κοτ ντ' Αζούρ, το βλέμμα της θολώνει απ' την ανάμνηση της φιδωτής κατηφόρας προς το πριγκιπάτο, καβάλα σ' ένα ανοικτό Triumph με το μαντίλι της (Hermès, bien sûr) ν' ανεμίζει -αυτό δηλαδή που που τραγουδούσε ο Νάστας στο "Μόντε Κάρλο". Οι Divine Comedy περιγράφουν αυτό που ζουν οι Xaxakes. Γι' αυτό και στα λόγια οι Xaxakes είναι πιο άμεσοι. Δεν προλαβαίνουν -και δεν έχουν ανάγκη- να αναλύσουν. Ξέρουν επίσης ότι θα αναλάβει το έργο αυτό ο Χάνον αργότερα.
Το "πιο άμεσοι", το "πιο λιτοί" δεν είναι μεμπτόν. Ή μάλλον, είναι μαγικό: Αποδεικνύει ότι η ελληνική γλώσσα παραμένει ένα τεράστιο εργαλείο έκφρασης και ότι, εν έτει 2009, ακόμη κι απλουστευμένη μπορεί να κάνει θαύματα. Την ίδια ώρα, δηλαδή, που οι έντεχνοι κλείνουν όλοι τα μάτια και ψιθυρίζουν επιτηδευμένες λέξεις όπως "παλιάτσος", "στίλβη", "μελαγχολία" σε ακατάληπτους συνδυασμούς με σκοτεινά κίνητρα, ο Νάστας λέει: "Μη μαζί, γιατί..." και καθαρίζει. Λατρεύει τα μονοσύλλαβα και τα δισύλλαβα, σπάει τα πολυσύλλαβα σε μακρές νότες, αποδομεί τα Ελληνικά, με τρόπο που αξίζει να τον κάνει μάθημα ο Μπαμπινιώτης στην κατεύθυνση Γλωσσολογίας. Παρατηρεί και κρατάει αυτά που χρειάζονται, αυτά που "γράφουν", την ουσία. Και τελικά συνομιλεί με τον ακροατή του μόνο με τα απολύτως απαραίτητα.
Όταν ξεσπούσε ο τυφώνας Xaxakes εγώ άκουγα γκραντζ. Το χαρούμενο, ανάλαφρο αναπήδημα του Νάστα μου φαινόταν κουλό. Τους άφησα για αργότερα. Όταν πια τους έπιασα, στα mid zeros, ήταν πάντα σε βόλτες, σε μεγάλα τριπαρίσματα, από αυτά που είσαι ενθουσιασμένος που ζεις ακόμη και μπορείς και τα κάνεις, συνήθως με ηλιοβασιλέματα στην άκρη ενός ολόϊσιου δρόμου -ή με την αίσθηση ηλιοβασιλεμάτων στην άκρη ενός ολόϊσιου δρόμου. Καθόλου τυχαίο. Οι Xaxakes είναι χαλί. Γιατί είναι η ζωή που ζεις τώρα. Που ζεις πίσω από το ποτήρι dry martini που σου έχει θολώσει το μυαλό. Που το μόνο που σε νοιάζει είναι να της χαμογελάσεις, να την αρπάξεις απ' το χέρι και να ζήσεις μαζί της και το επόμενο δευτερόλεπτο που έχει να σου δώσει.
Μια φίλη με ρωτάει απ' το πρωί ποιο είναι το αγαπημένο μου τραγούδι από το "Βαλς των Ελαφιών". Δεν της απαντώ. Περιμένει να το διαβάσει σ' αυτό το post. Μα δεν θα το διαβάσει. Οι Xaxakes είναι χαλί. Είναι το lounge της ζωής. Όχι επειδή η μουσική τους είναι lounge. Αλλά επειδή, με το Νάστα στα ηχεία και με το dry martini που λέγαμε στα χείλη ανοίγεται αυτόματα η πόρτα για το σαλόνι που γίνονται τα καλλίτερα όργια -θες να είναι α λα Τέρι Ρότζερς, θες να είναι απλά βραδιές με υγρασία στο πεζοδρόμιο του Tribeca, μικρό ρόλο παίζει. Κάθεσαι λίγο ακόμη στο lounge, χαζεύεις το σαλόνι στην άκρη του, παίρνεις ένα τηλέφωνο τον Χάνον να έλθει κι αυτός για να στο περιγράψει μετά (φοβάσαι ότι δεν θα το θυμάσαι από το πολύ ποτό) κι έτσι -"Ασταμάτητα Νέοι"- ορμάτε μέσα παρέα. Oι Xaxakes, χαλί στο repeat. Είμαι χαρούμενος που ο Νάστας επέστρεψε, δέκα χρόνια μετά, στη δισκογραφία με το "Βαλς των Ελαφιών", ακριβώς την εποχή που είχα περισσότερο ανάγκη να τον ακούσω. Ανάγκη; "Κάτι σαν κι αυτό", τέλος πάντων.
*Ο Homo Ludens ετοιμάζει μπαγκάζια και τριμάρει πανιά ακούγοντας ολόφρεσκες μουσικές. Κάθε μέρα διαλέγει κι ένα καινούργιο άλμπουμ για να πάρει μαζί του στο νησί. Την ενδέκατη ξεσκαρτάρει κι όσα έμειναν απ' έξω, για το iPod shuffle που θα έχει στο καράβι!
4 σχόλια:
:)
ντιβάιν ιτ ιζ. ολ οφ ιτ.
κακέκτυπο Jarvis. αλλά τα είπαμε αυτά, ε?
Τέλειο post, σούπερ Xaxakes!
oi xaxakes ta spane re,,,
mi mizeriazete..
an eihame kai lgo hioumor ola tha itan ok..
Δημοσίευση σχολίου