6 Αυγ 2007

MSMW - κι εγώ: μια σχέση πάθους

Τον Απρίλιο του 1998 άλλαξε η ζωή μου*. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι βγάζω έναν αξιοπρεπή μισθό και αποφάσισα να το γιορτάσω, κάνοντας ένα δώρο στον εαυτό μου: αεροπορικά εισιτήρια για να πάω στο Λονδίνο, για να περάσω εκεί το Πάσχα, με μια φίλη μου που έμενε τότε εκεί. Δεν είχα ξαναπάει στο Λονδίνο και δεν ήμουν διατεθειμένος να συμβιβαστώ με τίποτα λιγότερο από τη τη British Airways, κι όπως αποδείχθηκε, είχα δίκιο.

Απολαμβάνοντας τη μοναξιά μου, πήρα ένα ζευγάρι ακουστικά από την αεροσυνοδό και αναζήτησα το κανάλι που έπαιζε τζαζ. Δεν πέρασαν δέκα λεπτά, κι έπεσα σ' αυτό το κομμάτι, που η ζεστή, ευγενική φωνή της Helen Mayhew (που τότε παρουσίαζε τη ζώνη dinner jazz στον Jazz fm), με πληροφόρησε ότι επρόκειτο για το A Go Go, του κιθαρίστα John Scofield, που μέχρι τότε τον είχα μόνο ακουστά. Το τζαζ πρόγραμμα διαρκούσε μία ώρα, κι έπαιζε εναλλάξ με μια ώρα country (έλεος) - αυτό σημαίνει ότι άκουσα το κομμάτι δύο φορές, κι άλλες δύο στην επιστροφή. Ήταν αρκετές για να τρέξω σαν υπνωτισμένος στο πρώτο δισκάδικο και να αγοράσω το δισκάκι. Από τότε, κόλλησα: όχι με τον πάντα αξιοπρεπή Scofield, αλλά με το τρίο που τον συνόδευε, τους neo-funk masters (όπως έγραφε το αυτοκόλλητο πάνω στο cd) Medeski, Martin & Wood - οργανίστας, ντράμερ και μπασίστας αντίστοιχα.

Το γαλλικό περιοδικό Les Inrockuptibles τους έχει χαρακτηρίσει το πιο εκρηκτικό πράγμα που συνέβη ποτέ στη Νέα Υόρκη, με εξαίρεση την 11η Σεπτεμβρίου (κρυάδες), κι έχει δίκιο. Ο ήχος τους πατά πάνω στην παράδοση της κλασικής soul-funk-jazz των '60s, όπως την καθόρισε το Hammond του Jimmy Smith - κι όταν λέω "πατά" εννοώ ότι τον ξενυχιάζει τον ήχο, μεταλλάσσοντάς τον σε κάτι εντελώς διαφορετικό, σαφώς πιο avant-garde, που συνδιαλέγεται με το hip-hop, τη free jazz και τον μινιμαλισμό. Έχω φροντίσει να αποκτήσω ολόκληρη τη δισκογραφία τους, δεν χάνω αφορμή να γράψω γι' αυτούς στο Jazz&Τζαζ, θεωρώ το Combustication ένα πραγματικό κομψοτέχνημα - κι έχω πάντα στην καρδιά μου το A Go Go.

Παρ' όλα αυτά, δεν πέταξα από τη χαρά μου όταν έμαθα ότι ξανασυνεργάστηκαν με τον John Scofield. Ίσως να φταίει το ότι θεωρώ πως ο Scofield έχει περάσει αυτά τα χρόνια προσπαθώντας να ξανακουστεί όσο groovy όσο σ' εκείνο το cd, χωρίς επιτυχία. Ίσως το ότι βρίσκω ότι και οι ΜΜW βρίσκονται σε δημιουργικό τέλμα: με πόσους τρόπους μπορείς να πεις το ίδιο πράγμα, χωρίς να καταφεύγεις στη βοήθεια ενός παραγωγού, που θα πάρει το υλικό σου και θα το στρογγυλέψει, για να κάνει τον ήχο σου λίγο πιο στιλπνό; Ίσως απλώς βαρέθηκα. Το θέμα είναι ότι για πρώτη φορά δεν έτρεξα να πάρω το cd - μπήκα όμως στο Myspace των Medeski, Scofield, Martin & Wood και κατέβασα τα τρία κομμάτια που προσέφεραν. Δεν εντυπωσιάστηκα. Το ένα έμοιαζε με επανάληψη του ήχου του A Go Go ξαναζεσταμμένου (αυτό που φοβόμουν), το άλλο ήταν θόρυβος για το θόρυβο (μην τους πει κανείς πουλημένους) και το τρίτο βαρέθηκα και να το ακούσω. Εν τω μεταξύ ένας φίλος επιβεβαίωσε την αίσθησή μου, λέγοντας ότι "μάλλον το έχασαν αυτοί".

Λίγες μέρες μετά, το cd που απέφευγα τόσους μήνες ήρθε στα χέρια μου. Κι από τότε δεν μπορώ να ακούσω τίποτε άλλο. Γιατί, με εξαίρεση δύο κομμάτια που όντως είναι σαν περίληψη προηγουμένων (φιλικά για χρήστες που δεν ξέρουν την προϊστορία), το cd δεν κάνει χάρες σε κανέναν. Το ακούς και βλέπεις το ίδιο το jazz-funk να στραπατσάρεται, να λιώνει, να αγγίζει το dub και διάφορα μεταλλαγμένα λάτιν, καθώς ο δαιμόνιος Billy Martin αλλάζει ρυθμούς σαν υπερκινητικό παιδί, ενώ ο Chris Wood συνεχίζει να παίζει αυτό το μπάσο που μοιάζει να έχει τόσο χαλαρές χορδές που ταλαντεύονται για ώρες - και πάνω σ' αυτό, ο Scofield με τον John Medeski, μοιάζουν να πετά ο ένας χρώματα στον καμβά του άλλου. Τα περισσότερα θέματα είναι όντως ακατανόητα - αυτοσχεδιαστικοί μαραθώνιοι, που παίρνουν μια μελωδία για να τη στίψουν και να την παρατήσουν ενάμισι λεπτό πριν τελειώσει το κομμάτι. Το μόνο που είναι προφανές είναι ότι πρόκειται για τέσσερις μουσικούς που λατρεύουν αυτό που κάνουν - και περνούν τόσο καλά τη στιγμή που το κάνουν, που ξέρουν ότι, αν αγαπάς τη μουσική, θα το νιώσεις κι εσύ. Και θα υποκύψεις.

Εγώ το έπαθα. Εδώ και μέρες έχω συνέχεια στο repeat το υπνωτιστικό In Case the World Changes Its Mind. Είναι το κομμάτι που είχα αρνηθεί να ακούσω. Καλά να πάθω.

*(Ναι, ξέρω, ώρες ώρες παραείμαι μελοδραματικός).

8 σχόλια:

Αθήναιος είπε...

Αυτό το ποστ αξίζει μέχρι και αφιέρωση συνταγής.

Homo Ludens είπε...

Το ξέρω: είμαι ο πεζός στο διδυμάκι αυτό. Αλλά επειδή δεν έβγαλα άκρη με την πρώτη, ποιο jpegάκι θες να σου ανεβάσω; Αυτό με τα 4, τα 4μισι ή τα 5 αστεράκια;

Nikos Fotakis είπε...

@αθήναιο:
αυτή είναι στ' αλήθεια μεγάλη τιμή...
@homo ludens:
4 - 5 αστεράκια αξίζει μόνο ο θεός και τα δημιουργήματά του (το Kind of Blue, το Tapestry, η "Μπανάνα" των Velvet Underground, το Attica Blues, τέτοια πράγματα...)

Nikos Fotakis είπε...

ξέχασα το moondance του van morrison (που το προτιμώ από το astral weeks) και μερικά άλλα θεόπνευστα έργα, που μου έρχονται σιγά σιγά...

Nikos Fotakis είπε...

Επ' ευκαιρία να σου ευχηθώ καλή επάνοδο, homo ludens, αλλά δεν είναι δυνατόν να έχω γεμίσει το blog παγίδες για να σχολιάσεις, κι εσύ να παραμένεις απαθής.
Έθαψα την Amy, συνέδεσα τις διακοπές με τον πυρηνικό όλεθρο, ανέφερα την τρίτη θηλή της Lily Allen κι εσύ τίποτα.
Δεν μ' αγαπάς πια...

Homo Ludens είπε...

@ zelig: Απλώς περιμένω να αναχωρήσεις κι εσύ, ώστε να εγκαταστήσω τις δικές μου νάρκες και να παίξουμε stratego το φθινόπωρο...

Αθήναιος είπε...

Όταν γυρίσεις με το καλό, εκτός αν στις διακοπές πάς με λαπτοπ...

Nikos Fotakis είπε...

Όχι, Αθήναιε, δεν πηγαίνω διακοπές με laptop - πηγαίνω σε ένα σπίτι στη Λευκάδα που δεν έχει τηλεφωνική σύνδεση. Πέρσι πήρα το laptop, μόνο για να βλέπω καμιά ταινία (είδαμε το Ένα Ψάρι που το Έλεγαν Γουάντα, για πολλοστή φορά, οι υπόλοιπες ταινίες έμειναν στη θήκη για 14 μέρες).
Θα μπορούσα βέβαια, να κάνω κανένα κόλπο, ώστε να συνδέω το laptop με το κινητό μου, αλλά είμαι ένας μέτριος χρήστης τεχνολογίας, δεν είμαι και ο Νίκος Δήμου...
Εν ολίγοις (Χα!), θα περιμένω...