31 Οκτ 2012

Όλα τα κορίτσια του Bond

Για το κείμενο που αναλύει το Nymphographic, θα πρέπει να μεταφερθείς στο άλλο μου blog.


Τα τραγούδια του James Bond ανά δεκαετία: #4. Στα '90s

Πριν καν ξεκινήσεις να διαβάζεις το κείμενό μου για τα '90s, θυμήσου ότι πριν 3 χρόνια ο Mr. Arkadin πόσταρε μια ανάλυση για τη μουσική των James Bond σε εκείνη τη saga που είχα κάνει, βλέποντας -και γράφοντας- μια ταινία κάθε μέρα. Πας στο The 007 Countdown, κατεβαίνεις ως την αρχή του και διαβάζεις για κάθε ταινία -και τη μουσική της- από την αρχή. Για το post που ακολουθεί (και αυτά με τις υπόλοιπες δεκαετίες που θα ανεβάσω στη συνέχεια) εκείνες οι αναλύσεις του Mr. Arkadin αποτέλεσαν τον καλύτερο μπούσουλα. Για πιο μεγάλη ευκολία, έχω λινκάρει τον τίτλο της κάθε ταινίας στο αντίστοιχο post που είχα ανεβάσει το 2008.

(Διάβασε ακόμη: #1. Στα '60s / #2. Στα '70s / #3. Στα '80s)


Η σωτηρία του ήρωα από τον Pierce Brosnan και από τους σεναριογράφους που, όμως, έχουν πια στερέψει από νουβέλες του Ian Fleming, κάνει την συχνότητα με την οποία βγαίνουν οι ταινίες του James Bond πιο μικρή απ’ ότι ήταν στα 60s, τα 70s και τα 80s. Αυτό για τη μουσική σημαίνει ένα, κυρίως, πράγμα: Δεν υπάρχει συνέχεια από το ένα soundtrack στο άλλο και κανένα τραγούδι δεν θυμίζει κάτι από το παρελθόν. Κι αν σού ακούγεται καλό αυτό, παρατηρώντας το από απόσταση –και έχοντας ακούσει όλη τη μουσική των τριών προηγούμενων δεκαετιών- θα καταλάβεις ότι συνέβαλε πολύ στη μείωση της σημασίας του τραγουδιού για τη συνολική αξία της κάθε ταινίας. Δεν είναι ότι γράφτηκαν άσχημα κομμάτια, είναι ότι δεν αποτελούν πια μέρος κάποιας παράδοσης και άρα, μόλις σβήσει ο απόηχος από την ταινία, ξεχνιούνται εντελώς και κανείς δεν ξαναασχολείται μαζί τους. Το φαινόμενο θα γίνει ακόμη πιο έντονο στα 00s (όπου πλέον είναι και τα ίδια τα τραγούδια χάλια...)



Goldeneye (1995)
Δεν είναι άλλη μια ξεπατικωσούρα του “Goldfinger”, όπως σε κάνει να πιστεύεις –κυρίως- ο τίτλος και οι πρώτες νότες στην αρχή. Είναι ένα πονηρό, ξεσηκωτικό (αν και όχι γρήγορο) τραγούδι, από αυτά που ξέρει καλά πώς να αναδεικνύει με τη μοναδική της φωνή η τεράστια Tina Turner. Για μένα, περισσότερο συνδέεται με τις πιο ροκ στιγμές που έρχονται με τον Chris Cornell και τον Jack White στα 00s, παρά με το μουσικό παρελθόν του 007, το βγαλμένο από το καπέλο του John Barry. To ενδιαφέρον soundtrack είναι του Éric Serra, του αγαπημένου συνθέτη του Luc Besson, αλλά για το τραγούδι των τίτλων αποκλειστική ευθύνη φέρουν οι Bono και The Edge. Ναι, ούτε κι εγώ τους τό ‘χα.


Tomorrow Never Dies (1997)
Εδώ έχουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς το τραγούδι των τίτλων αρχίζει να παίζει όλο και μικρότερο ρόλο στην ουσία του James Bond, για χάρη των εντυπώσεων και της εμπορικής αξιοποίησης. Για το «Tomorrow Never Dies» οι παραγωγοί μπήκαν σε μια διαδικασία προκριματικού Eurovision, προκηρύσσοντας διαγωνισμό, στον οποίον κατέβηκαν 12 διάσημοι καλλιτέχνες και μπάντες (μεταξύ τους οι Pulp, Saint Etienne, Marc Almond, Sheryl Crow και η K.D. Lang με ένα τραγούδι του συνθέτη της ταινίας, David Arnold). Το “Tomorrow Never Dies” που επελέγη ήταν αυτό των Arnold και K.D. Lang, πράγμα λογικό, αφού βρισκόταν πιο κοντά στο υπόλοιπο soundtrack, αλλά την τελευταία στιγμή οι παραγωγοί αποφάσισαν να το αφήσουν και να επιλέξουν εκείνο το απίστευτα βαρετό της Sheryl Crow, επειδή η τραγουδίστρια είχε μεγάλο σουξέ εκείνη τη χρονιά.

Το τραγούδι της K.D. Lang δεν πήγε, βέβαια, χαμένο. Χρησιμοποιήθηκε για τους τίτλους τέλους και είναι ένα καλό δείγμα του πόσο «τζεΪμσποντική» μουσική έγραψε για την υπόλοιπη ταινία ο Arnold. Ήταν δύσκολο να χαθεί αυτό το στοίχημα αφού ο συγκεκριμένος συνθέτης είχε επιλεγεί λόγω του «Shaken and Stirred: The David Arnold James Bond Project», ενός άλμπουμ όπου είχε βάλει διάφορους διάσημους καλλιτέχνες να εκτελέσουν δικές του διασκευές των πιο διάσημων Bond Songs. Πόσο κρίμα που η κεντρική μας μουσική ανάμνηση από την εν λόγω ταινία είναι η ηλίθια μπαλάντα της Sheryl Crow από τους τίτλους αρχής.



Τhe World Is Not Enough (1999)
Στο δεύτερό του soundtrack για τον 007, o David Arnold δίνει ρέστα, βάζοντας την ηλεκτρονική μουσική πολύ γερά στο παιχνίδι και χρησιμοποιώντας σπουδαίους ethnic καλλιτέχνες στα σημεία που ήθελε να δώσει πιο εξωτικούς τόνους. Abdullah Chhadeh, Natasha Atlas, Scott Walker και DJ Krush ακούγονται, μεταξύ άλλων, κατά την διάρκεια της ταινίας, αλλά την παράσταση κλέβουν οι Garbage με το τραγούδι των τίτλων αρχής, ένα από τα πιο αγαπημένα μου.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

30 Οκτ 2012

Οδύσσεια α λα Robert Wilson: Χιούμορ, θέαμα, έπος!


Ο κόσμος ρωτάει το εύλογο: «Μα καλά, γιατί πήγες να δεις την… πρόβα;» Όντως αυτό που το Εθνικό Θέατρο ονομάζει «προπαράσταση» και ο Robert Wilson το λέει preview, δεν είναι παρά μια πρόβα. Τέσσερις, συγκεκριμένα, πρόβες. Μία την Κυριακή 21 Οκτωβρίου (σ’ αυτήν πήγα εγώ), μια την Τρίτη, μία την Τετάρτη και η πρόβα τζενεράλε την Πέμπτη, 25 Οκτωβρίου, με τις παραστάσεις να ξεκινούν κανονικά την επομένη.

Η απάντηση είναι σύνθετη. Κατ’ αρχάς γιατί πλήρωσα 7 ευρώ μόνο. Κατά δεύτερον γιατί είδα την «Οδύσσεια» πρώτος και τώρα μπορώ να ανεβάσω αυτό εδώ το post και να μαζέψω τα χιλιάδες κλικ των θεατρόφιλων που περιμένουν με αγωνία μια πρώτη κριτική για το πιο πολυαναμενόμενο δρώμενο της σεζόν. Και τέλος, γιατί πού αλλού μπορεί κανείς να απολαύσει την Ζέτα Δούκα να κάνει λάθος την μία από τις έξι στο σύνολο ατάκες της, μόλις πέντε μέρες πριν ξεκινήσουν οι κανονικές παραστάσεις;

(Ο αντίλογος στο τελευταίο επιχείρημα: «Και ποιος σου λέει ότι θα θυμάται τις ατάκες της στις κανονικές παραστάσεις;)

Πέρα από την πλάκα, πάντως, η εμπειρία της προπαράστασης ήταν σούπερ. Εξάλλου, το όλο «πρόχειρον» του πράγματος είναι εγγενές στοιχείο του έργου του Wilson. Και στο κανονικό έργο κάποια επίτηδες πρόχειρα πραγματάκια θα αποτελέσουν απολαυστικές λεπτομέρειες. Από την άλλη, η ίδια η παρουσία του σκηνοθέτη, που είναι πάντα εκδηλωτικός και παραστατικός, είναι μια εμπειρία που λογικά δεν θα τη ζήσουμε στις παραστάσεις (αν και, ικανό τον έχω να παίρνει κι εκεί το μικρόφωνο και να λέει τα δικά του). Κατά τα άλλα, το μόνο που έλειψε από την προπαράσταση ήταν οι 4 τελευταίες σκηνές (είχαν δουλέψει τις 22 από τις 26 που αποτελούν συνολικά την «Οδύσσεια»).

Πώς μου φάνηκε λοιπόν; Έπος. Ναι, το ξέρω ότι η «Οδύσσεια» είναι έτσι κι αλλιώς έπος, αλλά εγώ χρησιμοποιώ τώρα τη λέξη με την πιο σύγχρονη, μεταφορική της έννοια. Είναι ένα οπτικό, κυρίως, θέαμα, με τεράστια δουλειά στα κοστούμια, τους φωτισμούς και τα (λιτά, αλλά εξαιρετικά λειτουργικά) σκηνικά –τα πάντα, πλην των κοστουμιών, δια χειρός του ίδιου του Wilson. Οι ερμηνείες αν και φτωχές σε περιεχόμενο (είπαμε: την δουλειά την κάνει η εικόνα κυρίως) είναι ακριβείς εκεί που πρέπει (δηλαδή η Μαρία Ναυπλιώτου ως Καλυψώ, Κίρκη και Πηνελόπη και η Βίκυ Παπαδοπούλου ως Ναυσικά είναι εξαιρετικές). Επαρκείς εκεί που δεν χρειάζονται πολλά πολλά (ο Σταύρος Ζαλμάς έχει την κίνηση που χρειάζεται για να γεμίζει την σκηνή ως Οδυσσέας, οι Λυδία Κονιόρδου, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Άκης Σακελλαρίου, Νικήτας Τσακίρογλου είναι τόσο έμπειροι που και μόνο η παρουσία τους αρκεί). Και ανεβάζουν τα κέφια όταν τις αναλαμβάνουν οι πιτσιρικάδες (Αποστόλης Τότσικας, Κοσμάς Φοντούκης, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Λένα Παπαληγούρα, Μαριάνα Καβαλιεράτου και οι υπόλοιποι, με σαφείς εντολές να κάνουν το έργο πιο «ποπ»).

Έτσι κι αλλιώς, η απόδοση του ομηρικού έργου γίνεται με πολύ χιούμορ. Με αυτοσαρκασμό, μάλλον, για την φύση του ανθρώπου και την ροπή του προς το λάθος. Ο Wilson τηρεί την χρονολογική εξέλιξη της Οδύσσειας, όπως την αποτύπωσε ο Όμηρος, αλλά αντί να παρατάσσει τους προβληματισμούς με το βαρύ ύφος του αρχαίου έπους, σε έντονα συναισθηματικούς μονολόγους, προτιμά τις εύλογες απορίες στους διαλόγους, τις γκριμάτσες που δηλώνουν το παράλογο του πράγματος και τις οπτικές κορυφώσεις εκεί που το δράμα είναι όντως αρκετά έντονο για να το κοροϊδέψει. Το γκροτέσκο άγαλμα – κούκλα που χρησιμοποιείται ως Κύκλωπας (με τη φωνή του Δημήτρη Πιατά), για παράδειγμα, είναι την ίδια ώρα τρομακτικό αλλά και αστείο, αναλόγως του πώς το φωτίζει ή το εντάσσει στο σκηνικό ο σπουδαίος σκηνοθέτης.

Αλλά, επειδή μακρηγορώ και επειδή δεν είμαι κριτικός θεάτρου, ας το λήξουμε με ένα συμπέρασμα: Στο μουντό σκηνικό της καθημερινής μας πια ζωής, το να υπάρχει για τους επόμενους 6 μήνες το καταφύγιο αυτό του επιβλητικού θεάματος, αυτής της εξαιρετικής παραγωγής σε ένα τόσο όμορφο κτήριο της Αθήνας σαν το Εθνικό Θέατρο, είναι μια κάποια λύσις. Ή μια Ιθάκη. Αναλόγως του τι ψάχνει κανείς.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

23 πράγματα που δεν ξέρεις για τον James Bond




23, όσα και οι επίσημες ταινίες του. Απίθανες ιστορίες από τα παρασκήνια μιας περιπέτειας που φέτος κλείνει τα 50 της χρόνια!


1. Στην αφίσα του «Για τα μάτια σου μόνο», το μοντέλο φοράει το μαγιό του ανάποδα. Το 1981 δεν υπήρχαν μαγιό τάγκα και όταν ο φωτογράφος της επίσημης αφίσας ζήτησε από το μοντέλο να βάλει το μπρος-πίσω, το αποτέλεσμα –χάρη και στα πολύ μακριά της πόδια- έκοβε την ανάσα! Το άγνωστο μοντέλο, βέβαια, δεν ήταν η Καρόλ Μπουκέ, που συμπρωταγωνιστούσε με τον Ρότζερ Μουρ στην ταινία.
2. Το «Goldeneye» δεν είναι απλά ένας τίτλος. Είναι το όνομα μιας τεράστιας έκτασης που αγόρασε ο Ίαν Φλέμινγκ στην Τζαμάικα και όπου έγραψε τη μεγαλύτερη έκταση των βιβλίων του 007. Όταν ο Φλέμινγκ πέθανε, την έκταση την αγόρασε ο Μπομπ Μάρλεϊ!
3. Η ίδια η Ούρσουλα Άντρες σχεδίασε το περίφημο μπικίνι της από τον «Δρ. Νο». Συνεργάστηκε με την σχεδιάστρια κοστουμιών της ταινίας για να το κάνει όσο πιο σέξι γινόταν για εκείνη την εποχή (1962).
4. Περισσότεροι ηθοποιοί έχουν παίξει τον «κακό» Μπλόφελντ απ' ότι τον Μποντ! Επτά στο σύνολο. Βέβαια, τα πρόσωπα είναι τέσσερα. Αλλά σε τρεις περιπτώσεις ένας άλλος ηθοποιός έχει χρησιμοπποιηθεί για το ντουμπλάρισμα της φωνής.
5. Υπάρχει κι άλλος πράκτορας Κόνερι. Ο μικρός αδελφός του Σον Κόνερι, ο Νιλ, πρωταγωνίστησε σε μια ταινία με τον τίτλο «Επιχείρηση: Μικρός αδελφός», υποδυόμενος έναν πράκτορα στο στυλ του Τζέιμς Μποντ.
6. Η Πούσι Γκαλόρ, το πιο εμβληματικό «κορίτσι του Μποντ», δεν ήταν καθόλου έτσι στο βιβλίο του Φλέμινγκ. Στον πρωτότυπο «Χρυσοδάκτυλο» ήταν λεσβία!
7. Επίσης, η Κίσι Σουζούκι, στο βιβλίο του Ίαν Φλέμινγκ «Ζεις μονάχα δυο φορές» μένει έγκυος στο παιδί του Μποντ, κάτι που ποτέ δεν βλέπουμε την ταινία.
8. Ο μισθός του Σον Κόνερι έχει μπει στο βιβλίο Γκίνες. Μετά το «Ζεις μονάχα δυο φορές», η Eon Productions αντικατέστησε τον Κόνερι με τον Τζορτζ Λέιζενμπι, αλλά το «Στην υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητος», παρ' ότι ήταν μια καλή ταινία, δεν τράβηξε εμπορικά γιατί δεν άρεσε στο κοινό ο νέος ηθοποιός. Για να πείσουν τον Κόνερι να επιστρέψει για μία ακόμη ταινία (το άθλιο «Τα διαμάντια είναι παντοτινά») τον πλήρωσαν με το αστρονομικό για την εποχή ποσό των 1,25 εκατ. δολαρίων.
9. Σκοπός της Eon Productions ήταν να βγάλει το "Thunderball" ως πρώτη ταινία και όχι το «Δρ. Νο», αλλά εκείνη τη χρονιά (1962) ξέσπασε ένα μίνι σκάνδαλο καθώς ένας συγγραφέας ισχυρίστηκε ότι ο Φλέμινγκ έκλεψε στοιχεία από το βιβλίο του και τα έβαλε στο "Thunderball", αλλάζοντας έτσι τα πλάνα της εταιρείας.
10. Πολλές φορές οι ταινίες του Τζέιμς Μποντ δεν έχουν διστάσει να αναμετρηθούν με τα κορυφαία blockbusters, βγαίνοντας στους κινηματογράφους την ίδια μέρα. Οι πιο κλασικές περιπτώσεις ήταν το 1997 όταν το «Αύριο ποτέ δεν πεθαίνει» βγήκε μαζί με τον «Τιτανικό» και το 1985 όταν το «Επιχείρηση: Κινούμενος Στόχος» βγήκε μαζί με τον «Ράμπο». Και στις δύο περιπτώσεις ο ανταγωνισμός νίκησε, αλλά και πάλι η ταινία του Μποντ τα πήγε περίφημα εισπρακτικά.
11. Ο Μποντ είχε σύζυγο! Πολλοί δεν έχουν δει το «Στην Υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητος» όπου ο 007 παντρεύεται (και οι «κακοί» σκοτώνουν τη γυναίκα του αργότερα) και δεν το θυμούνται. Αλλά το πιο ακριβό συλλεκτικό αντικείμενο για τους λάτρεις των ταινιών Μποντ είναι οι αναμνηστικές βέρες που είχαν εκδοθεί τότε και έγραφαν «We have all the time in the world».
12. Το Μ, του αφεντικού το Μποντ, συμβολίζει ένα πραγματικό όνομα. Αυτό του Μάιλς Μέσερβι, ενός αντιναυάρχου του βρετανικού πολεμικού ναυτικού, όπως αναφέρει ο Ίαν Φλέμινγκ στο βιβλίο του «Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι».
13. Ο Μποντ είναι 44 ετών. Στη νουβέλα "Casino Royale" αναφέρεται ως ημερομηνία γέννησής του η 13η Απριλίου του 1968.
14. Ο Ίαν Φλέμινγκ έγραψε και μια νεκρολογία του Μποντ, για ένα ψεύτικο θάνατό του, στο βιβλίο «Ζεις μονάχα δυο φορές». Εκεί μαθαίνουμε ότι οι γονείς του είναι ο Σκωτσέζος Άντριου Μποντ και η Ελβετίδα Μονίκ Ντελακρουά.
15. Εκτός από τον «Χρυσοδάκτυλο», υπήρχε και το «χρυσό δάκτυλο» ένα αναμνηστικό κόσμημα από χρυσό, που φορούσε η πρωταγωνίστρια Όνορ Μπλάκμαν για να διαφημίζει την ταινία!
16. Για την πρεμιέρα του «Χρυσοδάκτυλου» στις ΗΠΑ (εκεί όπου η Μπλάκμαν εμφανίστηκε με το «χρυσό δάκτυλο») επιστρατεύθηκαν όλοι οι ιδιοκτήτες Aston Martin της χώρας. Τους ζητήθηκε να φτιάξουν ένα μίνι στόλο αυτοκινήτων που θα συνόδευε την κόπια της ταινία ως την αίθουσα προβολής. 8 ιδιοκτήτες συμφώνησαν με χαρά!
17. Τι σημαίνει Q; Quartermaster! Eπιμελητής δηλαδή του υλικού.
18. Στο «Για τα μάτια σου μόνο» η σκηνή της καταδίωξης με σκι γυρίστηκε στην ιταλική Κορτίνα. Μόνο που εκείνη τη σεζόν (1980-1981) δεν είχε αρκετό χιόνι για σκι και αναγκάστηκαν να κουβαλήσουν με φορτηγά από άλλο χιονοδρομικό!
19. Ο πραγματικός Τζέιμς Μποντ δεν ήταν πράκτορας, αλλά ορνιθολόγος. Διάσημος στην εποχή του, τράβηξε την προσοχή του Φλέμινγκ που «δανείστηκε» το όνομά του για τα βιβλία του.
20. Στην «Κατάσκοπο που μ' αγάπησε» ένα τρανζίστορ από τη Ρωσία παίζει ένα κομμάτι που εκείνη την περίοδο ήταν απαγορευμένο στην ΕΣΣΔ, το «Δρ. Ζιβάγκο».
21. Το «Μοonraker» γυρίστηκε λόγω του «Πολέμου των Άστρων» που έκανε τεράστια εμπορική επιτυχία εκείνη την εποχή. Ο Τζέιμς Μποντ δεν χωρούσε πια στη Γη. Έπρεπε να πάει στο διάστημα...
22. Το Walther PPK, το αγαπημένο όπλο του 007 ήταν το επίσημο όπλο των Γερμανών αστυνομικών από το 1931.
23. Το "Skyfall" δεν είναι η 23η ταινία του Τζέιμς Μποντ. Πρόκειται μεν για την 23η «επίσημη», δηλαδή από την εταιρεία που έχει τα δικαιώματα της εκμετάλλευσης των βιβλίων του Ίαν Φλέμινγκ, της Eon Productions, ωστόσο ο 007 έχει εμφανιστεί και σε άλλες ταινίες. Κατ' αρχάς σε μια τηλεταινία του 1954 που ήταν και η πρώτη φορά που γυρίστηκε το «Casino Royale». Άλλο ένα «Casino Royale» βγήκε το 1967, ως παρωδία των ταινιών Bond, με τους Πίτερ Σέλερς, Ούρσουλα Άντρες, Όρσον Ουέλες και τον Γούντι Άλεν να υποδύεται τον «Τζίμι Μποντ». Και βέβαια, υπάρχει και το remake του "Thunderball" το 1983 με τον τίτλο «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ» και τον Σον Κόνερι, εμφανέστατα γερασμένο πια, να υποδύεται τον ήρωα που τον έκανε γνωστό, κόντρα στο "Octopussy" του Ρότζερ Μουρ που ήταν η επίσημη ταινία της σειράς που βγήκε εκείνη τη χρονιά!

(Γράφτηκε για το NewsBomb)

Τα τραγούδια του James Bond ανά δεκαετία: #3. Στα '80s




Πριν καν ξεκινήσεις να διαβάζεις το κείμενό μου για τα '80s, θυμήσου ότι πριν 4 χρόνια ο Mr. Arkadin πόσταρε μια ανάλυση για τη μουσική των James Bond σε εκείνη τη saga που είχα κάνει, βλέποντας -και γράφοντας- μια ταινία κάθε μέρα. Πας στο The 007 Countdown, κατεβαίνεις ως την αρχή του και διαβάζεις για κάθε ταινία -και τη μουσική της- από την αρχή. Για το post που ακολουθεί (και αυτά με τις υπόλοιπες δεκαετίες που θα ανεβάσω στη συνέχεια) εκείνες οι αναλύσεις του Mr. Arkadin αποτέλεσαν τον καλύτερο μπούσουλα. Για πιο μεγάλη ευκολία, έχω λινκάρει τον τίτλο της κάθε ταινίας στο αντίστοιχο post που είχα ανεβάσει το 2008.

(Διάβασε ακόμη: #1. Στα '60s / #2. Στα '70s)

Η δεκαετία του ‘80, όσον αφορά στη μουσική του James Bond, χωρίζεται σε δύο μέρη. Αλλά και τα δύο είναι αρκούντως eighties: Στο πρώτο μισό συνεχίζεται η παράδοση της eurovisionικής μπαλάντας που καθιερώθηκε στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας από τους Hamlisch και Barry, εξελιγμένη βέβαια στον πιο «επεξεργασμένο» 80s ήχο. Στο δεύτερο μισό, τη σκυτάλη παίρνουν οι μεγάλες ποπ μπάντες της εποχής και ο James Bond χορεύεται στην «Αυτοκίνηση»...



For Your Eyes Only (1981)
O John Barry είναι και πάλι απών, πάλι λόγω των ίδιων προβλημάτων με την εφορία που αντιμετώπιζε και την εποχή του “The Spy Who Loved Me”, αλλά ο Bill Conti που θα αναλάβει τον ρόλο του, θα κινηθεί μουσικά πολύ πιο κοντά στον αρχετυπικό συνθέτη της μουσικής του 007 απ’ ότι έκανε ο Marvin Hamlisch. Θα συνεχίσει, βέβαια, το μοτίβο της μελοδραματικής, γεμάτης κορυφώσεις ποπ μπαλάντας, από αυτές που συνήθως σαρώνουν τα 12άρια στην Eurovision, αλλά η δική του επιλογή, η Sheena Easton (λατρεμένη!) θα φέρει μια επιβλητική ερμηνεία και θα οδηγήσει σε ένα από τα πιο όμορφα κομμάτια που γράφτηκαν ποτέ για ταινία του James Bond. To τραγούδι προτάθηκε, μάλιστα, και για Όσκαρ, για να χάσει από το κεντρικό θέμα του “Arthur”.

Δεν ξέρουμε, βέβαια, αν θα τα πήγαινε καλύτερα -αν είχε τελικά επιλεγεί- το κομμάτι που έγραψαν οι Blondie. Ναι, είχε αρχικά ζητηθεί στην μπάντα να γράψει το τραγούδι των τίτλων, αλλά όταν ο Conti ζήτησε να έχει κι αυτός λόγο στην σύνθεσή του, δημιουργήθηκε κόμπλα και οι Blondie αποσύρθηκαν. Ακούγοντάς το ξανά, 31 χρόνια μετά, το βρίσκω εξαιρετικό. Κοντινό στο μουσικό θέμα του James Bond, διαχρονικό, άγριο και σαφώς ανώτερο του ήδη πολύ καλού ομώνυμου της Sheena Easton. Τα 80s μπήκαν πολύ δυναμικά για τον 007 – τουλάχιστον σε επίπεδο μουσικής.



Οctopussy (1983)
Ο John Barry φαίνεται πως πια έχει χάσει το άγγιγμά του και κάθε φορά που επιστρέφει είναι και χειρότερος. Το soundtrack είναι πιο αδιάφορο και από την ταινία. Και από το τραγούδι των τίτλων (άλλη μια μελοδραματική ποπ μπαλάντα, που ερμηνεύει η Rita Coolidge –η ποια;) το μόνο που μας μένει είναι πως δεν φέρει το όνομα της ταινίας, αλλά το “All Time High”.



A View To A Kill (1985)
Kαι πάνω που έλεγες ότι τα ψωμιά του John Barry είναι μετρημένα, κάνει την κίνηση ματ. Βάζει στο παιχνίδι την κορυφαία ποπ μπάντα εκείνης της εποχής, τους Duran Duran, εγκαταλείπει το μοτίβο της μπαλάντας για το τραγούδι των τίτλων και επαναφέρει την παλιά καλή έντονη σύνδεση των μέσα ενορχηστρώσεων με το κεντρικό θέμα του James Bond –αλλά με έντονα disco-pop τρόπο. Όσον αφορά στο “A View To A Kill”, τι να πει κανείς; Προσωπικά το θεωρώ το καλύτερο τραγούδι, μαζί με το “Thunderball” που γράφτηκε για τη σειρά και σίγουρα ένα από τα καλύτερα των Duran Duran. Eίναι και το πρώτο με δικό του βίντεο κλιπ. Βρισκόμαστε στο μέσο των ‘80s και ξαφνικά η μουσική του 007 αναβλύζει βάτα, τζελ στα μαλλιά και πόζα γεμάτη σούφρωμα χειλιών. Ό,τι πρέπει δηλαδή.



The Living Daylights (1987)
To κύκνειο άσμα του John Barry ευτυχώς κινείται στα υψηλά επίπεδα του ξεκινήματος της σχέσης του με τον James Bond και η συνεργασία με τους A-Ha στο τραγούδι των τίτλων έχει παίξει τον ρόλο της. Προσωπικά, όταν το είχα πρωτοακούσει, το θεώρησα κάτι σαν το «A View To A Kill του φτωχού», αλλά ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, η σύνδεση με την μουσική θεματική του 007 μού φαίνεται πιο άρτια από εκείνη που πέτυχαν οι Duran Duran και το κομμάτι μού στέκει μια χαρά. Ακόμη, βέβαια, το θεωρώ υποδεέστερο του “A View To A Kill”. Για την ιστορία, η σχέση A-Ha και Barry δεν ήταν και η πιο άψογη και οι Νορβηγοί ποπ σταρ θεωρούσαν πως το τελικό αποτέλεσμα δεν αντιπροσώπευε αυτό που ήθελαν να βγάλουν. Γι’ αυτό και ηχογράφησαν όχι μία, αλλά τρείς δικές τους εκδοχές (με πιο διάσημη αυτήν εδώ) και τις κυκλοφόρησαν αργότερα!



License To Kill (1989)
Σύμφωνοι, η «Αυτοκράτειρα της Soul», Gladys Knight, δεν είναι «μεγάλη ποπ μπάντα της εποχής», όπως γράφω στην αρχή αυτού του post (αναφερόμενος, εννοείται, στους Duran Duran και τους A-Ha), αλλά ήταν κι εκείνη σε μεγάλη φόρμα στα 80s, με το Grammy της και τα όλα της. Και, βεβαίως, αυτοκράτειρα. Με τον Barry να έχει πια αποσυρθεί και τον θεσμό του James Bond να πνέει -λόγω Timothy Dalton- τα λοίσθια, οι παραγωγοί έψαξαν να βρουν μια λύση τουλάχιστον στη μουσική και επιστράτευσαν τον Michael Kamen, τον άνθρωπο που έντυσε με μουσική τη σειρά των ταινιών «Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει» και «Φονικό Όπλο» (και που έχει κάνει και άπειρες σπουδαίες παραγωγές, μεταξύ των οποίων και δουλειές των Metallica).

Ο Κamen θα φέρει μεν μια ανανέωση στον ήχο, ανεβάζοντας λίγο ρυθμούς, αλλά θα το κάνει κάπως άχρωμα και το όλο soundtrack θεωρείται ένα από τα πιο μέτρια της σειράς. Όσον αφορά στο κομμάτι των τίτλων, εγώ δεν μπορώ να του καταλογίσω και πολλά, αφού έσκασε στο μέσον της εφηβείας μου και έντυσε ουκ ολίγους χορούς με παιδικούς έρωτες στα πάρτυ της εποχής. Αυτοί που ξέρουν όμως από μουσική έχουν να λένε ότι είναι μια ξεπατικωσούρα του “Goldfinger”. Και δεν έχουν άδικο. Χρησιμοποίησαν μέχρι και τα μέτρα του, και γι’ αυτό έπρεπε να πληρώσουν δικαιώματα στον John Barry. Για την ιστορία, ο Kamen δεν ασχολήθηκε με το τραγούδι των τίτλων, το οποίο (αντ)έγραψαν οι Narada Michael Walden, Jeffrey Cohen και Walter Afanasieff.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

26 Οκτ 2012

Τα τραγούδια του James Bond ανά δεκαετία: #2. Στα '70s


Πριν καν ξεκινήσεις να διαβάζεις το κείμενό μου για τα '70s, θυμήσου ότι πριν 4 χρόνια ο Mr. Arkadin πόσταρε μια ανάλυση για τη μουσική των James Bond σε εκείνη τη saga που είχα κάνει, βλέποντας -και γράφοντας- μια ταινία κάθε μέρα. Πας στο The 007 Countdown, κατεβαίνεις ως την αρχή του και διαβάζεις για κάθε ταινία -και τη μουσική της- από την αρχή. Για το post που ακολουθεί (και αυτά με τις υπόλοιπες δεκαετίες που θα ανεβάσω στη συνέχεια) εκείνες οι αναλύσεις του Mr. Arkadin αποτέλεσαν τον καλύτερο μπούσουλα. Για πιο μεγάλη ευκολία, έχω λινκάρει τον τίτλο της κάθε ταινίας στο αντίστοιχο post που είχα ανεβάσει το 2008.


(Διάβασε ακόμη: #1. Στα '60s)

H δεκαετία του ’70 ήταν μια μεταβατική εποχή, όχι μόνο για το είδος του ήρωα στο οποίο έπρεπε να μεταλλαχθεί ο 007 για να καταφέρει να επιβιώσει, ούτε στο ποιος ηθοποιός τελικά θα αναλάμβανε το δύσκολο αυτό έργο. Και μουσικά πολλά είχαν αλλάξει από την εποχή που μια ορχήστρα με κάθε πιθανό όργανο, ένας αργόσυρτος τζαζ ή μποσανόβα ρυθμός και μια δυνατή κορώνα στο τέλος –όλα δεμένα με το κεντρικό μουσικό θέμα του James Bond– ήταν αρκετά.



"Diamonds Are Forever" (1971)
Ο John Barry, πάντως, που στην προηγούμενη ταινία έχει στήσει την κορυφαία, ίσως, ορχηστρική εκτέλεση της παραπάνω συνταγής και έχει δώσει την ελευθερία στον Louis Armstrong να γράψει ένα κομμάτι που λίγη σχέση είχε με τα υπόλοιπα της δεκαετίας του ’60, σαν να ήθελε να πει ότι «αυτά που ξέρατε, τέλειωσαν, ετοιμαστείτε για rollercoaster τώρα», εδώ σαν να το μετανιώνει. Επαναφέρει την Shirley Bassey, γκόμενά του πλέον, και δεν εξελίσσει τον ήχο του παράλληλα με την εποχή του. Ίσως επηρεάστηκε από εκείνη, που θα ήθελε πολύ ένα comeback στο στάτους που την άφησε το “Goldfinger”, με κάτι που να ακούγεται πολύ κοντά σ’ εκείνο. Ίσως επηρεάστηκε από το γενικότερο κλίμα της ταινίας, που ήταν κάπως αμήχανο, με την επιστοφή του Sean Connery, εμφανώς γερασμένου, κι ένα αστείο, κακόγουστο σενάριο. Η μουσική και το τραγούδι των τίτλων συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο μέτρια της σειράς. Κάτι έπρεπε να γίνει άμεσα...




H ανανέωση άργησε μια ταινία! Αλλά τι ανανέωση ήταν αυτή. Ο Roger Moore φέρνει μια ολότελα νέα αύρα και παίρνει πάνω του την πιο ωραία (κατά την ταπεινή μου άποψη) περιπέτεια James Bond που γυρίστηκε ποτέ, το σενάριο φέρνει ένα νέο είδος κακών (έμποροι ναρκωτικών) για να εκσυγχρονίσει τον ήρωα και η μουσική, επιτέλους, ακούγεται όσο μοντέρνα έπρεπε. Δεν είναι τυχαίο πως στην υπογραφή του soundtrack δεν βρίσκεται ο John Barry, που, όπως φάνηκε, δυσκολευόταν κάπως να αντιληφθεί τις αλλαγές που έφεραν τα ‘70s (και που, εντελώς βολικά, δούλευε σε κάτι άλλο την περίοδο που γυριζόταν η ταινία και δεν μπορούσε να συμμετάσχει). O George Martin, o «5ος Beatle» δηλαδή, κάνει θαύματα, και ακόμη περισσότερο οι Paul και Linda McCartney που φέρνουν για πρώτη φορά τον ήχο της ροκ μέσα στον James Bond, αλλά με τρόπο απόλυτα ταιριαστό.



O John Barry έμαθε το μάθημά του και επιστρέφει δριμύτερος. Με όχι τόσο σκληρό ροκ όσο ο Martin και ο McCartney, αλλά με ένα νευρώδες ποπάκι με πολλά πνευστά, που για λίγα δευτερόλεπτα στο μέσο του πάει να γίνει μελοδραματική μπαλάντα. Το μοτίβο του να ακούγεται το τραγούδι των τίτλων σαν μια εκδοχή του κεντρικού μουσικού θέματος του James Bond εγκαταλείπεται πια οριστικά και μόνο κάποιες εξάρσεις των πνευστών στο τέλος το συνδέουν με την ταινία για την οποίαν έχει γραφτεί. Ερμηνεύτρια είναι ένα one hit wonder της εποχής, η Lulu, που τα πάει πολύ καλά στο ρόλο της. Όσον αφορά στο soundtrack, o Barry αφαιρεί την κιθάρα από τις περισσότερες ενορχηστρώσεις και βάζει κυρίως τρομπέτες να παίζουν το χαρακτηριστικό riff από το κεντρικό θέμα, μια καινοτομία που κερδίζει εύκολα τις εντυπώσεις.



Εδώ το τραγούδι των τίτλων για πρώτη φορά δεν έχει τον ίδιο τίτλο με την ταινία (μην βιαστείς, το “We Have All the Time in the World” του Louis Armstrong δεν ήταν τραγούδι τίτλων), αλλά φέρει τον τίτλο “Nobody Does It Better”. To ερμηνεύει παθιάρικα και δυναμικά η Carly Simon και σε εισάγει για τα καλά στα άδυτα της ποπ eurovisionίκής μπαλάντας. Γενικά, όλο το soundtrack της ταινίας (που το έχει επιμεληθεί ο Marvin Hamlisch, αφού ο John Barry καταζητείτο εκείνη την περίοδο στην Μεγάλη Βρετανία για φοροδιαφυγή!) αποπνέει μια εντονότατη σεβεντίλα. Λακ, φαβορίτα και παντελόνι καμπάνα. Ήταν ευχάριστο για την εποχή του, ακούγεται όμως αλλόκοτο σήμερα. Πράγμα που δείχνει ότι τουλάχιστον ο Barry ήξερε πώς να γράφει διαχρονική μουσική.



Ό,τι θα μπορούσε να πάει στραβά σε μια ταινία James Bond, πηγαίνει στο “Moonraker” που εύκολα χωράει στο top 5 των χειρότερων της σειράς (για την πλειονότητα των fans, μάλιστα, στρογγυλοκάθεται στην κορυφή). Ας αφήσουμε τα περί σεναρίου, ερμηνειών και λοιπά, και ας περιοριστούμε στα της μουσικής: o John Barry λύνει τα ζητήματά του με το νόμο, επιστρέφει στην πατρίδα του και στην δουλειά που παλιότερα είχε πάρει εργολαβία και ξαναφέρνει μαζί του την Shirley Bassey. Η οποία ερμηνεύει το τραγούδι των τίτλων πιο ήπια απ’ ότι τα δύο προηγούμενά της, αλλά δεν προσθέτει και πολλά, γιατί έχει την ατυχία να πέσει πάνω σε μια εντελώς ανάλατη και άχρωμη ποπ μπαλάντα. Έγραφα πιο πάνω ότι έχουμε μπει πια σε μια seventies Eurovision λογική, αλλά το “Moonraker”, αν κατέβαινε στον διαγωνισμό, φοβάμαι ότι θα τερμάτιζε τελευταίο και καταϊδρωμένο. Η λεπτομέρεια που σκοτώνει είναι το ποιοι απέρριψαν το κομμάτι πριν τελικά καταλήξει στην (εύκολη λύση) Bassey: Κατά σειρά, ο Frank Sinatra, o Johnny Mathis και (κρατήσου) η Kate Bush.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

24 Οκτ 2012

Τα τραγούδια του James Bond ανά δεκαετία: #1. Στα '60s


Πριν καν ξεκινήσεις να διαβάζεις το κείμενό μου για τα '60s, θυμήσου ότι πριν 4 χρόνια ο Mr. Arkadin πόσταρε μια ανάλυση για τη μουσική των James Bond σε εκείνη τη saga που είχα κάνει, βλέποντας -και γράφοντας- μια ταινία κάθε μέρα. Πας στο The 007 Countdown, κατεβαίνεις ως την αρχή του και διαβάζεις για κάθε ταινία -και τη μουσική της- από την αρχή. Για το post που ακολουθεί (και αυτά με τις υπόλοιπες δεκαετίες που θα ανεβάσω στη συνέχεια) εκείνες οι αναλύσεις του Mr. Arkadin αποτέλεσαν τον καλύτερο μπούσουλα. Για πιο μεγάλη ευκολία, έχω λινκάρει τον τίτλο της κάθε ταινίας στο αντίστοιχο post που είχα ανεβάσει το 2008.


Η μουσική των ταινιών του James Bond είναι ένα θέμα από μόνη της. Θα μπορούσε να στέκεται ξέχωρα από την ταινία, σαν μια συγκομιδή άλμπουμ από ένα καλλιτέχνη που –σαν τους Rolling Stones– αντέχει, 50 χρόνια μετά. Και κατά ένα μεγάλο βαθμό είναι όντως έτσι. Ο John Barry συνέθεσε τη μουσική για 12 από τις 22 ταινίες της σειράς. Συμμετείχε, βέβαια, και στην σύνθεση των εμβληματικών τραγουδιών των τίτλων σ’ αυτές τις ταινίες. Στην ουσία, μέχρι το 1987 αυτό το φανταστικό γκρουπ με το όνομα που θα μπορούσε να είναι κάτι σαν James Bond Original Score, είχε για frontman τον Barry κι άλλαζε τραγουδιστή σε κάθε του άλμπουμ. Αλλά κι αυτοί που τον διαδέχτηκαν, δεν κινήθηκαν μακριά από την κληρονομιά του, επιβεβαιώνοντας πως όντως η μουσική των ταινιών του 007 έχει μια συγκεκριμένη ταυτότητα. Η οποία ξεκινάει από ένα «ταν ταρατάν ταράραν ταν ταρατάν»… το 1962.



"Dr. No" (1962)
To αξιοσημείωτο, πάντως, με το βασικό θέμα του James Bond είναι ότι δεν ανήκει (ακριβώς) στον Barry. O αρχικός συνθέτης του soundtrack ήταν ο Monty Norman, διάσημος από τη μουσική που έγραφε για τις θεατρικές παραστάσεις της εποχής. Αλλά οι παραγωγοί της ταινίας κάποια στιγμή αντιλήφθηκαν ότι δεν κάνει τη δουλειά που ήθελαν, τον απέλυσαν και κάλεσαν τον Barry να αναλάβει. Φαίνεται όμως, πως ο Barry δεν πέταξε όλο το υλικό του Norman και κράτησε τα πρώτα δευτερόλεπτα από το περίφημο θέμα (αυτά με τα πνευστά). Πρόσθεσε την κοφτή κιθαριά που μπαίνει στη συνέχεια και εξέλιξε όλο το θέμα σε αυτό που ακούγεται 50 χρόνια μετά με την ίδια φρεσκάδα. Κατά τ’ άλλα, ως μια «εξωτική» ταινία για την εποχή της (έγχρωμη, με κορίτσια που αναδύονται από τη θάλασσα φορώντας λευκά μπικίνι, γυρισμένη στην Τζαμάικα) χρειαζόταν έναν ήχο επίσης εξωτικό. Ο Barry επιστρατεύει όντως το calypso, ένα είδος μουσικής που παιζόταν τότε στην Καραϊβική (η reggae εμφανίστηκε λίγο αργότερα) και το τελικό αποτέλεσμα αφήνει τις καλύτερες υποσχέσεις για το μέλλον.



"From Russia With Love" (1963)
Ένας σπουδαίος ερμηνευτής, ο Matt Monroe, και ένα καταπληκτικό τραγούδι δίνουν από τα πρώτα δευτερόλεπτα της ταινίας τον τόνο για το τι θα ακολουθήσει. Το “From Russia Witn Love” έχει όλα τα τυπικά γνωρίσματα ενός 60s έπους. Φοβερή ενορχήστρωση, βαθειά ερμηνεία και την συγκλονιστική κορύφωση – κορώνα στο τέλος. Η δουλειά του John Barry στην υπόλοιπη ταινία είναι να δίνει ρεσιτάλ ενορχήστρωσης πάνω στο θέμα του James Bond. Η παράδοση αποκτά γερά θεμέλια.



"Goldfinger" (1964)
To “Goldfinger” είναι το απόλυτο τραγούδι του James Bond και ο κανόνας για όσα ακολούθησαν, κυρίως γιατί κινείται απίστευτα κοντά στο μουσικό θέμα που μας εισήγαγε στην σειρά από το “Dr. No”. Τα κρουστά και τα πνευστά της εισαγωγής θα μπορούσαν να αποτελούν απλά μια νέα εκδοχή του γνωστού θέματος. Μετά, βέβαια, μπαίνει η φωνή της Shirley Bassey και κάνει τα πάντα άνω – κάτω. Γιατί, μπορεί μεν το τραγούδι να είναι υπέροχο, αλλά –ειλικρινά- ποιος αντέχει αυτήν την φανφαρόνικη, υπερβολικά θεατρική ερμηνεία; Στις instrumental εκδοχές του που γεμίζουν την ταινία στη συνέχεια, η σύνθεση του Barry αναδεικνύεται με τον καλύτερο τρόπο. Στην εύλογη απορία «και τότε γιατί διάλεξε αυτήν την τραγουδίστρια;», το μόνο που μπορώ να σου απαντήσω είναι ότι κάποια στιγμή ο Barry χώρισε την σύζυγό Jane Birkin (αμέ) και τά ‘φτιαξε με την Bassey…



"Thunderball" (1965)
Μπορεί, βέβαια, πολλοί να θεωρούν το “Goldfinger” ως το κορυφαίο τραγούδι τίτλων του James Bond, αλλά για μένα τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με την εξέλιξή του, το “Thunderball”. Και γράφω «εξέλιξή του», γιατί είναι σχεδόν σαν ξεπατικωτούρα (είπαμε: το “Goldfinger” έγινε ο κανόνας). Μόνο που όλα του τα στοιχεία είναι τόσο πιο εντυπωσιακά, τόσο πιο μεγαλειώδη, τόσο πιο αποκαλυπτικά, που κάνουν το προηγούμενο να μοιάζει σαν μια άσκηση μπροστά του. Το πιο σημαντικό στοιχείο του, βέβαια, είναι ο ερμηνευτής. Ο Tom Jones καλείται να περιγράψει με τους στίχους του κομματιού τον James Bond και το κάνει με τον πιο επιβλητικό τρόπο. Άλλωστε ο ίδιος ήταν όσο γόης ήταν και ο 007, και ίσως λίγο παραπάνω ανδρικό πρότυπο. Ο θρύλος λέει πως ταυτίστηκε τόσο πολύ με τον ήρωα και ερμήνευσε το κομμάτι με τέτοιο πάθος, που την στιγμή που ολοκλήρωσε αυτήν την φοβερή κορώνα στο φινάλε, λιποθύμησε…



"You Only Live Twice" (1967)
Η εποχή αλλάζει και από swinging sixties αρχίζει και γίνεται hippie sixties, αλλά ο Barry δεν είναι ακόμη έτοιμος να φέρει μια τέτοια καινοτομία στον ήχο του. Προτιμά μια ήπια bossa nova, τραγουδισμένη από μια ποπ τραγουδίστρια που θα μπορούσε να είναι και χίπι και ροκ και τζαζ και τα πάντα. Η Nancy Sinatra είναι ένας απελπιστικός μαϊντανός που δεν θα έκανε ποτέ καμία καριέρα αν είχε άλλο επώνυμο. [Editor's note: Προσοχή στη δική σου καριέρα, αγαπητέ συνάδελφε.] Και στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν την βοηθάει ούτε το κομμάτι που της έγραψε ο Barry. Το υπόλοιπο soundtrack είναι ταιριαστό με τη ταινία: μέτριο. O John Barry ξαφνικά έχει χάσει την καλή του φόρμα. Αλλά δεν είναι και παράλογο αυτό, όταν έχει βγάλει 4 σερί πολύ καλά soundtrack μέχρι τότε.



"On Her Majesty's Secret Service" (1969)
Και ναι, το “You Only Live Twice” ήταν όντως ένα διάλειμμα. Στην ταινία με την οποία ο 007 κλείνει τα 60s, ο John Barry επιστρέφει δριμύτερος. Κατ’ αρχάς δεν βάζει το τραγούδι στους τίτλους, αλλά προτιμά, όπως τότε με τον «Δρ. Νο» ένα ορχηστρικό θέμα. Και τι θέμα είναι αυτό! Ίσως καλύτερο κι από το βασικό θέμα των ταινιών του Bond! Kαι το τραγούδι; Άλλο αριστούργημα αυτό –και πόσο ταιριαστό στην πιο «συναισθηματική» (και μια από τις αγαπημένες μου) ταινία της σειράς ως τώρα. Ο Barry συνεργάζεται με τον Louis Armstrong για κάτι που πολύ απέχει από τον κανόνα του “Goldfinger” και που είναι το πιο ξέγνοιαστο και συγκινητικό κομμάτι από όσα γράφτηκαν ποτέ για τον 007. Είναι το υπέροχο “We Have All The Time In The World”.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

23 Οκτ 2012

Οι Κορεάτες αντεπιτίθενται



Περίληψη προηγουμένου: Στα τέλη Αυγούστου η Apple πέτυχε μια απίστευτη δικαστική νίκη επί της Samsung. Την είχε κατηγορήσει ότι της έκλεψε πατέντες και «ξεπατίκωσε» το iPhone για να φτιάξει το Galaxy. Το δικαστήριο στις ΗΠΑ απεφάνθη «έτσι είναι» και ζήτησε από τους Κορεάτες να πληρώσουν ένα πρόστιμο της τάξεως του 1 δις. δολαρίων.

Στους μήνες που ακολούθησαν ο ως τότε σιωπηλός πόλεμος μεταξύ των εταιρειών τεχνολογίας άρχισε να γίνεται πυρηνικός. Στο παιχνίδι μπήκαν οι Google, Microsoft, LG και άλλοι και οι μηνύσεις στα διάφορα δικαστήρια του κόσμου άρχισαν να πέφτουν σωρηδόν και εκατέρωθεν. Αυτό που ήταν νόμιμο στη μία χώρα έβγαινε παράνομο στην άλλη. Αυτό που έμοιαζε με το βασικό χαρακτηριστικό της κάθε συσκευής, αποδεικνυόταν ιδέα άλλου και άρα έπρεπε να αφαιρεθεί (ή να πληρωθεί πολύ ακριβά από την εκάστοτε εταιρεία που το χρησιμοποιούσε χωρίς άδεια). Αυτό που μέχρι χθες έμοιαζε με ευγενή άμιλλα για την δημιουργία του πιο εξελιγμένου gadget μετετράπη σε μια ιστορία παρόμοια με αυτήν της 37χρονης τσιγγάνας που πήρε το νόμο στα χέρια της και δολοφόνησε τον φονιά του γιου της μέσα στο δικαστήριο της Ευελπίδων.

Η Apple, μετά από εκείνη την τεράστια νίκη του καλοκαιριού, φάνηκε ότι όχι μόνο πήρε το πάνω χέρι στην σύρραξη, αλλά ότι βρισκόταν και πολύ κοντά στο σημείο να αποτελειώσει τους αντιπάλους της. Αλλά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Οργισμένοι όλοι οι υπόλοιποι, συνασπίσθηκαν όπου μπορούσαν και πρόταξαν όλα τους τα όπλα, ψάχνοντας κάθε πιθανή αφορμή για να σύρουν με τη σειρά τους την Apple στα δικαστήρια και να της προκαλέσουν δεκάδες –μικρότερου βεληνεκούς, βέβαια- ήττες. Η τελευταία έρχεται από την Samsung, που περίμενες ότι ήταν τόσο λαβωμένη από το βατερλώ του Αυγούστου που δεν θα ξεμύτιζε από την Κορέα της για την επόμενη δεκαετία.

Κι όμως… Τις τελευταίες ημέρες, δύο διαφορετικές αποφάσεις δικαστηρίων σε ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία την ξαναβάζουν γερά στο παιχνίδι: Η Lucy Koh, η δικαστής που προέδρευσε και στην περίφημη δίκη του Αυγούστου, έδωσε εντολή στην Apple να δημοσιεύσει τα στοιχεία των πωλήσεων, τζίρου και κερδών του iPhone, όπως εδώ και καιρό ζητούν οι αντίπαλοί της. Η Apple επιχειρηματολογούσε ότι η ανακοίνωση αυτών των μεγεθών θα έδινε ένα μεγάλο πλεονέκτημα στους ανταγωνιστές της. Η Koh αποφάσισε ότι αυτό δεν ισχύει.

Την ίδια ώρα, ένα εφετείο στη Μεγάλη Βρετανία επέβαλε στην Apple την εξής μέγιστη ξεφτίλα: Να ζητήσει δημόσια συγγνώμη, μέσω της επίσημης ιστοσελίδας της, χρησιμοποιώντας γραμματοσειρά Arial, μεγέθους όχι μικρότερου των 14 στιγμών και διατηρώντας εμφανές το κείμενο εκεί για έναν ολόκληρο μήνα. Συγγνώμη για τι πράγμα όμως; Η Samsung είχε πάει την Apple στα δικαστήρια, επειδή η τελευταία ισχυριζόταν ότι οι Κορεάτες είχαν αντιγράψει τις πατέντες και του iPad. Και το διεμήνυε παντού, πριν ολοκληρωθεί η εκδίκαση της υπόθεσης.

Τα τελευταία δικαστικά δεδομένα θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις δύο πλευρές σε μια εκεχειρία. Ή τουλάχιστον έτσι θα ήθελε το CNN. Ο τεχνολογικός του συντάκτης Omar L. Gallaga κάθισε και έγραψε μια συμφωνία ανακωχής που περιγράφει με γλαφυρό τρόπο όλες τις παρούσες «γκρίζες ζώνες».

Ξεκινάει με το προφανές. Ότι οι δύο πλευρές καλό θα ήταν να συμφωνήσουν να σταματήσουν τις αλληλοκατηγορίες όπου βρεθούν κι όπου σταθούν και να λύνουν τις όποιες διαφορές τους μόνο στο δικαστήριο. Ή, ακόμη πιο σωστά: Να αφήσουν επιτέλους τους δικαστές να κάνουν ήσυχοι και ανεπηρέαστοι τη δουλειά τους. Και καταλήγει σε ξεκαρδιστικές μιμήσεις υπαλλήλων της Apple και της Samsung και του πώς οι μεν κοροϊδεύουν τους δε, υπονοώντας ότι αυτός ο πόλεμος έχει πια ριζώσει βαθιά μέσα στις ψυχές των geeks που φτιάχνουν αυτά τα μηχανήματα του διαβόλου.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

22 Οκτ 2012

Η μετάβαση από τους Le Page στους Strawberry Pills



Πριν από δύο χρόνια όλη η πόλη συζητούσε για τον Tony και την Τερψιχόρη. Όλη η πόλη συζητούσε για τους Le Page. Ήταν ό,τι πιο αθώο, φρέσκο, παιχνιδιάρικο είχαμε ακούσει εκείνη την περίοδο. Ήταν μια λαμπερή εικονογράφηση της έννοιας hipster που ακόμη δεν είχε στηθεί στα τρία μέτρα για να εκτελεστεί από υποκριτικά editorials ή σνομπ δακτυλίδια καπνού στο Drunk Sinatra.

Η ίδια η πόλη ήταν πιο αθώα τότε. Ήξερε ότι κάτι κακό ερχόταν, αλλά δεν ήξερε τι. Και προτιμούσε να χορεύει και να γελά, από το να τρέμει και να καταθλίβεται γι’ αυτό που ακόμη βρισκόταν πίσω από το Τείχος. “Winter is coming” έλεγαν κάποιοι σοφοί, αλλά για εμάς ήταν ακόμη summer. Και καλοκαίρι χωρίς Le Page, ήταν ένα κάπως βαρετό καλοκαίρι.

Ο Tony και η Τερψιχόρη έβγαλαν και άλμπουμ, εκείνο το γλυκύτατο "Yojikevin", αλλά όταν η πύλη στο Τείχος τελικά άνοιξε και όταν οι White Walkers πέρασαν ανενόχλητοι από τη Night’s Watch, o χειμώνας πλάκωσε ξαφνικά και οι Le Page έμοιαζαν εκτός εποχής. Κανείς μας δεν αναρωτήθηκε ποτέ «μα τι απέγιναν εκείνα τα δύο παιδιά;». Είχαμε πιο σημαντικές έγνοιες…

Και ξαφνικά, μέσα στο μουντό, γοτθικό σκηνικό του χειμώνα μας, ο Tony ξαναεμφανίστηκε ως Αντώνης Κωνσταντάρας. Και το νέο project του φέρει ένα συμβολικό όνομα. Strawberry Pills. Μια άμεση απάντηση στην ερώτηση «τι έπιναν οι Beatles κι έβλεπαν Strawberry Fields;», και την ίδια ώρα μια ειρωνεία για όλα τα παραισθησιογόνα που ακόμη καταναλώνουμε για να αποφύγουμε να παραδεχτούμε ότι ο χειμώνας και οι White Walkers είναι εδώ.

Αυτήν τη φορά είναι μόνος. Χωρίς την Τερψιχόρη. Η αθωότητα δεν υπάρχει πια και το παιχνίδι έχει πάει σε άλλο επίπεδο. Οι Strawberry Pills δεν είναι απλά ένα γκρουπ. Είναι μια σειρά από συνεργασίες που θα κάνει ο Αντώνης, με διαφορετικό concept κάθε φορά. Κατά διαστήματα, οι Strawberry Pills θα κυκλοφορούν conceptual EP τα οποία δεν θα συνδέονται μεταξύ τους ως ύφος αλλά μόνο αισθητικά. Το πρώτο έχει ήδη ξεκινήσει να ετοιμάζεται. Θα περιέχει 4 κομμάτια που θα παρουσιάζονται σταδιακά και, όταν ολοκληρωθεί, θα κυκλοφορήσει σε κασέτα.

Το προοίμιο για το τι θα ακολουθήσει, το δίνει το “Sad Eyes”. Ο τίτλος είναι ένα hint. Η είδηση ότι τα φωνητικά αναλαμβάνει η Valisia Odell είναι ένα δεύτερο. Ναι, ο χειμώνας έχει πια πέσει για τα καλά και οι Strawberry Pills εμφανίζονται ως το άκρως αντίθετο των Le Page. Σκοτεινοί, goth, shoegaze. Η Valisia ερμηνεύει στοιχειωτικά ένα κομμάτι που ποτέ δεν θα ευτυχούσε να αναλάβει με τους –βαρετούς και ματαιόδοξους– Phoenix Catscratch, αλλά δεν θα είναι αυτή το έτερον ήμισυ του Αντώνη στη συνέχεια. Κάθε κομμάτι θα έχει κι άλλη γυναικεία φωνή.

Και όλα, θα μπορείς να τα ακούς –με το που βγαίνουν- εδώ. Εκτός από το τραγούδι του Αντώνη, πάντα θα υπάρχει κι ένα remix του. Για το “Sad Eyes”, τη δουλειά κάνει ο Bonebrokk, πρώην μέλος των Exposed By Observers και νυν μέλος των .Message. Άκουσέ τα και θα τα ξαναπούμε…

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

18 Οκτ 2012

Γιατί η Sylvia Kristel έμεινε Εμμανουέλα ως το τέλος



Θρηνώντας το θάνατο της ηθοποιού Sylvia Kristel, δεν γίνεται να μην μνημονεύσεις και την Εμμανουέλα, την ηρωίδα που ενσάρκωσε στα 70s (και ξανά το 1993). Οι περισσότεροι, όταν λέγαμε Sylvia Kristel εννοούσαμε Εμμανουέλα. Και όταν λέγαμε Εμμανουέλα είχαμε μια μόνο εικόνα να πηγαίνει με το όνομα. Αυτήν της Sylvia Kristel (Δέχτηκε ποτέ κανείς αυτό το σαχλό, ξανθό κοριτσάκι των νεώτερων, τηλεοπτικών soft porno με τις 3D σκηνές σαν μια γνήσια Εμμανουέλα;). Ήταν τόσο στενός ο δεσμός μεταξύ των δύο που η Εμμανουέλα δεν άφησε ποτέ την Kristel να φύγει.

Ακόμη κι όταν την προσέγγισαν για δύο ρόλους που φαινομενικά θα την μετέτρεπαν σε χολιγουντιανό αστέρα μιας άλλης, πιο ατόφιας κοπής, αποδείχτηκε ότι η Εμμανουέλα είχε βάλει και πάλι το χεράκι της. Η Sylvia Kristel στήθηκε πάλι μπροστά στις κάμερες γυμνή και άρχισε να προσποιείται οργασμούς. Η Μάτα Χάρι και η Λαίδη Τσάτερλί της ήταν δύο ακόμη Εμμανουέλες. Όχι γιατί η Kristel δεν είχε το ταλέντο να τις υποδυθεί όπως τους άξιζε. Αλλά γιατί οι παραγωγοί, οι σκηνοθέτες, ακόμη και το κοινό ήθελαν απλά να δουν το σμαραγδένιο της βλέμμα να ζωγραφίζει ακόλαστα σενάρια και το λεπτοκαμωμένο της κορμί να γυρεύει να ξεδιψάσει τον πόθο του σε στιβαρές, τριχωτές αγκαλιές. Είναι εύκολο να το περιγράψεις με το στυλ των 70s. Και είναι απίθανο να το κάνεις να ακουστεί σοβαρό.

Γιατί, πολύ απλά, είναι γελοίο. Η Εμμανουέλα δεν ήταν μια επέκταση των ερωτικών βιβλίων τσέπης. Η φαντασία της αναγνώστριας που πρωταγωνιστούσε στα βιβλία δεν έπαιζε πια κανένα ρόλο στο φιλμ. Η Εμμανουέλα των 70s δεν συμβόλιζε πραγματικά κάποια γυναικεία χειραφέτηση, κάποια αλλαγή στα σεξουαλικά ήθη. Η εικόνα της όμορφης νοικοκυράς που ο σύζυγός της την αφήνει όχι μόνο να φαντασιώνεται ερωτικά όργια, αλλά και να τα κάνει πράξη, δεν ήταν καμιά φοβερή επανάσταση. Το αντίθετο: ήταν άλλη μια αισθητικοποίηση ανδρικών φαντασιώσεων. Πορνό με υπόθεση, πορνό που η ευρύτερη κοινωνία δέχεται πιο εύκολα, αλλά πορνό. Με όλη τη χυδαιότητα της λέξης. Η Εμμανουέλα της Sylvia Kristel έγινε ένα τεράστιο ποπ είδωλο, αλλά ποτέ δεν υπήρξε ένα πρότυπο γυναίκας. Αυτά για τα οποία την κατηγορούσε τότε το φεμινιστικό κίνημα ήταν πέρα ως πέρα αλήθεια.

Και αυτό ήταν το μεγαλύτερο δράμα της ηθοποιού. Κάθε της απόπειρα να πράξει κάτι άλλο κατέληγε στην αντιμετώπισή της ως μιας πόρνης του σελιλόιντ. (Μην ξεχνάμε τη ρίζα της λέξης πορνό, είτε αυτό είναι soft είτε hardcore…) Ως φανατικός θιασώτης της ποπ κουλτούρας, έχω καταβροχθίσει όποια συνέντευξη της Kristel έχει τύχει να πέσει στα χέρια μου. Και πάντα με συνάρπαζε –και περισσότερο με μελαγχολούσε– ένα πράγμα: η ηθοποιός μιλούσε κάπως αποστασιοποιημένα για τις φιλοδοξίες της, τις σπουδές της, τις ξένες γλώσσες που μιλούσε (πέντε), την αγάπη της για τον κινηματογράφο. Όλα πέθαναν όταν την αγκάλιασε η Εμμανουέλα. Όταν έγινε δεύτερη σάρκα επάνω της.

Και μετά ήλθε το βιβλίο της. Έγραψε το «Undressing Emmanuelle» το 2007, παρέα με τον Jean Arcelin, τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Chrysler Jeep Dodge Γαλλίας. Γιατί χρησιμοποίησε αυτόν ως συγγραφέα; Ο λόγος είναι ότι ο Arcelin είχε κι αυτός μετατραπεί σε κάτι άλλο από αυτό που ήθελε να γίνει. Είχε ξεκινήσει γράφοντας, αλλά η οικογένειά του δεν τον άφησε ποτέ να εξελιχθεί σε συγγραφέα. Έπρεπε να γίνει επιτυχημένος επιχειρηματίας. Μια πόρνη των business θα μπορούσε να καταλάβει μια πόρνη του σινεμά καλύτερα απ’ όλους. Και ένας καταπιεσμένος συγγραφέας να περιγράψει το δράμα της τέλεια.

Το βιβλίο ήταν μια αποκάλυψη. Το σύμβολο της γαλλικής χειραφέτησης (όπως το πουλούσαν οι παραγωγοί της «Εμμανουέλας» την δεκαετία του ’70) ήταν τελικά μια Ολλανδή ηθοποιός που ξεκίνησε από το μόντελινγκ (το 1973 είχε κερδίσει τον τίτλο Miss TV Europe) και που μισούσε όχι μόνο το πορνό, αλλά ακόμη και την ιδέα της γύμνιας. Δέχτηκε να παίξει την Εμμανουέλα γιατί την έπεισαν ότι ήταν ένα καλλιτεχνικό project. Η μία της στιγμή αφέλειας, στα 22 της, όρισε και την υπόλοιπη ζωή της.

Το καλύτερο πράγμα που έχω ποτέ διαβάσει για την Sylvia Kristel, το έχει γράψει ο Guardian για το βιβλίο της. Νομίζω ότι τα λέει όλα: «Πρόκειται για το είδος του βιβλίου που θέλεις να βάλεις στα χέρια των παικτών του "Big Brother", των αστέρων του "X-Factor", των ανθρώπων που ανέβασαν στην κορυφή των bestsellers το βιβλίο της Jordan, της Victoria Beckham –στα χέρια καθενός, τέλος πάντων, που προσυπογράφει τον όρο “glamour model”. Διάβασέ το, θέλω να τους πω, και μετά άντε και ρίξε κάτι πάνω σου, αγάπη μου».

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

17 Οκτ 2012

Arcade Fire - Crucified Again


Από το χρυσούν σωτήριον έτος 2010, μια χρονιά που οι μουσικόφιλοι ευτύχησαν να ακούσουν μαζεμένα όσα αριστουργήματα δεν (φαίνεται πως) πρόκειται να ακούσουν μέσα στην επόμενη δεκαετία, σχεδόν όλοι οι πρωταγωνιστές επανεμφανίστηκαν φέτος με νέα άλμπουμ. Άλλοι ένα, άλλοι περισσότερα κλικ υποδεέστερα του magnum opus τους εκείνης της χρονιάς. Οι Beach House είναι και πάλι εδώ, το ίδιο και ο Gonjasufi, οι Black Keys, ο Flying Lotus, οι Crystal Castles, οι Mumford & Sons, οι Tame Impala, μέχρι και ο Caribou (υπό το νέο του όνομα όμως, το Daphni). Οι μόνοι που λείπουν είναι οι Arcade Fire.

Δεν είναι τυχαίο. Η κορυφαία μπάντα της χρονιάς εκείνης (και, ως τώρα, και της δεκαετίας –όπως ήταν και την προηγούμενη) χάρη στο «The Suburbs», δεν πρόλαβε να «αναρρώσει» από την θριαμβευτική υποδοχή και διάδοση του άλμπουμ της έξω από τους indie κύκλους. Το βραβείο Grammy που έβαλε το όνομα των Arcade Fire βαθιά μέσα στο στόμα (στο λαρύγγι πιθανότατα) του κάθε τζαστινμπιμπερόφιλου, οι δεκάδες εμφανίσεις τους στα πιο μεγάλα φεστιβάλ και οι αξέχαστες στιγμές που χάρισαν σε όσους τυχερούς κατάφεραν να απολαύσουν την κορυφαία μπάντα του πλανήτη στην πιο μεγάλη της ώρα, όλα αυτά ήταν επόμενο να αφήσουν τα όποια σχέδια για τη συνέχεια του «The Suburbs» σε δεύτερη μοίρα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι Arcade Fire έπαψαν να συνθέτουν.

Μετά το «Abraham's Daughter» που πρωτοακούσαμε στις αρχές Μαρτίου και το οποίο συμπεριλήφθηκε στο soundtrack του «The Hunger Games», ένα δεύτερο καινούργιο κομμάτι τους έκανε την εμφάνισή του τις τελευταίες ημέρες. Το είχαν παίξει και νωρίτερα φέτος σε ένα gig τους στην Αϊτή, την πατρίδα της Regine Chassagne, αλλά κανείς δεν πρόλαβε να αρπάξει το κινητό του, να το γράψει και να το ανεβάσει στο YouTube. Κάτι που συνέβη προχθές στη Νέα Υόρκη, πιθανότατα με την επιθυμία της ίδιας της μπάντας, αφού το «Crucified Again» ανέβηκε από τον λογαριασμό των Arcade Fire. Και μάλιστα, παρέα με την είδηση: «Το νέο άλμπουμ των Arcade Fire έρχεται την επόμενη χρονιά, όπως επιβεβαίωσε η Mercury Records».

Όσο για το κομμάτι; Η πρώτη εντύπωση είναι ότι τα μεγαλεία δεν πειράζουν ούτε τρίχα από αυτό που ξέρεις πως είναι οι Arcade Fire. Το «Crucified Again» είναι μια ήπια εκδοχή των gospel στοιχείων που γέμιζαν το «Neon Bible», χτίζεται σιγά σιγά και ωριμάζει με τον τρόπο που ανέδειξαν ουκ ολίγα κομμάτια του «The Suburbs», αλλά αφήνει και λίγη ακατέργαστη ωμότητα να αναδύεται εδώ κι εκεί, θυμίζοντας λίγο «Funeral». Αν τα διπλά και τριπλά φωνητικά δεν ήταν τόσο –α λα U2– κατευναστικά και η κορύφωση του Win Butler δεν ήταν τόσο μικρή σε διάρκεια, θα μιλούσαμε ήδη για το επόμενο Arcade Fire classic. Αλλά μέχρι να τελειώσει το νέο άλμπουμ τους, υπάρχει πολύς καιρός για βελτιώσεις.

Άκουσέ το παρακάτω:


(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

16 Οκτ 2012

Γιατί μας αρέσει ακόμη ο Μποντ;



Όταν το 1962 ο Μυστικός Πράκτωρ 007 προσγειώθηκε παρέα με τον «Δρ. Νο» στις κινηματογραφικές αίθουσες, άπλωσε ένα κοσμοπολίτικο βερνίκι σ’ ένα κόσμο μάλλον μουντό. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στη δεκάδα με τις πιο μεγάλες εμπορικές κινηματογραφικές επιτυχίες εκείνης της χρονιάς, θα ανακαλύψει έξι ασπρόμαυρες ταινίες («Σκιές και Σιωπή», «Ο άνθρωπος της Μαντζουρίας», «Λολίτα», «Η Δίκη», «Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς», «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;»), την πολεμική περιπέτεια που δεν έλειπε τότε από καμμία σοδειά («Η μεγαλύτερη μέρα του πολέμου») και, φυσικά, τα πολύωρα έπη – συνταγή της εποχής για συγκομιδή Όσκαρ («Λώρενς της Αραβίας» και «Η κατάκτηση της Δύσης»).

Ο «Δρ. Νο» με την παιδική υπόθεση, το άθλιο καστ (πλην του Τζόζεφ Γουάιζμαν στο ρόλο της ζωής του, ως ο ομώνυμος «κακός») και τις συνεχείς αναφορές στην τρέχουσα επικαιρότητα ήταν μια ταινία εντελώς παράταιρη προς την σοφιστικέ ή επική νόρμα της εποχής (προσθέστε και το «Ελ Σιντ» που παιζόταν ακόμη σε γεμάτα σινεμά, από την περασμένη χρονιά, για να συμπληρώσετε την εικόνα). Και αυτό ήταν το πιο σημαντικό συστατικό της επιτυχίας του. Στην ουσία αποτελούσε την κινηματογραφική εισαγωγή στα swinging sixties, με την ελαφράδα του, τα εξωτικά του τοπία (η ιστορία του διαδραματίζεται στην Τζαμάικα) και τη μουσική του. Και με την Ούρσουλα Άντρες να αναδύεται φορώντας το περίφημο λευκό μπικίνι από το νερό της Καραϊβικής, ο «Δρ. Νο» γέμισε τις κινηματογραφικές αίθουσες για πρώτη φορά με αφορμές για σύμβολα της ποπ κουλτούρας, μιας έννοιας που επίσης είχε μόλις γεννηθεί...

Ο κόσμος αγκάλιασε με θέρμη αυτό το νέο είδος θεάματος και η Eon Productions, η εταιρεία που είχε αγοράσει τα δικαιώματα για τις νουβέλες του Ίαν Φλέμινγκ ήταν έτοιμη να τού προσφέρει κι άλλο υλικό –και να το βελτιώσει χρόνο με το χρόνο. Ο «Δρ. Νο», άλλωστε, βγήκε στα σινεμά με σκοπό να αποτελέσει τον «πιλότο» για μια τηλεοπτική σειρά, αλλά η αναπάντεχη επιτυχία του έπεισε τον Άλμπερτ Μπρόκολι και τον Χάρι Σάλτζμαν να την συνεχίσουν στη μεγάλη οθόνη. Φέτος η «σειρά» γιορτάζει μισό αιώνα διάρκειας...

Το 1973, 11 χρόνια μετά το ντεμπούτο του, ο Τζέιμς Μποντ χρειαζόταν λίφτινγκ. Από τη μία γιατί ο Σον Κόνερι έδειχνε ήδη πολύ γέρος για να συνεχίσει να υποδύεται τον ήρωα (και το πείραμα με τον Τζορτζ Λέιζενμπι δεν αγκαλιάστηκε με ενθουσιασμό από το κοινό), από την άλλη γιατί και ο κόσμος είχε αλλάξει πια. Και, όπως είπαμε, ο 007 δεν ενθουσίαζε το κοινό με το βάθος των νοημάτων του ή με τις επικές του ιστορίες, ούτε με τις συγκλονιστικές ερμηνείες των ηθοποιών του. Την δουλειά την έκαναν οι εύκολες εντυπώσεις και η ποπ κουλτούρα: Μια φωτογραφία του Γιούρι Γκαγκάριν στο σοβιετικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης, μια Aston Martin διαλυμένη στον τοίχο του εργοστασίου του «Χρυσοδάκτυλου», μια εντυπωσιακή Ιταλίδα να καβαλάει μια 650άρα BSA A65 ήταν αρκετά. Και βέβαια, η Νάνσι Σινάτρα, η Σίρλεϊ Μπάσεϊ και ο Τομ Τζόουνς να ερμηνεύουν το τραγούδι των τίτλων που αυτόματα γινόταν χιτ της εποχής. Ο Μποντ ήταν η εποχή του. Και το ’73 ο Ψυχρός Πόλεμος ή οι παρανοϊκοί «κακοί» που τού έδιναν νόημα ύπαρξης (τι θα ήταν άραγε ο 007 χωρίς τον Μπλόφελντ;) ήταν πια «παλιακοί».

Ο Ρότζερ Μουρ ήλθε για να αποδομήσει τον Μποντ των ‘60s και ένας πιο απτός κίνδυνος, τα ναρκωτικά, επιστρατεύτηκαν για να τον φέρουν πιο κοντά στον θεατή των ‘70s. Ο 007 επαναπροσδιοριζόταν υπέροχα, ακριβώς την στιγμή που το χρειαζόταν, με το «Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν», την καλύτερη κατά την ταπεινή μου άποψη ταινία της σειράς. 22 χρόνια μετά, με το «Goldeneye» του 1995, ο Μποντ επαναπροσδιορίστηκε για δεύτερη φορά, αποδίδοντας την τρίτη καλύτερη μέχρι τότε (μετά και τον «Χρυσοδάκτυλο») ταινία της σειράς. Η θλιβερή παρένθεση Τίμοθι Ντάλτον που υποβίβασε τον Μποντ σε έναν ακόμη ήρωα αστυνομικής περιπέτειας (από το status του αρχετυπικού σύγχρονου action hero που οι υπόλοιποι αντέγραφαν) χρειαζόταν ένα γερό αντίδοτο. Οι κακοί έγιναν τρομοκράτες και αργότερα, στο «Το αύριο ποτέ δεν πεθαίνει», βαρώνοι των media και ο Πιρς Μπρόσναν ξεπέρασε σε στυλ ακόμη και τον ίδιο τον Σον Κόνερι.

Αλλά ήταν στο «Casino Royale» του 2006 όταν η Eon Productions έδωσε τα ρέστα της, ξεπερνώντας και το «Goldeneye». Επιστρατεύοντας τον καλύτερο ηθοποιό που έχει παίξει ποτέ τον ρόλο, έπιασε τον 007 από τα γενοφάσκια του και τον ξανάκτισε σε κάθε του λεπτομέρεια –αφού η ανάγκη για αναγέννηση ήταν τότε πιο επιτακτική από ποτέ. Ναι, το Βότκα Μαρτίνι είναι ακόμη το αγαπημένο του κοκτέιλ, αλλά όταν τον ρωτούν αν το πίνει κουνημένο ή κτυπημένο, ο Ντάνιελ Κρεγκ απαντά «δεν με νοιάζει». Ναι, και η αγαπημένη του σαμπάνια περνάει από την οθόνη, αλλά ο νέος 007 δεν ξέρει καν πώς να την προφέρει. Την παραγγέλνει ως «Μπόλινγκερ», όταν ο Μουρ και ο Κόνερι την απολάμβαναν ως «Μπόλιντζερ». Και ναι, εδώ θα πει για πρώτη φορά τρεις λέξεις που δεν περίμενες ν’ ακούσεις ποτέ από το στόμα του: «Ι love you». Και όταν το αντικείμενο της αγάπης του χαθεί, στο «Quantum of Solace» που ακολουθεί, ο νέος 007 δεν θα ρίξει καν στο κρεβάτι το «κορίτσι του Μποντ», την εντυπωσιακή Όλγκα Κιουριλένκο. Μα είναι πράγματα αυτά;

Το γιατί ο Τζέιμς Μποντ συνεχίζει να μας αρέσει δεν έχει μια κοινή απάντηση για όλους. Για μένα, ας πούμε, είναι όλες αυτές οι αυτοαναφορές από ταινία σε ταινία, τα «κλεισίματα ματιού» προς το φανατικό του κοινό. Όταν, για παράδειγμα, ο Τζορτζ Λέιζενμπι στην αρχική σκηνή του «Στην υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητας» σώζει μια καλλονή από το θάνατο, αλλά εκείνη εξαφανίζεται χωρίς ούτε ένα πεταχτό φιλί, πλησιάζει την κάμερα και δηλώνει «αυτό δεν συνέβη ποτέ στον άλλον τύπο», εννοώντας τον Κόνερι. Για άλλους είναι το κάστινγκ των Bond girls ή η αποκάλυψη του νέου gadget. Για πολλούς, το τραγούδι των τίτλων, αφού οι ταινίες του 007 δεν ορίζουν μόνο το κινηματογραφικό τοπίο.

Αυτό που όλοι μας έχουμε κοινό είναι ο εθισμός σε μια συνταγή που άλλαξε το σινεμά και εισήγαγε την ποπ κουλτούρα πριν μισό αιώνα και που έκτοτε άλλαξε ίσα ίσα τα συστατικά της, μόνο όσο χρειαζόταν για να μείνει φρέσκια. Κράτησε τα κορίτσια, τους φοίνικες, τις καταδιώξεις με αυτοκίνητα, τα three pieces κοστούμια, τη βότκα αντί του τζιν στο μαρτίνι. Και πρόσθεσε ακριβώς ό,τι χρειαζόταν για να επιβιώσει στην εποχή του. Όταν, ας πούμε, χρειάστηκε να πάει στο διάστημα, γιατί στους κινηματογράφους σάρωνε ο «Πόλεμος των Άστρων», ο Τζέιμς Μποντ απλά πήγε στο διάστημα («Επιχείρηση: Μουνρέικερ»). Και σε μια σειρά που αγαπάς, κάτι τέτοια ανεκδιήγητα τα συγχωρείς. Γιατί ξέρεις πως το επόμενο επεισόδιο θα είναι καλύτερο.

(Γράφτηκε για το περιοδικό "Κ" της "Καθημερινής")

11 Οκτ 2012

James Bond for Dummies



Χρειάζεται να περάσει μισός αιώνας, να ανοίξουν τα αρχεία των κρατών και η υστερινή γνώση να σβήσει από το υποσυνείδητο προκαταλήψεις και φανατισμούς που γεννιούνται την στιγμή των γεγονότων, για να μπορέσει κανείς να γράψει Ιστορία. Τι κάνουμε όμως με την τελευταία 50ετία; Πώς μαθαίνουμε ή ξαναθυμόμαστε τι συνέβη στον πλανήτη από το 1962 μέχρι σήμερα;

Μια ευχάριστη μέθοδος είναι να ξαναπαίξουμε τις 22 ταινίες του «Μυστικού Πράκτωρα 007». Το σύμπαν του Τζέιμς Μποντ λειτουργεί σαν μια κλειδαρότρυπα σε γεγονότα που όρισαν τον (δυτικό) κόσμο τις τελευταίες 5 δεκαετίες. Δεν βλέπεις ολόκληρη την εικόνα, αλλά αυτό που μπορείς να δεις είναι ένα πικάντικο, απολαυστικό, «γεμάτο» θέαμα. Με άπειρες δόσεις Ποπ Κουλτούρας –ενός υποτιμημένου κομματιού της Ιστορίας, ίσως γιατί πριν τα ‘60s δεν υπήρχε καν ως όρος.

Η Ιστορία και η Ποπ Κουλτούρα αποτελούν και το λόγο για τον οποίον μας αρέσει ακόμη ο Μποντ. Παρέα με μερικές ακόμη λεπτομέρειες: Κατ’ αρχάς ο 007 είναι το αρχέτυπο του μοντέρνου action hero. Πάνω σ’ αυτόν χτίστηκε ένα ολόκληρο είδος κινηματογραφικής περιπέτειας που δεν είχε πια για πρωταγωνιστή κάποιο νουάρ ντέτεκτιβ, κάποιο βιβλικό ήρωα ή ένα σκληροτράχηλο στρατιώτη. Ο Τζέισον Στάθαμ οδηγά και δέρνει σαν τον Μποντ, ενώ ο Τζέισον Μπορν αντιγράφει μέχρι και τις μισές συλλαβές απ’ το όνοματεπώνυμό του.

Με εξαίρεση το ανεκδιήγητο «Πέθανε μια άλλη μέρα» (2002), δεν υπάρχουν computer graphics στις περιπέτειες του 007. Μόνο κασκαντέρ και προσεγμένες σε κάθε λεπτομέρεια σκηνές δράσης. Οι ταινίες του είναι απίθανες παραγωγές. Οι σκηνές σχεδόν αληθινές. Ποιος δεν θυμάται το άλμα του Πιρς Μπρόσναν στο κενό, για να προλάβει ένα ακυβέρνητο αεροπλάνο στο «Goldeneye» (1995), το βυτιοφόρο του Τίμοθι Ντάλτον που ισορροπεί στις μισές του ρόδες στο «License to Kill» (1989) ή την καταδιώξη του μικρού αεροπσκάφους που πιλοτάρει ο Ρότζερ Μουρ στο «Octopussy» (1983); Ακόμη και οι ταινίες της δεκαετίας του ’60 (με την εξαίρεση ίσως της πρώτης, του περίφημου «Δρ. Νο», που γυρίστηκε με σκοπό να αποτελέσει τον «πιλότο» για μια τηλεοπτική σειρά), ως παραγωγές απέχουν παρασάγγας απ’ ό,τιδήποτε άλλο έβγαινε την εποχή τους. Ξαναδείτε το «Από τη Ρωσία με αγάπη» (1963), για παράδειγμα, ή την –κατά κοινή αποδοχή- καλύτερη ταινία της σειράς, τον «Χρυσοδάκτυλο» (1964).

Παίζουν, βέβαια, ρόλο και οι τοποθεσίες. Τα νησιά Πι Πι στην Ταϊλάνδη, είναι ένα από τα πιο όμορφα σημεία στον κόσμο. Τα γνωρίσαμε σαν «το σπίτι» του κ. Σκαραμάνγκα, του «Ανθρώπου με το Χρυσό Πιστόλι» (1974). Η Ούρσουλα Άντρες δεν αναδύεται από τη θάλασσα ενός οποιουδήποτε νησιού. Το φόντο του «Δρ. Νο» (1962) είναι η εξωτική Τζαμάικα. Το αρχηγείο του Μπλόφελντ στο «Στην Υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητος» (1969) είναι το πανέμορφο εστιατόριο «Πιτζ Γλόρια» στην κορυφή του Σίλθορν, στις ελβετικές Άλπεις... Στο «Τhunderball» (1965)  ξεχνάς τον απολαυστικό κακό, τον Εμίλιο Λάργκο, και το άγχος σου μην σκοτώσει τον ήρωα, όσο απολαμβάνεις την υποβρύχια καταδίωξη με τα ψαροντούφεκα, που χάρισε και στην σειρά των ταινιών του 007 ένα Όσκαρ (στα ειδικά εφέ).

Οι περιπέτειες του Μποντ είναι κινητές καρτ ποστάλ. Ως εκ τούτου, αποτέλεσαν το τέλειο όχημα για ολόκληρες διαφημιστικές καμπάνιες. Ο 007 ως εργαλείο μάρκετινγκ (θυμίσου τα Rolex Submariner των Κόνερι και Μουρ, τις BMW του Μπρόσναν και, βέβαια, την εναλλαγή της Bollinger με την Dom Perignon ως «επίσημης» σαμπάνιας από ταινία σε ταινία) είναι κι αυτός ένας λόγος για την αγάπη μας. Όλα είναι ωραία σε μια διαφήμιση. Αθώα. Και οι περιπέτειες του Μποντ μοιάζουν με μεγάλες διαφημίσεις όσο καμμία άλλη ταινία.

Είναι και τα κορίτσια του, βέβαια. Είναι και ο ίδιος. Εκείνες ποθητές, πανέμορφες, συνεπείς εκπρόσωποι της εποχής τους. Οι εκθαμβωτικές καμπύλες της Όνορ Μπλάκμαν – Πούσι Γκαλόρ στον «Χρυσοδάκτυλο», το βγαλμένο από διαφήμιση λακ μαλλί της Μπάρμπαρα Μπαχ – Ρωσίδας κατασκόπου στο «Η κατάσκοπος που μ’ αγάπησε» (1977), τα συγκλονιστικά μάτια της Εύας Γκριν – Βέσπερ Λιντ στο «Casino Royale» (2006)...

Και οι Μποντ, ραμμένοι στην Saville Row (Κόνερι και Μουρ), από τον Brioni (Μπρόσναν) ή από τον Tom Ford (Κρεγκ), πάντα ωραίοι, πάντα πρότυπα στυλ, πάντα οδηγώντας τα πιο εντυπωσιακά αυτοκίνητα και παίζοντας με τα πιο εξελιγμένα γκάτζετ, αναδύονται ατσαλάκωτοι από υπερβολικά άκομψες καταστάσεις για να πετάξουν μια ατάκα που βρίθει από βρετανικό φλέγμα. Ο 007 τα κάνει όλα τόσο προσιτά, τόσο απλά. Ξέρεις ότι είναι απίθανο να αντιδρούσες έτσι, αν βρισκόσουν στη θέση του, αλλά όχι και αδύνατο.

Όμως σχεδόν ξεχάσαμε την Ιστορία και την Ποπ Κουλτούρα. Το πώς ο Γιούρι Γκαγκάριν γίνεται ο πρώτος άνθρωπος στο διάστημα το 1961 (για να φιλοξενηθεί σε μια φωτογραφία του «Από τη Ρωσία με Αγάπη», δύο χρόνια μετά). Το πώς ο Ψυχρός Πόλεμος βρίσκεται στο απώγειό του στα ‘60s, αλλά αντικαθίσταται από νέους δαίμονες στη συνέχεια: Ναρκωτικά στα ‘70s, στο κορυφαίο «Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν» (1973), βαρώνοι των media στα ‘90s, όπως ο Έλιοτ Κάρβερ του «Το αύριο ποτέ δεν πεθαίνει» (1997). Και, βέβαια, ο Μποντ θα πάει στο διάστημα με το «Moonraker» (1979), όταν κάνει σουξέ ο «Πόλεμος των Άστρων», θα ντυθεί μουσικά με τους Duran Duran («A View to a Kill» - 1985) και την Adele («Skyfall» - φέτος), θα εκμεταλλευτεί την ιαπωνική υπεροχή των ‘60s, τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο και την επικράτησή των Ιαπώνων στην αυτοκίνηση («Ζεις μονάχα δυο φορές» -1967)...

Τελικά, αν το καλοσκεφτεί κανείς, ο λόγος που μας αρέσει ακόμη τόσο πολύ ο Μποντ είναι ο εξής: Όλα τα παραπάνω (η τρέχουσα ιστορία, η ποπ κουλτούρα της, ένα τραγούδι για τους τίτλους, το κοκτέιλ και το κορίτσι της εποχής, η αντρική μόδα, το εξωτικό τοπίο – τουριστικός προορισμός) ως επαναλαμβανόμενα στοιχεία μιας επιτυχημένης συνταγής κάνουν τις ταινίες του 007 κάτι σαν μια τηλεοπτική σειρά με μεγαλύτερη από το σύνηθες διάρκεια. Και σε μια τηλεοπτική σειρά, στην οποίαν είσαι εθισμένος, εύκολα συγχωρείς ένα κακό επεισόδιο. Γιατί ελπίζεις ότι το επόμενο θα είναι καλύτερο.

9 Οκτ 2012

50 χρόνια James Bond. 007 αφορμές για γιορτή



(Με το "Skyfall" να έρχεται μέσα στο Νοέμβριο, το ΠΠC ετοιμάζεται να φιλοξενήσει μια μακρά σειρά κειμένων που θα συνεχίσουν την παράδοση του "The 007 Countdown" που εγκαινιάστηκε πριν το "Quantum of Solace". Αν δεν ξέρεις για τι μιλάμε, οφείλεις να τα διαβάσεις όλα. Είναι η πεμπτουσία του Πο Πο Culture! και ο καλύτερος οδηγός που θα βρεις ποτέ για τις ταινίες του Μυστικού Πράκτορος 007.)


Ας μην μπούμε καν στην διαδικασία να απορήσουμε με την έννοια «Παγκόσμια Ημέρα James Bond». Ας κάνουμε τη χάρη στον εαυτό μας απλώς να την απολαύσουμε. Ακομπλεξάριστα. Και με λίγο στυλ.

Ακολουθούν 7 «best of the best» από την 50ετή καριέρα του 007 στη μεγάλη οθόνη. Μπορείτε να τα μετατρέψετε σε tips. Να απολαύσετε το καλύτερο κοκτέιλ (και το πιο όμορφο κορίτσι), να γελάσετε με την καλύτερη ατάκα, να προσπαθήσετε το πιο τρομερό κασκαντεριλίκι (not), να κάτσετε, τέλος πάντων, μέσα σήμερα και να δείτε την καλύτερη ταινία της σειράς James Bond. Ή να απολαύσετε τις JamesBondομαχίες που θα προκύψουν από την εντελώς υποκειμενική λίστα που έστησα:

001. Το καλύτερο κοκτέιλ
Το εξής ένα: Βότκα-μαρτίνι. Κουνημένο, όχι ανακατεμένο. Για κάποιον εντελώς αδιανόητο λόγο υπάρχουν μπάρμεν σήμερα –ακόμη και σε «κοκτεϊλικώς ψαγμένα» μαγαζιά του κέντρου– που όταν τους λες «βότκα μαρτίνι», βάζουν πάγο, βότκα και λίγο Martini Bianco και σού σερβίρουν ικανοποιημένοι με τον εαυτό τους αυτή την αηδιαστική σούπα. Έλεος, κύριοι!

Βότκα-μαρτίνι μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: Μια εναλλακτική του πιο κλασσικού κοκτέιλ, του dry martini, με τη βότκα να αντικαθιστά το τζιν ως βασικό συστατικό και μια φλούδα λεμονιού αντί της ελιάς στο γαρνίρισμα. Είναι ένα από τα πιο δυνατά και διακριτικά την ίδια ώρα κοκτέιλ και –προσωπική μου άποψη– ιδανικό για το ξεκίνημα της βραδιάς, ειδικά αν υπάρχει και φαγητό στη συνέχεια. Όποιος θέλει να το δοκιμάσει σπίτι, μπορεί να το φτιάξει πανεύκολα. Θα χρειαστεί ένα σέικερ (εκτός αν το αναμείξει με το κουταλάκι, αυτό που μετά βδελυγμίας απορρίπτει ο 007 ως «ανακατεμένο» – ταιριάζει περισσότερο στο κλασικό κοκτέιλ, με το τζιν), μπόλικο πάγο και ένα ποτήρι του μαρτίνι (το ψηλό, τριγωνικό, κολωνάτο) και βέβαια ξηρό βερμούτ και βότκα.

Η συνταγή: Κατ’ αρχάς γεμίζεις με πάγο το άδειο ποτήρι του μαρτίνι. Γεμίζεις με πάγο μέχρι τη μέση και το σέικερ. Ρίχνεις στο σέικερ 3-4 μεζούρες βότκα και ένα κουταλάκι extra dry βερμούρ (σαν το Martini Extra Dry – προσοχή, όχι το σύνηθες Martini Bianco!) και το κουνάς. Βγάζεις τον πάγο από το ποτήρι, σουρώνεις και τον πάγο από το σέικερ, όσο γεμίζεις το παγωμένο ποτήρι με το επίσης παγωμένο περιεχόμενο του σέικερ. Γαρνίρεις με μια φλούδα λεμονιού στο μήκος ενός δακτύλου και στο πάχος του μισού. Καταναλώνεις αμέσως, πριν ζεσταθεί.




002. Η καλύτερη ατάκα
Το φλεγματικό χιούμορ του James Bond είναι παροιμιώδες. Έχετε σίγουρα στο μυαλό σας τώρα τον Roger Moore (ειδικά αυτόν, που έχει πρωταγωνιστήσει και στις πιο «κωμικές» από τις ταινίες της σειράς) και τον Sean Connery να κοιτάζουν δήθεν ατάραχα και να ξεστομίζουν κάτι επικά ξεκαρδιστικό. Αλλά την καλύτερη ατάκα της ιστορίας του 007 την έχει πει ο τεράστιος George Lazenby, το 1969, στο «Στην Υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητος». Στην αρχική σκηνή, πριν καν πέσουν οι τίτλοι, σώζει μια καλλονή από την αυτοκτονία, αλλά και από τους διώκτες της (από διπλό κακό δηλαδή). Κι εκείνη, αντί να ορμήσει στην αγκαλιά του, απλά φεύγει. Ο Lazenby γυρίζει προς τον φακό και χαμογελώντας παρατηρεί «Αυτό δεν συνέβη ποτέ στον άλλο τύπο», υπονοώντας τον ως τότε James Bond, Sean Connery, που έριχνε τα κορίτσια απλά και μόνο εμφανιζόμενος στην κάμερα.


003. Το καλύτερο αυτοκίνητο
Πολλά έχουν γραφτεί για την Aston Martin DB5 που ο Sean Connery διαλύει στο εργοστάσιο του «Χρυσοδάκτυλου», για να την παραλάβει και πάλι άθικτη από τον Q στο «Επιχείρησις: Κεραυνός» και η οποία θα επιστρέψει φέτος για χάρη του Daniel Craig. Αλλά, ας σοβαρευτούμε. Όταν υπάρχει η Lotus Esprit S1 Turbo που στο «Η Kατάσκοπος Που Μ’ Αγάπησε» μετατρέπεται σε υποβρύχιο, αλλάζοντας για πάντα την ιστορία της αυτοκίνησης, όλα τα υπόλοιπα δίτροχα, τρίτροχα και τετράτροχα (και νταλίκες) που οδήγησε ποτέ ο Bond, μοιάζουν με αυτοκινητάκια Matchbox.


004. Το καλύτερο gadget
O αναπτήρας που γίνεται το χρυσό πιστόλι του «κακού» Σκαραμάνγκα; Το κινητό τηλέφωνο - τιμόνι της BMW 750 στο «Το Aύριο Ποτέ Δεν Πεθαίνει»; Τα γυαλιά με τις ακτίνες Χ που επιτρέπουν στον Pierce Brosnan να βλέπει τις ζαρτιέρες των κοριτσιών και τα πιστόλια των αγοριών στο «Ο Κόσμος Δεν Είναι Αρκετός»; Χμμμμ, τα gadgets του 007 και των αντιπάλων του είναι αναρίθμητα. Απρόβλεπτα. Εξωφρενικά. Αλλά αγαπημένο μου είναι ένα: Το Rolex Submariner του «Ζήσε Κι Άσε Τους Άλλους Να Πεθάνουν». Αυτό με το μαγνήτη. Που ο Roger Moore χρησιμοποιεί για να ξεκουμπώσει το φόρεμα της Miss Caruso και να εισπράξει την ατάκα της "Sheer magnetism, darling". Γιατί το καλό το gadget δεν είναι αυτό που κάνει αυτό που ο Q το έχει κατασκευάσει για να κάνει. Το καλό το gadget είναι αυτό που σε κάνει να το θυμάσαι για πάντα. Όχι τυχαία, σε μια δημοπρασία πέρσι στη Γενεύη, το εν λόγω ρολόι έπιασε κάπου 350.000 ευρώ…




005. To καλύτερο stunt
Στην προ τίτλων σκηνή του “Goldeneye” ο Pierce Brosnan ξεπερνάει σε υπερβολή και τις πιο τραβηγμένες σκηνές του "Rambo". Βουτάει από ένα γκρεμό για να προλάβει ένα ακυβέρνητο αεροπλάνο που πέφτει στο κενό. Μπαίνει μέσα, το πιλοτάρει και περνάει επιδεικτικά πάνω από τους κακούς την ώρα που το αρχηγείο τους γίνεται γης μαδιάμ… Τι άλλο θες;


006. Το καλύτερο Bond girl
Aυτή η επιλογή είναι πιο δύσκολη κι απ’ το να διαλέξεις τον καλύτερο Bond (που είναι ο Roger Moore, εννοείται). Με τις Ursula Andress, Britt Ekland, Halle Berry να έχουν γράψει τέτοια ιστορία για τις εμφανίσεις τους με τα μαγιώ, θα νομίζεις ότι η μπίλια τώρα θα κάτσει κάπου εκεί. Αλλά όχι. Γιατί στον "Χρυσοδάκτυλο", η Honor Blackman υποδύεται την Pussy Galore (τι όνομα! Βγαλμένο από πορνοταινία των 80s), το αρχετυπικό, δηλαδή, κορίτσι του 007, με τις καμπύλες του, το μαλλί κομμωτηρίου, ξανθό και στιλπνό, με κοφτερές ατάκες και επικίνδυνες συνήθειες. Και –το κορυφαίο–, λεσβία στο βιβλίο του Ian Fleming.





007. Η καλύτερη ταινία
Στο IMDB  την πιο ψηλή βαθμολογία την έχει μαζέψει το «Casino Royale» (7.9), ένα δέκατο πάνω από τον «Χρυσοδάκτυλο». Στα internetικά polls είναι πάλι οι δυο τους που κονταροκτυπιούνται για την πρώτη θέση. Οι «πιουρίστες» fans θα ψέλλιζαν κάτι για το «Από τη Ρωσία με αγάπη» και το «Δρ. Νο». Ο «Δρ. Νο» είναι αντικειμενικά μετριότατος, αλλά είναι η πρώτη ταινία της σειράς, οπότε φέρει ειδικό βάρος. Και το «Από Tη Ρωσία Mε Aγάπη» είναι όντως εξαιρετικό, αλλά δεν είναι ακριβώς 007. Στην πραγματικότητα, είναι στην τρίτη ταινία της σειράς, στον «Χρυσοδάκτυλο» του 1964 που συστηνόμαστε πραγματικά με τον ήρωά μας. Τα βίτσια του, το στυλ, τα gadgets, το αρχετυπικό κορίτσι (βλ. παραπάνω), όλα είναι εδώ. Και αν δεν έχεις δει ποτέ σου ούτε μία ταινία James Bond, από εδώ πρέπει να ξεκινήσεις.

Αλλά είναι δεδομένο ότι έχεις δει. Γι’ αυτό και θα εκτιμήσεις περισσότερο την δική μου επιλογή για την πρώτη θέση. Ταξίδεψε στο 1973 και απόλαυσε τον Roger Moore, στη πρώτη του εμφάνιση ως «Πράκτωρ 007», να αποδομεί τον James Bond και να τον ξαναστήνει με μαγικό τρόπο. Το «Ζήσε Κι Άσε Τους Άλλους Να Πεθάνουν», αποκαθηλώνει όλα τα στερεότυπα που ήξερες μέχρι τότε. Μέχρι και οι κακοί δεν είναι πράκτορες του Ψυχρού Πολέμου ή κάποιοι που εκβιάζουν τον κόσμο με ανατινάξεις και άλλα τέτοια φαιδρά. Είναι πραγματικοί κακοί, τύποι που πουλάνε ναρκωτικά και καλύπτονται από πολιτικούς. Και, βέβαια, το τραγούδι τίτλων το έχει γράψει ο Sir Paul McCartney. Αν και, αν με ρωτήσεις για το αγαπημένο μου κομμάτι, μάλλον θα σου τραγουδήσω το επικό “Thunderball” του Tom Jones.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

8 Οκτ 2012

#mousikomaxies. Tomorrow


Ίδιος τίτλος άλλο τραγούδι. Ποιο είναι το καλύτερο "Tomorrow" απ' όλα;


Υπάρχουν λέξεις που γίνονται εύκολα τίτλοι τραγουδιών. Το «αύριο», ας πούμε, γεμάτο ελπίδα ή απελπισία, γεμάτο υποσχέσεις ή τρόμο, γεμάτο συναίσθημα ή ορθογραφικά λάθη (έλα, παραδέξου ότι τις μισές φορές βάζεις δύο “m” και ένα “r” στο “tomorrow”) είναι μια λέξη ταμάμ για τίτλος τραγουδιών. Δεν της έχουν αντισταθεί ούτε οι πιο μεγάλες μπάντες του πλανήτη. Ποιος όμως έχει τραγουδήσει το καλύτερο “tomorrow” απ’ όλα;


U2 (από το “October” του 1981)
Τότε που ο Edge είχε αφάνα και ο Bono ήταν τόσο συμπαθής, τα τραγούδια των U2 ήταν γεμάτα συναίσθημα. Ειδικά το “Tomorrow”, ένα κομμάτι που ο Bono έγραψε για τη μάνα του, την οποίαν είχε χάσει όταν ήταν μικρός, και που ξεκινά με μια ανατριχιαστική εισαγωγή με ιρλανδέζικες γκάιντες, ήταν η πηγή πολλών δακρύων και ο λόγος που μια ολόκληρη γενιά μεγάλωσε θεωρώντας τους U2 την καλύτερη μπάντα όλων των εποχών.


Silverchair (από το “Frogstomp” του 1995)
Την εποχή που μεσουρανούσαν οι Pearl Jam και που ο θάνατος του Kurt Cobain ήταν ακόμη πρώτο θέμα συζήτησης, ένα χρόνο μετά, το «αύριο» οποιουδήποτε πιτσιρικά γούσταρε να παίζει μουσική δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο από grunge. Οι Αυστραλοί Silverchair με το ντεμπούτο τους προσπάθησαν να αποδείξουν στον κόσμο ότι είναι οι πιο άξιοι αντιγραφείς των Pearl Jam. Αλλά, μέσα στην παντελή έλλειψη πρωτοτυπίας και έμπνευσης, δεν έλειπαν τα τραγούδια που η ξεπατικωσούρα καθόταν καλά. Και το “Tomorrow” ήταν το κορυφαίο από αυτά.


Kiss (από το “Unmasked” του 1980)
Σε ένα άλμπουμ φουλ στα «γεμίσματα», αυτό ήταν το πιο «γέμισμα» απ’ όλα. Το “Unmasked” είναι το πιο ξεχασμένο από τις δουλειές των Kiss στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 και όχι τυχαία. Ήταν μια ξεπέτα του κερατά. Και το “Tomorrow”, ένα από αυτά τα τραγούδια που κανονικά διακυβεύουν το «αύριο» μιας μπάντας. Δύο χρόνια αργότερα, όμως, κυκλοφόρησαν το “Creatures of the Night” και απεκατεστησαν την τάξη…


Morrissey (από το “Your Arsenal” του 1992)
Μετά το απογοητευτικό “Kill Uncle” της προηγούμενης χρονιάς, ο Morrissey χρειαζόταν κάτι που να αποδεικνύει ότι υπήρχε «αύριο» γι’ αυτόν και χώρια από τους Smiths. Το “Your Arsenal” είναι ίσως ο πιο ροκάδικος, ο πιο δυναμικός δίσκος της σόλο καριέρας του και το “Tomorrow” τοποθετήθηκε στρατηγικά στο τέλος του, για να τον κλείσει με την καλύτερη υπόσχεση.


Europe (από το “Out Of This World” του 1988)
Ήταν το άλμπουμ που ήλθε μετά το “Final Countdown”. Και ήμουν 13 ετών. Και χορεύαμε «μπλουζ» στα πάρτυ με τα κορίτσια που γουστάραμε. Για κάτι τέτοια τραγούδια και τις αναμνήσεις που μας άφησαν, θα υμνώ για πάντα το hair metal των 80s.


James (από το “Wah Wah” του 1994)
Ξέρω, είναι δείγμα coolness να κοροϊδεύεις τους James και την προσήλωση του ελληνικού κοινού σ’ αυτούς, αλλά πρέπει να φοράς πραγματικά παρωπίδες για να μην μπορείς να εκτιμήσεις το μεγαλείο του “Laid” (1993), ενός από τα πιο επιδραστικά άλμπουμ των 90s. Παράλληλα με αυτό, δούλευαν –παρέα με τον Brian Eno– κι εκείνο το περίεργο “Wah Wah”. Στην ουσία ήταν μια σειρά από τζαμαρίσματα, από ανολοκλήρωτα κομμάτια και θορύβους, τα «απόνερα» κατά κάποιο τρόπο του “Laid” –ένα “behind the scenes” ηχητικό ντοκιμαντέρ για ένα σπουδαίο άλμπουμ. Ανάμεσα στα 23 του –ο Θεός να τα κάνει– τραγούδια, υπήρχε και ένα ολοκληρωμένο. Με αρχή, μέση, ρεφρέν και τέλος. Το “Tomorrow”. Ίσως το καλύτερο κομμάτι που έγραψαν ποτέ οι James και σίγουρα ο δικός μου νικητής για τις σημερινές #mousikomaxies.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

4 Οκτ 2012

Κατάφεραν τα smartphones να σκοτώσουν την πλήξη;


Προσπαθώ να παραμείνω παραδοσιακός commuter. Ίσως και υπερβολικά παραδοσιακός. Σε βαθμό γραφικότητας δηλαδή. Τον τελευταίο καιρό πασχίζω να στριμώξω στην τσάντα μου την 1.400 σελίδων Ιστορία της Ευρώπης του Norman Davies, για τη μιάμιση ώρα στο τρένο μπρος και πίσω από τη δουλειά. Γύρω μου, βέβαια, όλο και περισσότεροι παίζουν με τα δάχτυλά τους πάνω σε ένα smartphone καθ’ όλη την διάρκεια της άχαρης μετακίνησης.

Κάποιος μπουμπουνάει θυμωμένα πουλιά σε γουρούνια, άλλος τσεκάρει το Facebook του, οι πιο «προχώ» συνθέτουν ευφάνταστες ιστοριούλες των 140 χαρακτήρων για το Twitter. Κάποιος ίσως και να διαβάζει την Ιστορία της Ευρώπης του Norman Davies από κάποιο γαμάτο app που αγνοώ και που θα ελαχιστοποιούσε τον πόνο στον αυχένα μου από το βάρος της τσάντας. Δεν υπάρχει πια κενός χρόνος. Το smartphone έχει δώσει τη λύση.

Ήμουν κι εγώ φανατικός οπαδός του στην αρχή. Και, το ομολογώ, με βολεύει ουκ ολίγες φορές και τώρα: Δεν είναι δυνατόν να κουβαλάω βιβλία όλη την ώρα. Στο αυτοκίνητο, περιμένοντας ένα ραντεβού που άργησε θα κάνω ένα πέρασμα από το timeline μου, να απολαύσω τον καβγά της ημέρας και να πυροδοτήσω κι εγώ το κλίμα με τίποτε #mousikomaxies. Στην ουρά στην Εφορία ανοίγω το chat με τους συναδέλφους για να λύσω κανα-δυο θεματάκια και να μην τα βρω μαζεμένα όλα όταν γυρίσω στο γραφείο. Και το βράδυ, μέχρι να μου φέρει το ποτό ο μπάρμαν, θα το βγάλω από την τσέπη και θα τσεκάρω στο Foursquare αν βρίσκεται εκεί ή στο διπλανό μαγαζί κάποιος γνωστός.

Με λίγη προετοιμασία και λίγη όρεξη, μπορείς να γεμίσεις κάθε δευτερόλεπτο της άλλοτε πλήξης σου με κάτι που αφορά ένα app και ένα δάχτυλό σου. Κάποτε για να τσεκάρεις τα e-mails σου ή για να πάρεις κανα πρωτάθλημα με την ΑΕΚ, έπρεπε να βρεθείς μπροστά στον υπολογιστή σου (για το δεύτερο χρειαζόσουν και το Football Manager και λίγη έρευνα για να φέρεις όλους τους «ελεύθερους» που θα εξελίσσονταν σε παικταράδες από την πρώτη κιόλας χρονιά). Τώρα το κάνεις και στα όρθια. Και παντου. Και γιατί όχι;

Χμ, έχω κανα-δυο λόγους γιατί όχι. Κάποιοι από αυτούς ευθύνονται για το βαρύ βιβλίο στην τσάντα μου. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι δεν διαβάζω πια. Ακόμη και στην αίθουσα αναμονής του γιατρού (ή στον κουρέα), τα περιοδικά που κάποτε μού εξασφάλιζαν τα προς το ζην, άρχισα τα αγνοώ. Tα φιλτράκια του Hipstamatic έμοιαζαν να έχουν περισσότερο ενδιαφέρον.

Στο δρόμο, το βλέμμα σταμάτησε να ξεφεύγει. Το «έξω από το παράθυρο» αντικαταστάθηκε από ένα «μέσα στην οθόνη». Βαθιά χωμένος, εξίσου αφηρημένος, αλλά με παραστάσεις υπερβολικά όμοιες, χοντροκομμένα «κοινές». Και στο μπαρ; Χαμένο και το φλερτ, χαμένη και η άσκοπη παπαρολογία, η επικοινωνία με τον άλλον, για να το πω πιο κομψά. Ούτε καν «μήπως ξέρεις ποιο κομμάτι είναι αυτό;» δεν ρωτούσα πια. Είχα για σύμβουλο το Shazam.

Φέτος είναι η χρονιά – κλειδί για τα smartphones. Στις ΗΠΑ (και κάτι μου λέει πως ισχύει το ίδιο και στην Ελλάδα), οι κάτοχοι smartphones είναι πλέον περισσότεροι από εκείνους που χρησιμοποιούν απλό κινητό. Το 2012 ορίζει το χρονικό σημείο από το οποίο το τηλέφωνο έπαψε να είναι απλά ένα τηλέφωνο. Τόση διασκέδαση και τόση ευκολία να κάνεις τις δουλειές σου, όλα μέσα στην παλάμη σου, λογικό είναι να πεις αντίο στην πλήξη.

Ή μήπως όχι; Ήδη κάποιες μελέτες δείχνουν πως η χρήση του smartphone κάθε ώρα και στιγμή αφαιρούν μεν από το «κενό» την βαρεμάρα του, αλλά ισοπεδώνουν και όλο τον υπόλοιπο χρόνο, τον «γεμάτο», κάνοντάς τον τελικά βαρετό. Λειτουργεί σχεδόν σαν την σχέση του καπνιστή με το τσιγάρο. Με την «θέλω να έχω κάτι στα χέρια μου» έννοιά του. Όχι, η λύση δεν είναι να πάρεις κομπολόι.

Η σύγχρονη κοινωνία σε θέλει σε διαρκή εγρήγορση. Και ένα smartphone στα χέρια σου είναι το απόλυτο όπλο για να ικανοποιήσεις τις απαιτήσεις της. Το ζήτημα είναι αν αυτό το θες κι εσύ. Γιατί, γεμίζοντας κάθε δευτερόλεπτο της ζωής σου με την ευκολία ενός app, χάνεις κάτι από την δημιουργικότητα με την οποία αντιμετώπιζες την βαρεμάρα παλιότερα, όταν τα κινητά δεν ήταν «έξυπνα», όταν δεν υπήρχαν κινητά. Η υπερπληροφόρηση από κάθε πλευρά, κάθε στιγμή, αφήνει λίγο χώρο για τις δικές σου σκέψεις. Και η παροχή τόσης γνώσης, τελικά εξοστρακίζει τη γνώση που ο ίδιος διψάς για να αποκτήσεις, αυτήν που θα έμενε στο μυαλό σου για πάντα.

Αν είσαι από αυτούς που παλιά, πριν το iPhone, σκότωναν το χρόνο τους ζωγραφίζοντας λιοντάρια σε χαρτοπετσέτες, σκαρώνοντας μελωδίες με σφυρίγματα, ή φαντασιωνόμενοι γυμνές τις κοπέλες που περνούσαν από μπροστά τους (για να το κάνω και λίγο kinky), σκέψου το ξανά πριν το βγάλεις από την τσέπη. Aς το στην ησυχία του και ξαναγίνε δημιουργικός. Αν, πάλι, είσαι από τους άλλους, που έπαιρναν τηλέφωνο κάθε γνωστό τους, ουρλιάζοντας στα αυτιά των γύρω τους, τότε ξέχνα όσα διάβασες ως εδώ. Αλληλούια στο WhatsApp και το Facebook που σε κρατάνε μακριά μου όσο προσπαθώ να διαβάσω την Ιστορία μου.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)