Το γραφείο του λυκειάρχη με δυσκολία χωρούσε όλα τα μέλη της εφορευτικής επιτροπής και τους δεκαπέντε εκλεκτούς του συμβουλίου των μαθητών. Δεν θυμάμαι το όνομά του, αλλά θυμάμαι πως ήταν ένας πράος άνθρωπος, η επιβολή του οποίου βασιζόταν στο ότι μιλούσε χαμηλόφωνα κοιτάζοντάς σε στα μάτια, στο κύρος που του έδινε η συγγραφή ενός από τα βιβλία των μαθηματικών που διδάσκονταν στο Γυμνάσιο και, φυσικά, στην ευκολία με την οποία μοίραζε αποβολές -συνήθως μιας ή δύο ημερών- ως απάντηση σε οποιαδήποτε απειθαρχία ή τραμπουκισμό, από αυτούς που λατρεύαμε να επιδιδόμαστε μια στο τόσο για να διασκεδάζουμε την πλήξη μας ως καθωσπρέπει βουπουδάκια. Το πρόβλημά του εκείνη τη στιγμή ήταν πως θα έπρεπε να αποβάλει πολύ κόσμο μαζί. Και αυτό μάλλον θα προκαλούσε σάλο στη μικρή κοινωνία της Φιλοθέης. Οπότε προτίμησε να μπει στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων. Εμείς, πάλι, κοιταζόμασταν συνωμοτικά μεταξύ μας όσο μας εξηγούσε ότι αυτό που είχαμε κάνει ήταν απαράδεκτο και, σίγουροι για το ότι θα τη γλιτώναμε πανηγυρικά, παρότι είχαμε μόλις πραγματοποιήσει την ελεεινότερη σπίλωση του ονόματος του σχολείου μας στην ιστορία, χώναμε τους αντίχειρες στην τσέπη της σχολικής μας στολής, αναμένοντας την τελική του πρόταση.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, οι ποδιές είχαν εξαφανιστεί από τα ελληνικά σχολεία, αλλά στο Γυμνάσιο και το Λύκειο της Φιλοθέης δέκα, δεκαπέντε χρόνια μετά, συνεχίζαμε να φοράμε κανονικά σχολική στολή. Από κάτω προς τα πάνω: Timberland - φώκιες, κάλτσες με ρόμβους, ελάχιστα ξεβαμμένο Levi’s 501, με το οποίο απαραίτητα είχαμε ξαπλώσει για κάποιες ώρες μέσα σε γεμάτη με κρύο νερό μπανιέρα, μονόχρωμο Polo by Ralph Lauren και καφέ Wayfarers της Ray-Ban, που αργότερα έδωσαν τη θέση τους στα ασημένια ή μαύρα Oakley. Οταν έπιαναν τα κρύα, αλλάζαμε τις φώκιες με κίτρινα ορειβατικά (πάντα Timberland) και φορούσαμε πάνω απ’ το Polo ένα -συχνά σε φλούο χρώματα- φούτερ κάποιας εταιρείας που είχε σχέση με κάποιο τρέντι σπορ, σερφ, σκέιτ ή σκι, συνήθως O’ Neill και Quicksilver. Εκείνη την ημέρα του φθινοπώρου είχε μεν ήλιο, αλλά το αεράκι ήταν δροσερό και στο γραφείο του λυκειάρχη ευδοκιμούσαν υπέροχοι φούξια, λιλά, κοραλί ώμοι που από πάνω τους περνούσαν μια στο τόσο τα προσεγμένα δάκτυλα των συμμαθητριών μας, για να μαζέψουν την πλούσια ξανθή κόμη τους και να αποκαλύψουν για λίγο τους χορταστικούς κρίκους που κρέμονταν απ’ τα αυτιά τους. Ηταν ένα απολαυστικό -για τον περιορισμό του χώρου και το στενόχωρον του λόγου που μας στρίμωχνε εκεί- θέαμα, καταπραϋ-ντικό της απόλυτης βαρεμάρας που μας καταλάμβανε σταδιακά, όσο ο παλιός θρύλος της μαθηματικής επιστήμης μακρηγορούσε προς την τελική λύση του δράματος.
Συμβιβαστήκαμε να μην ανακοινώσουμε τις ψήφους δίπλα στα ονόματα των εκλεχθέντων για το δεκαπενταμελές. Τα σταλινικού τύπου ποσοστά που είχαν λάβει, χάρη στην εκτεταμένη νοθεία στην οποία είχαμε προβεί εμείς της εφορευτικής, θα ήταν ένα πρωτοφανές σκάνδαλο για το σχολείο. Και από τη στιγμή που, χωρίς νοθεία, πάλι οι ίδιοι θα εκλέγονταν πάνω-κάτω (απλώς θέλαμε να εξαντλήσουμε την παιδική μας σκληρότητα, ανακοινώντας 3 ή 4 όλες κι όλες ψήφους σε συμμαθητές μας που αντιπαθούσαμε, την ίδια ώρα που οι σημαντικότεροι εχθροί τους θα λάμβαναν 322 σταυρούς από ένα σώμα 345 συνολικά εκλογέων), δεν ήταν και τόσο φοβερή υποχώρηση. Ο λυκειάρχης, εξ άλλου, είχε ενδείξεις και όχι αποδείξεις. Και έτσι η ατιμώρητη αυτή κατάλυση κάθε μορφής δημοκρατίας έγινε η σημαντικότερη ανάμειξή μου στα κοινά. Ημουν μέλος του δεκαπενταμελούς στο Γυμνάσιο, βέβαια, αλλά τότε οι αποφάσεις ήταν πολύ περιορισμένες. Στα πάρτι του σχολείου δεν μπορούσαμε να φέρουμε μπίρα. Ως εκ τούτου το μέγα δίλημμα ήταν το «Fanta ή Ηβη;» - που δεν ήταν καν δίλημμα γιατί κουβαλούσαμε μόνοι μας τα καφάσια και η Ηβη έδρευε τότε στο Μαρούσι, που ήταν κοντά...
Ναι, η πολιτική και οι εκλογές ήταν ανέκαθεν συνυφασμένα με τη διασκέδαση και το χαβαλέ, τουλάχιστον στη δική μου συνείδηση, από πάντα - πολύ καιρό πριν εμφανιστεί στα πολιτικά μας πράγματα η φίλη Ελενα Ράπτη και τα περίφημα προεκλογικά της πάρτι. Μετάνιωσα για την ανεύθυνη πράξη της νοθείας όταν πια βρέθηκα στη Φιλοσοφική, ανάμεσα στα τραπεζάκια με τους πραγματικά συνειδητοποιημένους συμφοιτητές μου, αλλά δεν με έθελξε τόσο ο αγώνας τους και η μαχητικότητά τους στα αμφιθέατρα, όσο το κάλλος των κοριτσιών της ΔΑΠ. Η ΔΑΠ είχε πάντα τις πιο ωραίες γκόμενες. Κυρίως στη Νομική και στο Οικονομικό... Το αποτέλεσμα ήταν να εγκαταλείψω τις επάλξεις του Ζωγράφου και να συχνάζω στα πέριξ της Σόλωνος και στις εσπερίδες της παράταξης στο εκάστοτε Privilege, συνάπτοντας διπλωματικές σχέσεις και υπογράφοντας θολές συμφωνίες με βότκα πορτοκάλι ή ό,τι άλλο πίναμε τότε.
Αν ο βαθμός σοβαρότητας της ενασχόλησης με τα κοινά προδίδει και την υπευθυνότητά μας, τότε προφανώς είμαι απολύτως ανεύθυνος πολιτικά. Στις δημοτικές ψήφισα τον Δορύλαο Κλαπάκη (υποθέτω ότι δεν χρειάζεται καν να εξηγήσω γιατί) και την παρούσα προεκλογική περίοδο την παρακολούθησα αποκλειστικά μέσω των ξεκαρδιστικών σχολίων της πιο hip από τις δικτυακές κοινότητες στο Twitter. Αλλά δεν είμαι σίγουρος πως η εξίσωση σοβαρότητας - υπευθυνότητας ισχύει. Εχω μια άλλη θεωρία. Οτι μπορεί ο εν λόγω βαθμός σοβαρότητας να εξαρτάται περισσότερο από το δείκτη ιδιοτέλειας, ανικανότητας ή φαιδρότητας των προσώπων που μου ζητούν να είμαι λίγο πιο σοβαρός. Και έχοντας μεγαλώσει με πολιτικές έννοιες όπως «Pampers», «υπόθεση Οτσαλάν» και «Κίμων Κουλούρης», αρνούμαι να ανεβάσω έστω και λίγο τον δικό μου δείκτη.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
(Exitorial, GK Οκτωβρίου - Κυκλοφορεί στις 4/10/2009)
1 σχόλιο:
Δορύλαος Κλαπάκης φορέβα!
(εννοείται ότι δεν το πίστεψα κ έπρεπε να το γκουγκλάρω πριν πέσω κάτω)
Δημοσίευση σχολίου