31 Δεκ 2007

Η λογοτεχνία στο ραδιόφωνο: ο Αδύνατος Άντρας

Το γεγονός ότι εδώ και περίπου δυο-τρεις δεκαετίες, η αστυνομική λογοτεχνία έχει ανυψωθεί στο βάθρο της κανονικής λογοτεχνίας, είναι πάντα ανακουφιστικό για όλους εμάς που αγαπάμε την παραλογοτεχνία και που, ανάμεσα στον Οδυσσέα και το Αντίο Γλυκιά Μου, θα προτιμήσουμε πάντα το δεύτερο. Το σκεφτόμουν αυτό, όταν βρέθηκα σε ένα βιβλιοπωλείο και στον πάγκο με τα χριστουγεννιάτικα είδα, δίπλα στα (βαρετά μέχρι θανάτου, μεταξύ μας) Χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, έναν τόμο με χριστουγεννιάτικα αστυνομικά διηγήματα. Το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν συγκαταλέγει στα εποχιακά αστυνομικά το καλύτερο που έχει γραφτεί ποτέ. Ίσως γιατί στο μυαλό μας έχουμε την εικόνα των Χριστουγέννων στην αγγλική εξοχή, οπότε μας έρχεται πιο κοντινό ένα αφήγημα όπως το Έγκλημα τα Χριστούγεννα της Αγκαθα Κρίστι, που μυρίζει μπράντι και παλιές βιβλιοθήκες και χριστουγεννιάτικη πουτίγκα με δηλητήριο.
Το καλύτερο χριστουγεννιάτικο αστυνομικό όμως εξελίσσεται στη Νέα Υόρκη του μεσοπολέμου, σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο, όπου καταλύει ο παλαίμαχος ντετέκτιβ Νικ Τσαρλς (εκ του Χαραλαμπίδης), μαζί με τη γυναίκα του, τη Νόρα και το σκυλί τους. Είναι ζάπλουτοι (εκείνη είναι κληρονόμος), είναι εκλεπτυσμένοι, έχουν χιούμορ και είναι αλκοολικοί (πίνουν δυο ποτά κάθε σελίδα) και αναλαμβάνουν να λύσουν το μυστήριο γύρω από την εξαφάνιση ενός εφευρέτη. Όλα αυτά συμβαίνουν στον Αδύνατο Άντρα, του Ντάσιελ Χάμετ, του ανθρώπου που είναι μάλλον ο γενάρχης του noir και που στη συνείδησή μας είναι συνδεδεμένος με κυνικούς ήρωες όπως ο Σαμ Σπέιντ και με μια κάπως στεγνή, κοφτή αφήγηση - αλλά στο χαλαρό, ανάλαφρο κλίμα της υψηλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης του μεσοπολέμου δίνει ρέστα. Έχω διαβάσει το βιβλίο 2-3 φορές μέχρι τώρα και περνάω θαύμα κάθε φορά. Όχι τόσο για την πλοκή, όσο γι' αυτό το απίθανο ζευγάρι ντετέκτιβ, που συνάρπασε το αμερικανικό κοινό και γέννησε μια σειρά κινηματογραφικών αστυνομικών κομεντί.

Ο Γουίλιαμ Πάουελ ήταν ο ιδανικός για να ενσαρκώσει την ιδέα ενός gentleman detective, και σε συνδυασμό με την Μύρνα Λόι, έφτιαξαν ένα ζευγάρι ανάλογο με αυτό που σήμερα θα ήταν ο Τζορτζ Κλούνεϊ με την Τζούλια Ρόμπερτς. Ήταν τόσο καλή η χημεία τους και η σαμπανιζέ ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν, που ξέχναγες, βλέποντας το the Thin Man, ότι η πλοκή παρουσιάζεται με απίστευτη προχειρότητα. Ήταν δε τόσο μεγάλη η επιτυχία, που ακολούθησαν κι άλλες ταινίες στη σειρά Thin Man (παρά το γεγονός ότι ο Αδύνατος Άντρας του βιβλίου, ήταν ο εξαφανισμένος εφευρέτης και όχι ο πληθωρικός ντετέκτιβ).
Την ταινία την έχω δει μια φορά, στο TCM, στη Nova, στο σπίτι κάτι φίλων μου, σε άγριες συνθήκες - ήταν τα γενέθλιά μου, και τα γιόρτασα σπίτι τους. Είχα δει στο πρόγραμμα ότι δείχνει την ταινία το TCM, και είχα ζητήσει να πάω να τη δω. Η ταινία ξεκίνησε κατά τις 3 το πρωί. Που σημαίνει ότι εκείνοι κοιμήθηκαν, και με άφησαν στο καθιστικό τους να απολαμβάνω μια απαρχαιωμένη αστυνομική κομεντί του '34. Αργότερα, βρήκα και τη ραδιοφωνική εκδοχή της ταινίας - υπό μορφή θεατρικού έργου, στο πλαίσιο του Lux Radio Theater (όπου Lux, το γνωστό σαπούνι των αστέρων) - πάντα με τον Πάουελ και τη Λόι στους ρόλους του αλκοολικού debonnaire ζεύγους. Κι επειδή τέτοια πράγματα πρέπει να τα μοιράζεται κανείς, το ανεβάζω για να το κατεβάσεις, να το περάσεις στο iPod σου (ή όποιο άλλο mp3-ό-φωνο προτιμάς), να ξαπλώσεις στον καναπέ σου, να βάλεις κι ένα ουίσκι με σόδα και να το απολαύσεις.

29 Δεκ 2007

Δεν ντρέπεσαι ρε Τζιν (Χάκμαν);

Για ένα παιδί γεννημένο την δεκαετία του '70 και μεγαλωμένο την δεκαετία του '80, η εβδομαδιαία επίσκεψη με τον μπαμπά του στο video club της γειτονιάς, απαιτούσε οπωσδήποτε μία στάση μπροστά στο ράφι με τις τέσσερις ταινίες του Superman. Όταν τις προάλλες ο καλός μου φίλος Παναγιώτης έμεινε με το στόμα ανοικτό, ακούγοντας τον άλλο καλό φίλο, το Γιώργο, να του περιγράφει την υπόθεση του "Superman IV" που είχε παίξει πριν λίγες μέρες η Nova (ο Παναγιώτης, παρ' ότι τις απόκριες λατρεύει να ντύνεται υπερήρωας - μοντέλο, δεν είχε δει την τελευταία ταινία του Κρίστοφερ Ριβ στον ρόλο του ατσαλένιου ανθρώπου), επέμεινε ότι η παρέα έπρεπε να συναντηθεί και να παρακολουθήσει παρέα το φιλμ. Στην αρχή τον χλεύασα. Παρ' ότι δεν θυμόμουν ούτε μια σκηνή από την ταινία, ήξερα ότι θα μου φαινόταν τελείως παιδική 20 χρόνια μετά... Με το που ξεκίνησε δε, με τον Τζιν Χάκμαν στον ρόλο του κατάδικου Λεξ Λούθορ στα καταναγκαστικά έργα, άρχισα να κράζω τους υπόλοιπους που δέχτηκαν να υποστούν αυτό το μαρτύριο. Αδίκως... Τα υπόλοιπα 88 λεπτά αποδείχτηκαν μερικά από τα πιο αστεία που έχω ζήσει ποτέ στην ζωή μου!

Ίσως ο λόγος που ποτέ δεν γυρίστηκε μια καλή παρωδία των ταινιών με σούπερ ήρωες ήταν ότι το "Superman IV" είχε προλάβει να καλύψει το κενό. Παρ' ότι ο Κρίστοφερ Ριβ (αιωνία του η μνήμη!) ένοιωθε ήδη από την τρίτη ταινία ότι έπρεπε να λήξει το παραμύθι του ατσαλένιου ανθρώπου γιατί είχε αρχίσει να κουράζει το κοινό, πείστηκε από τους νέους παραγωγούς της ταινίας να γυρίσει μια τέταρτη συνέχεια, με αντάλλαγμα να του χρηματοδοτήσουν οποιοδήποτε άλλο φιλμ ήθελε να κάνει ο ίδιος. Σενάριο δεν υπήρχε και ο αθώος ιδεαλισμός του Ριβ -του οποίου οι αποφάσεις έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο "Superman IV"- σε συνδυασμό με τα οικονομικά προβλήματα των παραγωγών, οδήγησαν σε ένα πανηλίθιο story με πυρηνικά όπλα και την ανάγκη για αφοπλισμό... Στην ταινία συμπρωταγωνιστούν άνθρωποι που είμαι σίγουρος ότι θα ήθελαν πολύ να το ξεχάσουν (όπως οι τιμημένοι με Όσκαρ Τζιν Χάκμαν και Τζιμ Μπρόουντμπεντ -ο πρώτος ως Λεξ Λούθορ και ο δεύτερος ως μια καρικατούρα "αδίστακτου" έμπορου όπλων), όλες οι ερμηνείες είναι επιπέδου ελληνικής σειράς της μεσημεριανής ζώνης, τα εφέ και τα σκηνικά είναι όχι απλά λιτά, αλλά βρωμάνε φτώχεια σε κάθε πλάνο (τα σχοινιά που κρατάνε τους ιπτάμενους ανθρώπους φαίνονται σχεδόν πάντα!), ωστόσο το "Superman IV" είναι μια πραγματική απόλαυση.

Και μόνο για τις ψυχροπολεμικές επιρροές (ο κακός Nuclear Man -που γεννήθηκε από το DNA του Superman, όταν αυτό εκτοξέυθηκε στον ήλιο μέσα σε ένα κουτάκι!- μοιάζει με Ρώσο κομάντο, ο Superman ισιώνει δύο φορές την αμερικανική σημαία στην Σελήνη και πολλά τέτοια), μόνο για τις δύο απίστευτες μονομαχίες στο Σινικό Τείχος (ο κακός το γκρεμίζει και ο καλός το ξανακτίζει) και στον Βεζούβιο (ο κακός τον ανάβει και ο καλός τον σβήνει, βουλώνοντάς τον με ένα άλλο βουνό...), μόνο για την σκηνή στο γυμναστήριο με τα αξεσουάρ της Adidas που δεν πιστεύεις ότι έχουν υπάρξει ποτέ, αρκεί για να πάω Δευτέρα πρωί πρωί στο DVD club και ν' αγοράσω την deluxe edition. Έχει και κομμένες σκηνές σαν την παρακάτω (ο πρώτος, αποτυχημένος "Nuclear Man"), ασύλληπτου γέλιου και παρωδίας. Ό,τι πρέπει για τις άγιες τούτες μέρες...

Django Weekend: Woody Allen edition pt3 (και τελευταίο)

Τελευταία στιγμή αποφάσισα να μην πάω στο Γούντι Άλεν. Και δεν εννοώ στο θέατρο Badminton (όπου κατάφερα να βρω πρόσκληση, αν και σκεφτόμουν να αγοράσω κανονικά εισιτήριο, έτσι κι αλλιώς), αλλά στο King George, όπου γινόταν μια μικρή απογευματινή δεξίωση. Ήμουν απασχολημένος στην πρωινή μου δουλειά, αλλά προτιμούσα να διατηρήσω την εικόνα που είχα από την προηγούμενη φορά.
Flashback: όταν είχε ξαναέρθει, πριν από δύο χρόνια, στην Αθήνα, ο Δάσκαλος με κάλεσε στο ξενοδοχείο, όπου ο Γούντι θα συναντούσε μερικούς δημοσιογράφους και διάφορους άλλους (που δεν ξέρω πώς να τους χαρακτηρίσω). Καθυστέρησα, ως συνήθως, κι έφτασα στο χώρο της δεξίωσης λίγα δευτερόλεπτα αφότου βγήκε από το ασανσέρ το τιμώμενο πρόσωπο. Ανάμεσα στις αστραπές των φλας, έβλεπα από μακριά έναν από τους ήρωές μου να περιφέρεται σαστισμένος ανάμεσα σε δημοσιογράφους, εκπροσώπους της πολιτικής ηγεσίας, τον μορφωτικό ακόλουθο της αμερικανικής πρεσβείας και τον Μανώλη Μητσιά (ναι, ξέρω). Κάποια στιγμή, χώθηκα κι εγώ στο σμάρι των ανθρώπων που ζουζούνιζαν γύρω του - ο Δάσκαλος του χάρισε δύο τεύχη του Jazz&Τζαζ, ένα με αφιέρωμα σε παλιές ηχογραφήσεις από τη Νέα Ορλεάνη κι εκείνο με τη μουσική από τις ταινίες του - τα κοίταζε με γνήσια περιέργεια κι ενδιαφέρον. Σαν σε όνειρο, άκουσα να με συστήνουν ως τον άνθρωπο που επιμελήθηκε του αφιερώματος στη μουσική των ταινιών του, αλλά και τον Νο1 γουντιαλενολόγο (ή κάτι τέτοιο) της Ελλάδας. Μου έσφιξε το χέρι και χάθηκε μέσα στα φλας, πηγαίνοντας να μιλήσει με τον Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο και το Θανάση Λάλα. Το όλο πράγμα κράτησε γύρω στα επτά λεπτά. Ήταν εντελώς σουρεαλιστικό. Η συναυλία πάλι, ήταν πολύ καλύτερη από ό,τι φανταζόμουν. Δεν νομίζω πως οτιδήποτε άλλο συνέβαινε σήμερα, θα κατάφερνε να επισκιάσει αυτήν την εμπειρία.
Τι σχέση έχει όλο αυτό με τον Django Reinhardt; Καμία απολύτως. Απλώς, βρήκα ένα κοινό σημείο ανάμεσα στο Quintette Du Hot Club de France και τη Woody Allen New Orleans Band: έχουν και οι δύο ηχογραφήσει το After You've Gone - οι μεν με τη φωνή του Freddy Taylor, οι δε με αυτή του Eddie Davis, που παίζει μπάντζο και είναι η ψυχή της μπάντας του Γούντι. Το θυμήθηκα, ακούγοντας το ίδιο κομμάτι από τον Σίντνεϊ Μπεσέ, ο οποίος είναι ένας από τους ήρωες του Γούντι - και ο λόγος που αποφάσισε να μάθει κλαρινέτο...

28 Δεκ 2007

Αντί Μεταλλουργείου...


Και μόνο για τον τρόπο που διασκευάζουν το ρεφρέν του Back to Black ο Τσάρλι από τους Rumble Strips και το enfant gate του 2007 Μαρκ Ρόνσον, αξίζει να συμπεριληφθεί αυτό το post κάτω από την «δύσκολη» ομπρέλα του Μεταλλουργείου (πρώην «της Δευτέρας»). Επίσης, αυτός είναι ο ιδανικότερος τρόπος να κλείσω μουσικά το χρόνο -ναι, υπόσχομαι να μην ανεβάσω άλλο μουσικόραμα μέσα στο 2007: Η Έιμι Γουάινχάουζ στιγμάτισε το τελευταίο δωδεκάμηνο με τη μουσική της και την περσόνα της όσο κανείς άλλος. Το ότι ο δίσκος της κυκλοφόρησε στα τέλη του 2006 αποτελεί απλώς ένα εμποδιάκι για τον επίδοξο παίκτη του Trivial Pursuit - The 00s edition σε είκοσι χρόνια από τώρα. Όλοι θα θυμούνται το '07 ως τη χρονιά της...

Εξαφανιζόλ των πεντακοσίων...


Όπως σε κάθε περίοδο διακοπών, έχω αφήσει τον πρώην Zelig να αλωνίζει στο blog κι εγώ έχω βάλει ένα δισάκι στον ώμο γυρίζοντας από βουνό σε βουνό, από μπαρ σε μπαρ, από καναπέ σε καναπέ. Κοινώς, έχω μπουκώσει πάλι το αγαπημένο μου Exafanizol (των 500mg) και απολαμβάνω τη ζωή μου, όπως μόνο στις διακοπές του μπορεί να την απολαύσει κανείς. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν παρακολουθώ από κοντά την κίνηση στο «Πο Πο Culture!». Και ότι δεν ανακαλύπτω τα εξής κουφά που συμβαίνουν:

1. Πουλάμε σαν τρελλοί. Με πάνω από 250 επισκέπτες και 350 pageviews κάθε μέρα, ξαναζούμε σχεδόν τις μεγάλες στιγμές που ζήσαμε την περίοδο των εκλογών. Φτάσαμε πια να είμαστε μέσα στα 700.000 blogs με την μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα στον κόσμο (Πο Πο επιτυχία!) Ρε μπας και πρέπει να το κάνουμε τελείως μουσικό το blog;

2. Ο Αυλακιώτης δεν έχει κάνει ούτε ένα σχόλιο, παρ' ότι ο αγαπημένος του πρώην Zelig σολάρει ανενόχλητος. Προφανώς έχει καταπιεί και ο Τζον Exafanizol. Αλλά πάλι, ο Αυλακιώτης πάντα εξαφανισμένος δεν ήταν;

3. Λείπουν κι άλλοι που θα ήθελα πολύ να βλέπω εδώ. Πρόσωπα από τα παλιά και πρόσωπα από τα καινούργια, που δείχνουν τάσεις εξαφανισμού. Το ροζ χάπι είναι μάλλον πιο διαδεδομένο απ' ότι νόμιζα. Ή φταίνε απλώς οι γιορτές;

4. Συνεχίζω να μην έχω καμμία όρεξη να γράψω. Ούτε για τον Ζαχόπουλο που ανέκαθεν θεωρούσα σπουδαία φιγούρα της ελληνικής ποπ κουλτούρας (και γνωρίζετε καλά ότι είμαι αρκετά ασεβής για να ασχοληθώ μαζί του ακόμη και τώρα, υπό αυτές τις συνθήκες...). Κι όμως, δεν μου βγαίνει. Ούτε καν για τον λατρεμένο μου Νικολά (Σαρκοζί) και την Κάρλα Μπρούνι, της μουσικής της οποίας είναι γνωστό ότι αποτελώ φαν -αν και το τελευταίο της άλμπουμ ήταν αφάνταστα βαρετό. Δεν έχω όρεξη να γράψω καν για τα ποδοσφαιρικά, τα σκιερικά, τα τενιστικά... Ούτε να ανεβάσω γυμνές φωτογραφίες πλουσίων σε φυσικά χαρίσματα γυναικών; Μα τι συμβαίνει; Το Exafanizol εξαφανίζει και την έμπνευση;

Blues for Oscar Peterson

Καλά, γιατί δεν μου είπε κανείς ότι πέθανε (χριστουγεννιάτικα) ο Όσκαρ Πίτερσον; Έπρεπε δηλαδή να γυρίσω στο γραφείο και να πέσει το μάτι μου στο site της (του, όπως με διόρθωσαν οι διορθωτές της εφημερίδας) Guardian για να μάθω ότι αυτός ο υπέροχος, κομψός, γενναιόδωρος πιανίστας δεν βρίσκεται πια στη ζωή;
Εντάξει, δεν αντιλέγω, η πραγματική είδηση είναι το ότι ζούσε ο Όσκαρ Πίτερσον - αν και το να είσαι 82 ετών δεν θεωρείται πλέον κανένα κατόρθωμα. Για μένα πάντως, η ιδέα του να ξέρω ότι κάπου σ' αυτόν τον πλανήτη, ζούσε αυτός ο μουσικός, λειτουργούσε πολύ καθησυχαστικά.
The Oscar Peterson Trio w/ Ray Brown (bass) & Ed Thigpen (drums)
People (το έχω λιώσει το We get requests!)

The Oscar Peterson Four w/Joe Pass (guitar), Niels-Henning Orsted Petersen (bass), Martin Drew (drums)
Blues (live in Tokyo, 1983)

27 Δεκ 2007

Για τους κυνικούς μας φίλους

Ανάμεσα σ' όλα τα ζαχαρωμένα εποχιακά τραγούδια που μας πρήζουν από παντού αυτήν την περίοδο, υπάρχει κι ένα που ξεχωρίζει, λάμποντας: το Fairytale in New York, που δεν φανταζόταν κανείς ότι θα γίνει κλασικό, όταν κυκλοφορούσε είκοσι χρόνια πριν.
Κι έχει ενδιαφέρον να σκέφτεσαι ότι το καλύτερο χριστουγεννιάτικο τραγούδι που θα βρεθεί στο δρόμο σου το τραγουδά ένας καμένος τύπος όπως ο Shane, και είναι ένας ύμνος στους απανταχού losers. Φαίνεται όμως ότι κάτι τέτοιο έχουμε περισσότερο ανάγκη - γι' αυτό και το BBC έκανε γαργάρα την απόφασή του να το λογοκρίνει, αφαιρώντας τα βρωμόλογα, καθώς αυτή η κίνηση το έφερε αντιμέτωπο με τη χριστουγεννιάτικη οργή των ακροατών...

25 Δεκ 2007

Βέβαια, δεν έχεις ιδέα τι θα πει "Χριστούγεννα", αν δεν δεις αυτό

Δεν ντρέπομαι καθόλου να ομολογήσω πως το It's a wonderful life είναι μια από τις απολύτως αγαπημένες μου ταινίες. Μια από αυτές που με κάνει να κουλουριάζομαι στον καναπέ γεμάτος ευγνωμοσύνη για τον παραμυθά που την έφτιαξε. Και δεν ντρέπομαι καθόλου να ομολογήσω ότι η σκηνή που η μικρή Μαίρη εξομολογείται τον έρωτά της στο (βαρήκοο) αυτί του Τζορτζ Μπέιλι, με κάνει να δακρύζω κάθε γαμημένη φορά που τη βλέπω. Όταν τελικά η Μαίρη μεγαλώσει (και πάρει τα χαρακτηριστικά της λαμπερής Ντόνα Ριντ), και το ζευγάρι ξανασυναντηθεί, είσαι έτοιμος να γίνεις κρέμα από τη συγκίνηση.
Αν δεν έχεις ιδέα για την ταινία - κι αν τα γλυκερά χριστουγεννιάτικα παραμύθια σε κάνουν να θες να βγεις από το δέρμα σου, ετοιμάσεις να τραβήξεις το φερμουάρ στον αφαλό σου. Γιατί δεν υπάρχει πιο γλυκερό χριστουγεννιάτικο παραμύθι από την ιστορία του Τζορτζ Μπέιλι, που είναι ο καλύτερος άνθρωπος που έζησε ποτέ, αφού θυσίασε τη ζωή του για την οικογένεια και τους συγχωριανούς του, για να στήσει μια μικρή κατασκευαστική εταιρία που βασιζόταν σε ένα είδος στεγαστικών δανείων (ένα είδος πυραμίδας, μεταξύ μας, αλλά μην το πείτε πουθενά), κι ο οποίος περνά το κατώφλι της απελπισίας, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με την οικονομική καταστροφή και την ατίμωση. Είναι όμως παραμονή χριστουγέννων και η απελπισία αυτού του καλού ανθρώπου (που τον υποδύεται ο αρχετυπικός everyman του Χόλιγουντ, ο Τζέιμς Στιούαρτ) φτάνει στ' αυτιά ενός φύλακα άγγελου που τον προλαβαίνει λίγο πριν αυτοκτονήσει για να του δείξει πώς θα ήταν η ζωή στην πόλη του αν εκείνος (όπως ευχόταν) δεν είχε υπάρξει ποτέ. Είναι ίσως το πιο αηδιαστικό μελό που έχει γυριστεί ποτέ - το λατρεύω. Η αλήθεια είναι ότι το 1946 ο Φρανκ Κάπρα ήταν σίγουρος ότι είχε δημιουργήσει μια ταινία που θα συνάρπαζε και θα συγκινούσε το αμερικανικό κοινό. Είχε τεράστιο άδικο. Η ταινία του ήταν μια παταγώδης αποτυχία - τόσο που τον ανάγκασε να κλείσει την εταιρία του, τη Liberty Films (με σήμα την καμπάνα της ελευθερίας) - και να επιστρέψει ατιμασμένος στη σχετική σκλαβιά των μεγάλων στούντιο. Αυτή η αποτυχία ήταν τελικά που επέτρεψε στην ταινία να βρει το κοινό της. Γιατί, αν δεν είχε υπάρξει αποτυχημένη, δεν θα είχε απαξιωθεί τόσο πολύ, ώστε κανένα στούντιο να μη θέλει τα δικαιώματά της, και να καταλήξει στον ατελείωτο κατάλογο ξεχασμένων ασπρόμαυρων ταινιών, με τις οποίες γέμιζαν το πρόγραμμά τους τα νεόκοπα καλωδιακά κανάλια της αμερικανικής τηλεόρασης του '70. Και δεν θα γινόταν από το πουθενά η φθηνή λύση γι' αυτά τα κανάλια να γεμίζουν το εορταστικό τους πρόγραμμα. Και δεν θα την ανακάλυπτε μια νέα γενιά θεατών, αυτή της δεκαετίας του '70, που ήταν έτοιμοι, μετά την εποχή της αμφισβήτησης και της πτώσης των παραδοσιακών αξιών, να αφεθούν στη ζεστή αγκαλιά που προσφέρει αυτή η ταινία. Κι έτσι δεν θα γινόταν ο χριστουγεννιάτικος θεσμός που είναι σήμερα. Για την ιστορία, κάπως έτσι έφτασε να μεταδίδεται και από την ελληνική τηλεόραση - ως μια από τις δεκάδες public domain ταινίες που γέμιζαν το πρόγραμμα καναλιών όπως ο Ant1, το SevenX, η ET3. Τώρα έχει χρόνια να μεταδοθεί. Αλλά την έχω σε DVD, οπότε δεν με νοιάζει.

24 Δεκ 2007

Christmas time is here...

Το ξέρω, είμαι θύμα, αλλά κάθε χρόνο ρίχνω τις αντιστάσεις μου και αφήνομαι να με παρασύρει το "πνεύμα των Χριστουγέννων" με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Κατά τη γνώμη μου υπάρχει μόνο ένας πραγματικά ασφαλής τρόπος να σου συμβεί κάτι τέτοιο. Να αφιερώσεις εικοσιπέντε λεπτά από τη ζωή σου στο μικρό ταινιάκι κινουμένων σχεδίων με τίτλο "Α Charlie Brown Christmas".

Ήταν 1965, τα Peanuts ήταν για 15 χρόνια το πιο επιτυχημένο κόμικ στριπ της Αμερικής - στις αρχές του '60 γεννήθηκε η snoopy mania που έμελλε να γιγαντωθεί τα επόμενα χρόνια και να γίνει παγκόσμια μανία στα '70s.
Ο Charles Schultz δεν ενδιαφερόταν - ακόμα - ιδιαίτερα για όλα αυτά. Τον ένοιαζε μόνο η καθημερινότητα του κόμικ που παρήγαγε με ευσυνειδησία εργατικού μυρμηγκιού. Με μισή καρδιά παραχώρησε τα δικαιώματα στον Bill Melendez και τον Lee Mendelson, που ήθελαν να φτιάξουν ένα ειδικό εορταστικό χριστουγεννιάτικο τηλεοπτικό πρόγραμμα με πρωταγωνιστή τον (ήδη σύμβολο των απανταχού losers) Charlie Brown σε αναζήτηση του πνεύματος των Χριστουγέννων.

Όταν είδαν τι είχαν στα χέρια τους, οι δυο παραγωγοί ήταν σίγουροι ότι είχαν κάνει μια αποτυχία. Το αποτέλεσμα είναι ένα από τα δημοφιλέστερα προγράμματα στην ιστορία της αμερικανικής (και άρα της διεθνούς) τηλεόρασης. Κι όμως, το ταινιάκι έσπαγε τον έναν κανόνα της τηλεόρασης μετά τον άλλο. Όχι μόνο χρησιμοποιούσε παιδάκια που μάθαιναν απέξω λέξεις όπως "commercialism", χωρίς να καταλαβαίνουν τι σημαίνουν, αλλά τόλμησε να κάνει ένα "κωμικό" πρόγραμμα, χωρίς προηχογραφημένα γέλια, κάτι ισοδύναμο με ιεροσυλία.

Όλα αυτά σήμερα είναι βασικά συστατικά του σύμπαντος των Peanuts - ειδικά του τηλεοπτικού που απέχει από το τυπωμένο: τα κινούμενα σχέδια κρύβουν λίγο από το πεσιμιστικό υπαρξιστικό πνεύμα που γέννησε το κόμικ στριπ το 1950 (και το συντήρησε για πενήντα ολόκληρα χρόνια).
Ένα ακόμα συστατικό έπαιξε το ρόλο του: η μουσική, που ανατέθηκε σε έναν πληθωρικό μυστακοφόρο τζαζ πιανίστα από την Καλιφόρνια, τον Βινς Γκαράλντι. Έναν πιανίστα με χαρακτηριστικά "κρουστό" παίξιμο, που τότε γνώριζε σουξέ με τη διασκευή του στο Cast your fate to the wind. Η επιλογή της τζαζ ως soundtrack ενός τέτοιου προγράμματος ήταν ριζοσπαστική επιλογή, αλλά σοφή, όπως αποδείχθηκε. Ο Γκαράλντι δημιούργησε ένα θέμα, το Linus and Lucy, που έμελλε να γίνει το σήμα των κινουμένων σχεδίων των Peanuts - κι ένα από τα πιο όμορφα τζάζι ροκάκια που έχουν γραφτεί ποτέ. Έκανε επίσης μια θαυμάσια τζάζι διασκευή στο "έλατο" και μια πραγματικά συγκλονιστική διασκευή στο "Μικρό Τυμπανιστή" - κάνοντας αυτό το ανυπόφορο κομμάτι να μοιάζει υπέροχο. Κυρίως όμως δημιούργησε ένα ανατριχιαστικής ομορφιάς πρωτότυπο χριστουγεννιάτικο κομμάτι, από αυτά που σε κάνουν να νιώθεις πιτσιρίκι, με το που θα ακούσεις την πρώτη νότα...

22 Δεκ 2007

Django Weekend: Woody Allen edition pt2

Από την περασμένη εβδομάδα, ακούω συνέχεια (κι εναλλάξ) τα δύο cd που έβγαλε το jazz&τζαζ με μουσική από ταινίες του Γούντι Άλεν - και ξανακόλλησα με ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια του Django, που υπάρχει στο προηγούμενο cd: είναι το Out of Nowhere, που δεν είναι ακριβώς κομμάτι του Django, ηχογραφήθηκε από ένα σχήμα με το όνομα Coleman Hawkins & his All Star Jam Band. Προέκυψε όταν ο (πατέρας του τζαζ σαξοφώνου) Κόλμαν Χόκινς, μαζί με τρομπετίστα Μπένι Κάρτερ συνεργάστηκαν για λίγο με τα αστέρια της γαλλικής τζαζ σκηνής (του 1937), για να ηχογραφήσουν μια πλάκα 78 στροφών. Ο Τζάνγκο μοιραία πρωταγωνιστεί στην ηχογράφηση, ενώ αξίζει να σημειωθεί η παρουσία του Στεφάν Γκραπελί στο πιάνο...

Μόλις τελείωσε μια παρανοϊκή εβδομάδα...


21 Δεκ 2007

Συγκεντρωτικά Αποτελέσματα (στο 99,9% της Επικράτειας)

Είθε να είναι το τελευταίο post για την -κατά τ' άλλα υπέροχη- ψηφοφορία σ' ετούτο το blog, διότι το κοινό μας διψά για λίγη ακόμη Τζούλια και Όλγα και μάλλον έχει κουραστεί πια από τους Γιενς Λέκμαν και Κάνιε Γουέστ αυτού του κόσμου...

(Εννοείται ότι η φωτογραφία αριστερά είναι άσχετη με το Top 20 της χρονιάς - την έβαλα γιατί έτυχε να βρεθώ απόψε σε μια συζήτηση οπαδών του "Πο Πο Culture!" που έλεγαν ότι διαλέγουν τι θα διαβάσουν κυρίως με βάση την εικόνα. Παρακάτω τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα της μπλογκογιουροβίζιον. Με έντονα γράμματα τα άλμπουμ που ψηφίστηκαν κι από 'μας εδώ. Με πλάγια αυτά που βρέθηκαν οριακά εκτός της εικοσάδας μας)

30 Besnard Lakes - Are The Dark Horse
29 Kanye West - Graduation
= Nick Cave & Warren Ellis - The Assassination Of Jesse James
27 UNKLE - War Stories
= 65daysofstatic - The Destruction Of Small Ideas
25 Α Place To Bury Strangers - A Place To Bury Strangers
24 Callas - D.I.Y. Or Die
23 Bjork -Volta
22 Βeirut - The Flying Cup
21 LCD Soundsystem - The Sound Of Silver
20 Yeasayer - All Hour Cymbals
19 John Maus - Love Is Real
18 Roisin Murphy - Overpowered
17 I Like Trains - Elegies To Lessons Learnt
16 Richard Hawley - Lady’s Bridge
15 Sunset Rubdown - Random Spirit Lover
14 Εfterklang - Parades
13 Good, Bad & Queen - Good, Bad & Queen
12 Siouxsie - Mantaray
11 Τhe Klaxons - Myths Of The Near Future
10 Arcade Fire - Neon Bible
09 Panda Bear - Person Pitch
08 P.J. Harvey - White Chalk
07 Of Montreal - Hissing Fauna, Are You The Destroyer?
06 Jens Lekman -Night Falls Over Kortedala
05 The Battles - Mirrored
04 Burial - Untrue
03 Feist - Reminder
02 Radiohead - In Rainbows
01 National - Boxer

Για να διαβάσεις πόσους βαθμούς συγκέντρωσε το κάθε άλμπουμ και τις δηλώσεις των πρωταγωνιστών αμέσως μετά τον αγώνα, κάνε κλικ εδώ.

20 Δεκ 2007

Ο,τι θέλει ο λαός!

Ο Ovelikios πριν από λίγο ζήτησε γυμνό. Γυμνό του έχω λοιπόν...


(Προφανώς, ούτε κι εγώ έχω ξεπεράσει ακόμη τη μέθη του Top 20!)

Δεκέμβριος στο Cotton Club: ο παράγων Ρίτσαρντ Γκιρ

Κάνουμε ένα ταξίδι στο χρόνο, για να πραγματοποιήσουμε τη φαντασίωση κάθε φίλου της τζαζ: να περάσει μια βραδιά στο Cotton Club, στην καρδιά του Χάρλεμ, πίνοντας περίεργα ποτά από παράνομα αποστακτήρια.
Για να είμαστε ειλικρινείς, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ένα μέρος του μύθου του Κότον Κλαμπ στην Ευρώπη οφείλεται στον Φράνσις Φορντ Κόπολα. Εκείνος ήταν που το 1984 θέλησε να επαναλάβει το εγχείρημα του Νονού, πείθοντας τον παραγωγό Ρόμπερτ Έβανς να τον χρηματοδοτήσει για να δημιουργήσουν μια ταινία που θα εξελίσσεται στο πιο θρυλικό κλαμπ της Ποτοαπαγόρευσης. Η ιστορία κατέγραφε την τεταμένη σχέση του ιδιοκτήτη Όουενι Μάντεν (εξαιρετικός ο Μπομπ Χόσκινς) με τον γκάνγκστερ Ντατς Σουλτς, μέσα από τα μάτια ενός τρομπετίστα ονόματι Ντιξ (κατά το Μπιξ Μπάιντερμπέκε), τον οποίο υποδυόταν με τη γνωστή έλλειψη πάθους ο Ρίτσαρντ Γκιρ. Συμπρωταγωνιστούσε επίσης η υπέροχη στα 19 της χρόνια Νταϊάν Λέιν, και ο Γκρέγκορι Χάινς, ως αρχετυπικό Cotton Club boy. Η ταινία θεωρείται κάτι σαν «ευγενής αποτυχία» από τους κριτικούς, κυρίως γιατί αποτυγχάνει να επικεντρωθεί κάπου: ο θεατής χάνεται ανάμεσα στην αναπαράσταση της εποχής, την ατμόσφαιρα της τζαζ, τις ερωτικές ιστορίες και τον πόλεμο των συμμοριών. Ίσως πάλι να φταίει και το ότι στην Αμερική του Ρέιγκαν, κανείς δεν ήθελε να σκέφτεται την περίοδο του κραχ. Το βέβαιο είναι ότι στην Ευρώπη, και ειδικά στη χώρα μας, η ταινία αγαπήθηκε και σήμερα θεωρείται κλασική. Και χάρη στον μεγάλο Τζον Μπάρι, που χειρίστηκε τις μελωδίες του Έλινγκτον με σεβασμό, αγάπη αλλά και φρέσκια οπτική, η μουσική του Cotton Club απέκτησε μια δεύτερη ζωή. IRVING MILLS presents DUKE ELLINGTON & his orchestra: A Night at the Cotton Club (Cotton Club Stomp/ Misty Mornin’)
(Hodges – Carney – Ellington/ Whetsel – Ellington)
Cootie Williams, Arthur Whetsel, Freddy Jenkins (tp), Joe “Tricky Sam” Nanton (tb), Barney Bigard (cl, ts), Johnny Hodges (cl, as, bs), Duke Ellington (p), Fred Guy (bjo), Wellman Braud (b), Sonny Greer (d, voc), Irving Mills (compere)
Recorded: New York, 12/4/1929
Για το τέλος, μια ηχογράφηση που μας ταξιδεύει ακαριαία στα καθίσματα του Cotton Club: ο ιμπρεσάριος Ίρβινγκ Μιλς, σε ρόλο κομπέρ, μας παρουσιάζει την ορχήστρα του μετρ της “jungle music”, σε ένα medley που η μπάντα ερμηνεύει με κέφι, μπρίο και ευαισθησία. Στο τέλος δεν σου μένει παρά να συμφωνήσεις μαζί του: “what a night, what a night!”

Και τώρα...

...μπορούμε να μην ξαναγράψουμε για μουσική σ' ετούτο blog για τον επόμενο μήνα; (Άντε, με την εξαίρεση της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων αύριο). Ούτε ο Avlakiotis δεν μπαίνει πια να μας βρίσει!

I am the earth intruder...

Best Albums of 2007: #1
Bjork
Volta
(One Little Indian)

Από την αρχή αυτής της συναρπαστικής ψηφοφορίας, το «Πο Πο Culture!» απείχε από το β' (και προαιρετικό) κομμάτι της, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι κανείς δεν θα δημοσίευε εκεί τα 20 χειρότερα κατά την άποψή του άλμπουμ (δεν διάβασα π.χ. για καμμία Βέρα Λάμπρου ή για το CD του «Je t' aime» στις λίστες των συν-εκλογέων), αλλά απλά τις εμμονές του. Ο άνθρωπος που εμπνεύστηκε αυτό το Top 20, βέβαια, δείχνει ότι όντως σιχάθηκε το τελευταίο πόνημα της Bjork.

Εγώ, πάλι, θα την τοποθετήσω στην κορυφή της λίστας μου. Επιμένοντας ότι το ξωτικό από την Ισλανδία θα έπρεπε να διδάσκεται στο μάθημα της μουσικής. Το «Volta» είναι απλά συγκλονιστικό. Και μόνο το γεγονός ότι δεν σου ανοίγεται το ίδιο εύκολα με τα πρώτα της άλμπουμ, αρκεί. Γιατί τούτο εδώ είναι η λογική συνέχεια της γεμάτης πειραματισμούς δισκογραφίας της, ακριβώς μετά τα (επίσης εξαιρετικά «Vespertine» και «Medulla». Στην Bjork οφείλεις να δώσεις χρόνο. Και μετά θα ανταμειφθείς. Μπορείς, βέβαια, να συνεχίζεις να ψωνίζεις από τα καλάθια, περιμένοντας ν' ανακαλύψεις εκεί το μαγικό. Και να ζεις μ' αυτό το άγχος. Εγώ πέρασα δεκάδες υπέροχα καλοκαιρινά βράδια, ξαπλωμένος στον καναπέ της βεράντας μου, μ' ένα ποτήρι Martini στο ένα χέρι και το Sony Walkman μου να μυρίζει Bjork στο άλλο. Ηταν ό,τι καλλίτερο μου συνέβη αυτή την γαμημένη χρονιά.
Π. Χρ.

02. Feist - The Reminder
03. MSMW - Out Louder
04. UNKLE - War Stories
05. Klaxons - Myths of the Near Future
06. The Bird and the Bee
07. Ρόδες - Silent Disco
08. Cocorosie - Adventures of Ghosthorse and Stillburn
09. Arcade Fire - Neon Bible
10. Richard Hawley - Lady's Bridge
11. Belleruche - Turntable Soul Music
12. Brett Anderson
13. John Vanderslice - Emerald City
14. Alicia Keys - As I Am
15. Herbie Hancock - River (the Joni letters)
16. Marilyn Manson - Eat me, Drink me
17. Simian Mobile Disco - Attack Decay Sustain Release
18. George Kontrafouris - Little Daddy's Blues
19. Glenn Gould - Bach/the Goldberg Variations
20. The Good, the Bad and the Queen

And the winner is...

Best Albums of 2007: #1
Burial
Untrue
(Hyperdub)

Μπαίνει μέσα σου σαν SARS, σου τρώει τον εγκέφαλο σαν κοξάκι και στο τέλος σε αποτελειώνει με τα αυτά τα διπλού επιπέδου (γυναικεία) φωνητικά που είναι «αρχαία» και σύγχρονα ταυτοχρόνως. Ποτέ η ηλεκτρονική μουσική δεν θα είναι ξανά η ίδια ύστερα από αυτόν τον δίσκο.
Φ.Β.

02. Battles - Mirrored
03. Holy Fuck – LP
04. Band of Horses - Cease to Begin
05. Patrick WatsonClose To Paradise
06. Panda BearPerson Pitch
07. Abbie Gale – 2
08. Thurston Moore - Trees Outside the Academy
09. Yeasayer - l Hour Cymbals
10. LCD Soundsystem – Sound of Silver
11. Jens Lekman - Night Falls Over Kortedala
12. The Field - From Here We Go Sublime
13. PJ Harvey- White Chalk
14. Deerhoof - Friend Opportunity
15. Of Montreal - Oh Hissing Fauna, Are You The Destroyer?
16. Caribou – Andorra
17. Arcade Fire - Neon Bible
18. Animal Collective - Strawberry Jam
19. The Fiery Furnaces - Widow City
20. Liars – Liars

Σε λίγο το άλμπουμ που κάνει την μπλογκόσφαιρα να αγωνιά...

...και τον διοργανωτή αυτής της περίφημης ψηφοφορίας να ανησυχεί ιδιαιτέρως.

19 Δεκ 2007

Δεκέμβριος στο Cotton Club: χορταστική προτελευταία έκδοση

Κάνουμε ένα ταξίδι στο χρόνο, για να πραγματοποιήσουμε τη φαντασίωση κάθε φίλου της τζαζ: να περάσει μια βραδιά στο Cotton Club, στην καρδιά του Χάρλεμ, πίνοντας περίεργα ποτά από παράνομα αποστακτήρια.
Μετά την εποχή του Κάλογουεϊ ήρθε η περίοδος ενός ακόμα σημαντικού bandleader, του Jimmie Lunceford, ενώ κατά καιρούς στη σκηνή του κλαμπ φιλοξενήθηκαν μουσικοί όπως ο Louis Armstrong, ή η θρυλική Ethel Waters, που ήταν η κεντρική τραγουδίστρια του κλαμπ το 1933. Τότε είδε την καριέρα της να αναβιώνει, με την τεράστια επιτυχία του Stormy Weather. Την επόμενη χρονιά τη διαδέχθηκε η Adelaide Hall, που έμεινε στην αιωνιότητα για τα φωνητικά της στο Creole Love Call του Duke Ellington, ενώ περίπου την ίδια περίοδο, ξεκινούσε την καριέρα της η Lena Horne, που άνθισε κι εκείνη, ανάμεσα στα Cotton Club girls & boys.
Το Cotton Club έκλεισε το 1936, εν μέσω εξέγερσης των καταπιεσμένων μαύρων κατοίκων του Χάρλεμ, για να ξανανοίξει λίγο αργότερα στη γωνία της 48ης οδού και της Broadway, όπου και έμεινε μέχρι το 1940. Τότε έκλεισε οριστικά, και μαζί του και μια ολόκληρη εποχή. Κι επειδή η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα, το 1978 άνοιξε εκ νέου, με νέα διεύθυνση, αλλά πάντα με τον κοτσονάτο Καμπ Κάλογουεϊ στο πρόγραμμα (απόδειξη του σφρίγους του, η ερμηνεία του Minnie the Moocher στην ταινία Blues Brothers, το 1981). Κι αν ο Κάλογουεϊ σήμερα είναι μακαρίτης, το Cotton Club συνεχίζει να πουλάει νοσταλγία, swing και κλακέτες στους τουρίστες της Νέας Υόρκης...
DUKE ELLINGTON & his orchestra feat. ADELAIDE HALL: Creole Love Call
(Ellington – Miley – Jackson)
Bubber Miley (tp), Joe “Tricky Sam” Nanton (tb), Rudy Jackson (cl, ts), Otto Hardwick, Harry Carney (cl, as), Duke Ellington (p), Fred Guy (bjo), Wellman Braud (b), Sonny Greer (d), Adelaide Hall (voc)
Recorded: New York, 26/10/1927
Ηχογραφημένο λίγο πριν ο Έλινγκτον ξεκινήσει τη θητεία του στο Κότον Κλαμπ, αυτό το τραγούδι αποτελεί, ωστόσο, ένα από τα κομμάτια που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την εποχή. Πόσω μάλλον, που στα φωνητικά βρίσκεται μια από τις μεγαλύτερες σταρ του κλαμπ, η Adelaide Hall.
LOUIS ARMSTRONG & his orchestra: Just a Gigolo
(Casucci – Caesar)
Louis Armstrong (tp, voc), George Orendorff, Harold Scott (tp), Sonny Craven, Parker Berry (tb), Les Hite, Marvin Johnson, Charlie Jones (sax), Henry Prince, Harvey Brooks (p), Bill Perkins (g, bjo), Joe Bailey (tuba), Lionel Hampton (d, vib)
Recorded: Los Angeles, 9/3/1931
Το σημαντικότερο τζαζ κομάτι που έγραψε ποτέ Ιταλός, διηγιόταν την μοίρα ενός ξεπεσμένου Ρώσου ευγενούς και πέρασε γρήγορα τον Ατλαντικό, με έναν αέρα κοσμοπολιτισμού που το έκανε ιδανικό όχημα για τον Λούι Άρμστρονγκ, άρτι αφιχθέντα το 1931 από την Καλιφόρνια στη Νέα Υόρκη.
JIMMIE LUNCEFORD’s HARLEM EXPRESS: Rhythm is our Business
(Lunceford – Cahn – Chaplin)
Eddie Tompkins, Tommy Stevenson (tp), Melvin “Sy” Oliver (tp, voc, arr), Henry Wells, Russel Bowles (tb), Jimmie Lunceford, Willie Smith (cl, as, voc), Earl Carruthers (cl, as, bs), Joe Thomas (ts), Laforet Dent (as), Edwin Wilcox (p), Al Norris (g), Moses Allen (b, voc), Jimmy Crawford (d).
Recorded: 12/1934
To 1934, η ορχήστρα του Τζίμι Λάνσφορντ διαδέχθηκε επάξια τον Καμπ Κάλογουεϊ στο Κότον Κλαμπ, συνδυάζοντας τη δεξιοτεχνία στην ερμηνεία με μια έντονη κωμική διάθεση. Εδώ, στο κομμάτι με το οποίο ο Lunceford σύστηνε τους μουσικούς του, υπάρχει ο στίχος που θα μπορούσε να είναι το motto του Cotton Club: «ο ρυθμός είναι η δουλειά μας, και οι δουλειές πάνε καλά».

Την αγαπώ, κυρίες και κύριοι!

Best of 2007
#2
Feist
The Reminder
(Universal)
Μου συνέβη κάτι περίεργο με τη Leslie Feist, φέτος. Άρχισα να διαβάζω διάφορα σκόρπια σχόλια σε διάφορα σκόρπια blog, κι άρχισα να κατεβάζω διάφορα σκόρπια κομμάτια - πότε το My moon, my man, πότε το Brandy Alexander, πότε το 1,2,3,4... Μου άρεσαν, αλλά κανένα δεν μου έκανε μεγάλη εντύπωση - μου φαίνονταν όλα κατώτερα από το ξεσηκωτικό Mushaboom δηλαδή. Είχα πάρει λοιπόν τη γνωσή μου στάση άμυνας απέναντι στο hype, μέχρι που έπεσε στα χέρια μου το cd και το άκουσα όλο από την αρχή μέχρι το τέλος. Και έπαθα την πλάκα μου. Γιατί το κορίτσι κατάφερε να φτιάξει μια δουλειά με ενότητα, γούστο, περιεχόμενο - κατάφερε να φτιάξει ένα ALBUM στην εποχή των downloads. Νόμιζα ότι δεν θα ξανασυναντούσα κάτι τέτοιο στη ζωή μου. Κυρίως, νόμιζα ότι δεν θα έβρισκα πια καλλιτέχνη να λατρέψω, να γίνω κανονικός φαν, όπως όταν ήμουν μικρός - στη Feist έχω παραδοθεί αμαχητί. Λατρεύω τα τραγούδια της, λατρεύω τον τρόπο που σκέφτεται, τις ενορχηστρώσεις της, το σεξ απίλ της, τις γωνίες του προσώπου της, τον τρόπο που ραγίζει η φωνή της όταν τραγουδά, την κιτς ιστορία ηχογράφησης του άλμπουμ (σε ένα παλιό σπίτι στη Γαλλία και καλά), τα πάντα. Δεν έχω παρά μόνο ευγνωμοσύνη γι' αυτήν.
Για να μην πω ότι έκανε το αγαπημένο μου videoclip για φέτος:
(Για την ιστορία, αυτό είναι το #1 στο δικό μου top-10 - η εικοσάδα του Πο Πο Culture προέκυψε από την ένωση των δύο δεκάδων του Homo Ludens κι εμού. Παραχώρησα την πρώτη θέση στον Παναγιώτη, από σεβασμό στο γούστο του και στη μανία του να ενημερώνεται για τις καινούριες κυκλοφορίες - ενώ εγώ θα μπορούσα να έχω βγάλει τη χρονιά χωρίς να ακούσω τίποτα άλλο εκτός από τζαζ του μεσοπολέμου και να είμαι ευτυχής. Και σε τελική ανάλυση, δικό του είναι το blog εδώ που τα λέμε...)

Αργυρό μετάλλιο στους Battles από τον Φώτη

Best Albums of 2007: #2
Battles
Mirrored
(Warp)

Heavy metal για τους «φλώρους» ή «φλώρικο» dance για τους χεβιμεταλάδες, ηχητικοί απροσπέλαστοι ουρανοξύστες, ένα καταιγιστικό rhythm section (που δεν ξέρεις από πού θα σου 'ρθει) και ένας νέος ήχος ξεπροβάλλει από τα πεζοδρόμια των άστεων.
Φ.Β.

03. Holy Fuck – LP
04. Band of Horses - Cease to Begin
05. Patrick WatsonClose To Paradise
06. Panda BearPerson Pitch

07. Abbie Gale – 2
08. Thurston Moore - Trees Outside the Academy
09. Yeasayer - l Hour Cymbals
10. LCD Soundsystem – Sound of Silver
11. Jens Lekman - Night Falls Over Kortedala

12. The Field - From Here We Go Sublime
13. PJ Harvey- White Chalk
14. Deerhoof - Friend Opportunity
15. Of Montreal - Oh Hissing Fauna, Are You The Destroyer?
16. Caribou – Andorra
17. Arcade Fire - Neon Bible
18. Animal Collective - Strawberry Jam
19. The Fiery Furnaces - Widow City
20. Liars – Liars

Χάλκινο μετάλλιο στους Holy Fuck (θου κύριε!)

Best Albums of 2007: #3
Holy Fuck
LP
(XL Recordings)
Το ιερό δισκοπότηρο της dance rock σκηνής μέσα από «βαριές» κιθάρες και post-rock ατμόσφαιρες που θα στέκονταν το ίδιο καλά στο dancefloor του The Hall ή στο main stage του Rockwave. H σύγκλιση των μουσικών ειδών σε ένα αριστούργημα.

Φ. Β.

18 Δεκ 2007

Δεκέμβριος στο Cotton Club: ο ιμπρεσάριος

Κάνουμε ένα ταξίδι στο χρόνο, για να πραγματοποιήσουμε τη φαντασίωση κάθε φίλου της τζαζ: να περάσει μια βραδιά στο Cotton Club, στην καρδιά του Χάρλεμ, πίνοντας περίεργα ποτά από παράνομα αποστακτήρια.
Είναι κρίμα που η λέξη «ιμπρεσάριος» έχει εκλείψει από το λεξιλόγιό μας, ίσως όμως αυτό να συμβαίνει γιατί έχουν εκλείψει και οι εκπρόσωποι του είδους. Tην εποχή του μεσοπολέμου κανείς δεν ενσάρκωνε καλύτερα τον όρο από τον Ίρβινγκ Μιλς (1894 – 1985): τραγουδιστής, στιχουργός, παραγωγός δίσκων, διευθυντής ορχήστρας, παραγωγός ταινιών μικρού μήκους, καλλιτεχνικός πράκτορας, ακούραστος τυχοδιώκτης, γλοιώδες κάθαρμα – ένας homo universalis από την ανάποδη. Ο Ίρβινγκ Μιλς είδε αμέσως τις δυνατότητες του Ντιουκ Έλινγκτον και φρόντισε να του δώσει την ώθηση που χρειαζόταν για την καριέρα του: του έκλεινε ηχογραφήσεις, κανόνιζε τις εμφανίσεις του στα κλαμπ και τις περιοδείες του, πάντα με το κέρδος κατά νου: δεν είναι τυχαίο ότι απέφυγε επιμελώς να υπογράφει αποκλειστικά συμβόλαια με δισκογραφικές εταιρείες, ώστε να μπορεί ο πελάτης του να ηχογραφεί παράλληλα με τη Victor (λ.χ.) και με τη Brunswick, αλλά και με άλλες εταιρείες, συχνά κάτω από διάφορα απίθανα ψευδώνυμα. Χαρακτηριστικό δείγμα της διορατικότητάς του ήταν η επιμονή του να διεκδικεί μερίδιο από τα δικαιώματα των συνθέσεων, ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν είχε συνεισφέρει ούτε νότα. Δεν είχε σημασία. Από το 1926 μέχρι το 1939, ο Μιλς έκανε τον Έλινγκτον διάσημο και ο Ελινγκτον έκανε τον Μιλς πλούσιο. Κι όχι μόνο εκείνος. Πελάτης του ήταν και το άλλο λαμπρό αστέρι του Cotton Club, ο Cab Calloway, που ήρθε να καλύψει το κενό του Έλινγκτον και εναλλασσσόταν με αυτόν στα χρόνια που ακολούθησαν. Απόφοιτος Νομικής, που έπαιζε ντραμς σε μικρά κλαμπ του Σικάγο, πριν αφοσιωθεί στο τραγούδι, ο Κάλογουεϊ βρέθηκε το χειμώνα του 1928-29 βρέθηκε στο Savoy, με τη συνοδεία των Missourians, των οποίων στη συνέχεια ηγήθηκε, μετονομάζοντάς τους σε Cab Calloway orchestra. Εκεί τον ανέλαβε ο Μιλς, που συνέλαβε κι άλλη μια ιδιοφυή ιδέα: ανέλαβε μια ακόμα ορχήστρα με εξαιρετικούς σολίστες, τη Blue Rhythm Band (που μετονόμασε σε Mills Blue Rhythm Band), η οποία αντικαθιστούσε τις ορχήστρες του Έλινγκτον και του Κάλογουεϊ, όταν είχαν περιοδείες, ή ηχογραφήσεις. Φυσικά, δεν ήταν μόνο αυτοί το Cotton Club.
BLUE RHYTHM BAND: The Growl
(Hayes)
Wardell Jones, Shelton Hemphill, Ed Anderson (tp), Harry White, Henry Hicks (tb), Charlie Holmes(cl, as), Crawford Wethington (as, bs), Joe Garland (cl, ts, bs), Edgar Hayes (p), Benny James (g), Hayes Alvis (b), O’Neil Spencer (d)
Recorded: New York, 2/5/1932
Αυτό είναι το περίφημο «γρύλισμα» της Jungle music, από την ορχήστρα που συνόδευε τον Λούι Άρμστρονγκ στο Coconut Grove, πριν αναλάβει τα ηνία της ο δαιμόνιος Ίρβινγκ Μιλς.

Ηλεκτρική μουσική για το μυαλό και το σώμα

Best Albums of 2007
#3
Medeski, Scofield, Martin & Wood
Out Louder
(Indirecto/Emarcy)
Περίληψη προηγουμένων: οι Medeski Martin & Wood είναι θεοί. Είναι αυτό το υπέροχο ηλεκτρικό τρίο που (αντιγράφω τον εαυτό μου) "πατά πάνω στην παράδοση της κλασικής soul-funk-jazz των '60s, όπως την καθόρισε το Hammond του Jimmy Smith - κι όταν λέω "πατά" εννοώ ότι τον ξενυχιάζει τον ήχο, μεταλλάσσοντάς τον σε κάτι εντελώς διαφορετικό, σαφώς πιο avant-garde, που συνδιαλέγεται με το hip-hop, τη free jazz και τον μινιμαλισμό". Ο Scofield είναι ίσως ο σημαντικότερος ηλεκτρικός κιθαρίστας που βγήκε από τις τάξεις του Miles Davis (και το λέω αυτό έχοντας επίγνωση για το στάτους που απολαμβάνει ο John McLaughlin, τον οποίο προσωπικά βαριέμαι θανάσιμα). Η πρώτη τους συνεργασία, το A Go Go του '98 είναι ένα από τα πιο cool πράγματα που μπορείς να ακούσεις. Η νέα τους, δεν χαρίζεται σε κανέναν. Για κάθε βατό, funky θέμα, υπάρχουν τέσσερα χαοτικότερα. Όπως έγραφα σ' αυτό εδώ το blog, "το ακούς και βλέπεις το ίδιο το jazz-funk να στραπατσάρεται, να λιώνει, να αγγίζει το dub και διάφορα μεταλλαγμένα λάτιν, καθώς ο δαιμόνιος Billy Martin αλλάζει ρυθμούς σαν υπερκινητικό παιδί, ενώ ο Chris Wood συνεχίζει να παίζει αυτό το μπάσο που μοιάζει να έχει τόσο χαλαρές χορδές που ταλαντεύονται για ώρες - και πάνω σ' αυτό, ο Scofield με τον John Medeski, μοιάζουν να πετά ο ένας χρώματα στον καμβά του άλλου. Τα περισσότερα θέματα είναι όντως ακατανόητα - αυτοσχεδιαστικοί μαραθώνιοι, που παίρνουν μια μελωδία για να τη στίψουν και να την παρατήσουν ενάμισι λεπτό πριν τελειώσει το κομμάτι. Το μόνο που είναι προφανές είναι ότι πρόκειται για τέσσερις μουσικούς που λατρεύουν αυτό που κάνουν - και περνούν τόσο καλά τη στιγμή που το κάνουν, που ξέρουν ότι, αν αγαπάς τη μουσική, θα το νιώσεις κι εσύ. Και θα υποκύψεις".

17 Δεκ 2007

Το Μεταλλουργείο της Δευτέρας: 9. Ο καιρός των πειρατών

Εβλεπα χθες το "Elizabeth: The Golden Age" και όταν η ταινία έφτασε σ' αυτήν την σκηνή όπου ο (υπερτιμημένος) Κλάιβ Όουεν κρατά το άλμπουρο α λα Έρολ Φλυν και χαμογελά με το (α λα Έρολ Φλυν επίσης) μουστακάκι του, θωρώντας ατρόμητος τους οχτρούς που πλησιάζουν, αναρωτήθηκα γιατί δεν γυρίζουν πια καλές πειρατικές ταινίες, με ωραίες ναυμαχίες και εντυπωσιακά ρεσάλτα. Εννοείται ότι δεν θεωρώ τους «Πειρατές της Καραϊβικής» πειρατική ταινία... Και εννοείται πως απόλαυσα τις σκηνές με την συντριβή της ισπανικής αρμάδας από το δεύτερο "Ελίζαμπεθ" πολύ περισσότερο από τα πέρα δώθε του "Μαύρου Μαργαριταριού" του Τζόνι Ντεπ και της παρέας του.

Η μοναδική «πειρατική» αναλαμπή στην 7η τέχνη τα τελευταία χρόνια ήταν εκείνη η σειρά στο Filmnet, o "Xόρνμπλόουερ". Για να γίνω πιο σαφής, με τον όρο «πειρατική» ταινία αναφέρομαι σε ο,τιδήποτε περιλαμβάνει εντυπωσιακά σκαριά του 16ου, 17ου, 18ου και 19ου αιώνα που εμπλέκονται σε ναυμαχίες με κανόνια, μουσκέτα, σπαθιά και γάντζους κάπου στον Ατλαντικό Ωκεανό -κατά προτίμηση λίγο έξω από τα νησιά της Καραϊβικής- και κουβαλάνε μπόλικη από την αλητεία του γνήσιου ναυτικού της εποχής και όλες τις συνήθεις δοξασίες τους ("οι γυναίκες φέρνουν γρουσουζιά στο καράβι" κ.λπ) ακόμη κι αν δεν σηκώνονται μαύρες σημαίες με νεκροκεφαλές. Παρεμπιπτόντως, την συντριβή της ισπανικής αρμάδας στη Μάγχη την είδαμε. Με τη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ θα γίνει κάτι;

Το κακό είναι ότι η Πειρατεία έχει εξαφανιστεί και από τη μουσική (η Πειρατεία που εννοώ εγώ, έτσι; Γιατί όσον αφορά στην άλλη, ένα link μερικές αράδες πιο κάτω αποδεικνύει ότι δεν πεθαίνει ποτέ) μαζί με τους Running Wild. Οι Γερμανοί πειρατές -άλλο οξύμωρο αυτό- δεν έχουν ακριβώς διαλυθεί, αλλά πια βγάζουν τόσο απαράδεκτα άλμπουμ που ούτε κι εμείς (οι νοσταλγοί της εποχής που ο Μαύρος Πιτ δεν ήταν ένας χοντρός σκύλος, αλλά ένας τρομερός θαλασσοπόρος) ασχολούμαστε πια μαζί τους. Όσοι από σας διαβάζουν το «Μεταλλουργείο» ήδη ξέρουν σε ποια χρονική περίοδο θα τους γυρίσω για να εκθειάσω τη μουσική των Running Wild. Το έχω γράψει δεκάδες φορές: ό,τι κυκλοφόρησε από μέταλ συγκρότημα την τριετία '86-'88 ήταν αριστούργημα. Τα "Under Jolly Roger" και "Port Royal" είναι τα δύο αγαπημένα μου άλμουμ των επικομεταλλάδων απ' το Αμβούργο. "Τζόλι Ρότζερ" έλεγαν τη σημαία - έμβλημα των πειρατών (ένα κρανίο και μερικά οστά σε μαύρο φόντο), "Πορτ Ρόγιαλ" ήταν το εμπορικό κέντρο της Καραϊβικής τον 17ο αιώνα -φυσικά στην Τζαμάικα και φυσικά αγαπημένος προορισμός των απανταχού πειρατών-, ενώ στα δύο αυτά άλμπουμ συμπληρώνεται όλη η μυθολογία με μπόλικο ρούμι, με αναφορές στην Tortuga Bay (το περίφημο οχυρό των Γάλλων, στη συνέχεια των Ισπανών και μετέπειτα άντρο των πειρατών στο Σεν Κιτς) με βουλιαγμένους μυθικούς θησαυρούς και γερά σκαριά που κουρσεύονταν κι άλλαζαν χέρια κάθε 40 ή 50 χρόνια, αλλά δεν πέθαιναν ποτέ...

ΟΚ, οι Running Wild δεν υπήρξαν ποτέ κανένα σοβαρό καλλιτεχνικό συγκρότημα. Μια παρέα κάφρων ήταν που για κάποιο λόγο κόλλησαν με το θρύλο των Πειρατών και μαζί τους κολλήσαμε κι εμείς, οι Ερολφλυνικοί. Πιο πολύ θα τους ταίριαζε να κάνουν καριέρα έξω από κανα τρενάκι στην Disneyland παρά στις σκηνές των σκληρών φεστιβάλ. Ωστόσο, τους έχω δει live και ήταν άκρως πωρωτικοί. Το πιο ωραίο, βέβαια, στις συναυλίες τους γινόταν πριν καν βγουν στην σκηνή. Όλο το "Ρόδον" μια φωνή τραγουδούσε το ρεφρέν του "Under Jolly Roger", δηλώνοντας ορκισμένο να τους ακολουθήσει στην ανταρσία τους. Και με τα πρώτα ριφ γινόταν της πουτάνας...


Group 4 (με U.N.K.L.E. και Band of Horses)

Best Albums of 2007: #4
Band of Horses
Cease to Begin
(Sub Pop)

Μουσικοσυναισθηματική αμπούλα που «σκάει» στα μούτρα σου κάθε φορά που την βάζεις στο repeat ή κάπως σαν η Σίλβια Πλαθ να έμαθε κιθάρα-μπάσο-ντράμς για να «ντύνει» τους στίχους της όταν έχει δημιουργική έμπνευση.
Φ. Β.


Best Albums of 2004: #4
U.N.K.L.E.
War Stories
(TBC)

Ο μοναδικός λόγος που με κάνει να ξανασκέφτομαι μήπως ήταν μαλακία η ιδέα να βγάλουμε κοινή λίστα με τον ΝΚΦ είναι ότι αυτό το άλμπουμ σε αυτή την χρονιά δεν νοείται να παίρνει θέση εκτός βάθρου. Γιατί τόσος έρωτας; Τα έγραφα και όταν κυκλοφόρησε: «Αν οι Massive Attack βελονιάζονταν ξαφνικά με αυξητικές, ερυθροποιτίνες και λοιπές ντόπες, θα ακούγονταν περίπου σαν τους μετα-τριπχοπάδες U.N.K.L.E. σ’ αυτό το αριστούργημα. Μόνο που δεν θα είχαν ανακαλύψει τον Gavin Clark (των Clayhill). Και άρα δεν θα έβγαζαν το «Τραγούδι της Χρονιάς 2007» (άκου το «Broken» και ετοιμάσου να φας κόλλημα). Ούτε τον Ιαν Αστμπερι (ναι, των Cult και μετά των Doors) θα επαναβάπτιζαν τόσο δημιουργικά σε ρόλο Τζόνι Κας στα πιο μελαγχολικά του. Οταν η electronica συναντά το indie rock -και αν έχουν και οι δύο έμπνευση στο κρεβάτι- τότε γεννιέται κι ένα διαμαντάκι. Και 2 στις 3 φορές έχει το όνομα U.N.K.L.E.»
Π. Χρ.

Δεκέμβριος στο Cotton Club: τα θεμέλια της Ellingtonia

Κάνουμε ένα ταξίδι στο χρόνο, για να πραγματοποιήσουμε τη φαντασίωση κάθε φίλου της τζαζ: να περάσει μια βραδιά στο Cotton Club, στην καρδιά του Χάρλεμ, πίνοντας περίεργα ποτά από παράνομα αποστακτήρια.
Η θητεία του Duke Ellington στο Cotton Club είναι μέρος της ιστορίας του Δυτικού Πολιτισμού του 20ού αιώνα – η εποχή που ανέτειλε το άστρο του ακρογωνιαίου λίθου της τζαζ, και που τέθηκαν τα θεμέλια της Ellingtonia… Ωστόσο, η πρώτη ορχήστρα που έπαιξε στο κλαμπ, το 1923, ήταν αυτή του Fletcher Henderson – ίσως η σημαντικότερη και δημοφιλέστερη της εποχής της. Ο Έλινγκτον ήρθε στο Cotton Club μερικά χρόνια αργότερα, όταν το Δεκέμβριο του 1927, ο Τζίμι ΜακΧιου, απηυδισμένος από την μπάντα του κλαμπ, και ειδικά από τον πιανίστα που δεν ήξερε να διαβάζει παρτιτούρες, άρχισε να ψάχνει για μια μπάντα που θα διέθετε έναν καλό πιανίστα. Όταν εμφανίστηκε ο κομψός, ευγενής Έλινγκτον σε μια οντισιόν όπου τη διεύθυνση εκπροσωπούσε ο γκάνγκστερ Χάρι Μπλοκ, οι χορεύτριες έβαζαν στοιχήματα για το πόσο θα αντέξει αυτή η νέα ορχήστρα – προφανώς έχασαν. Ο Ντιουκ Έλινγκτον παρέμεινε στο Cotton Club από το Δεκέμβριο του 1927 μέχρι τον Ιούνιο του 1930, για να επιστρέψει το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του ‘30, τον Ιανουάριο του 1931, το Φεβρουάριο του 1932, την Άνοιξη του 1933, και ξανά το 1937 και το 1938, στη νέα διεύθυνση του κλαμπ. Σ’ όλο αυτό το διάστημα, κατάφερε να αναδειχθεί ως ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς της τζαζ, ένας εξαιρετικός πιανίστας κι ένας ανεπανάληπτος διευθυντής ορχήστρας, που κατάφερνε να παίρνει ένα πλήθος ταλαντούχων μουσικών και να σφυρηλατεί ένα αρμονικό σύνολο. Στα χέρια του, τα «γρυλίσματα» της jungle music έγιναν αντιστίξεις, διάλογοι ανάμεσα στα ξύλινα πνευστά και τα χάλκινα, και οι ελαφρές επιτυχίες της εποχής απέκτησαν τις ιδανικές τους ερμηνείες, αποτελώντας ακόμα και σήμερα αθάνατα μνημεία πολιτισμού. Και δεν ήταν μόνο αυτό: ως άνθρωπος με έμφυτη ευγένεια και κομψότητα, επέμενε και στο θέμα της εικόνας της ορχήστρας: ντυμένος ο ίδιος πάντα στην τρίχα, προέτρεπε τους μουσικούς του να κάνουν το ίδιο, ενώ επιμελείτο και της σκηνοθεσίας της μπάντας, φροντίζοντας να φωτίζεται ξεχωριστά κάθε σολίστας την ώρα του σόλο, λουσμένος με ένα γαλάζιο ή ροζ φως (που κολακεύει ιδιαίτερα τις σκουρόχρωμες επιδερμίδες). Είχε όμως κι έναν εξαιρετικό δάσκαλο: τον Irving Mills (περισσότερα αύριο).

DUKE ELLINGTON & his orchestra: Creole Rhapsody
(Ellington)
Cootie Williams, Arthur Whetsol, Freddie Jenkins (tp), Tricky Sam Nanton, Juan Tizol (tb), Barney Bigard (cl, as), Johnny Hodges (as, ss), Harry Carney (cl, bs), Duke Ellington (p), Fred Guy (bjo, g), Wellman Braud (b), Sonny Greer (d)
Recorded: Camden, N.J. 11/6/1931
Παρά τα στραβά του Ίρβινγκ Μιλς (περισσότερα αύριο), η τζαζ του χρωστά μια μεγάλη χάρη: ήταν εκείνος που προέτρεψε τον Ντιουκ Έλινγκτον να δημιουργήσει μια σύνθεση μεγαλύτερης διάρκειας, στα πρότυπα των συνθέσεων του Πολ Γουάιτμαν και του Τζορτζ Γκέρσουιν. Έτσι, αμέσως μετά τη λήξη της συνεργασίας του με το Κότον Κλαμπ, ο Έλινγκτον συνέθεσε αυτήν την πρώτη από μια σειρά φιλόδοξων συνθέσεων, επηρεασμένη σαφέστατα (φαίνεται κι από τον τίτλο) από την αισθητική και τα σημεία αναφοράς του κλαμπ.

16 Δεκ 2007

Mambo Number 5

Best Albums of 2007: #6
Panda Bear
Person Pitch
(Paw Tracks)

Γεννημένο να είναι καταραμένο μέχρι να δικαιωθεί από το χρόνο, θα παραμείνει για λίγο στο χρονοντούλαπο της ιστορία ως το χαμένο αριστούργημα του Phil Spector αν αυτός δεν οπλοφορούσε στο σπίτι του και η κονσόλα του είχε περισσότερα εφέ για distortion.
Φ. Β.


Best Albums of 2007: #5
Patrick Watson
Close to Paradise
(Secret City)

Εκεί που το «έχασε» ο Rufus Wainwright το «βρήκε» ο Watson, είτε στο μεσοδιάστημα των μουσικών ορίων μεταξύ Nick Drake, Jeff Buckley, Björk, John Coltrane και Claude Debussy είτε στην καναδέζικη παράδοση των ντόπιων τροβαδούρων. Και ο Watson έκανε την μεγάλη υπέρβαση.
Φ. Β.


Best Albums of 2007: #5
Klaxons
Myths of the Near Future
(Polydor)

Ακόμη κι αν είναι υπερβολικοί όσοι έπευσαν να βαπτίσουν τους Klaxons ιδρυτές ενός ολόκληρου στιλ (του "nu-rave"), αυτό που είναι απολύτως σαφές από το πρώτο κιόλας άκουσμα του ντεμπούτου τους είναι ότι τα παλληκάρια δεν παίζουν με τους γνωστούς κανόνες. Προτιμούν τις μπασκέτες με την αλυσίδα για διχτάκι και γρατζουνάνε τις κιθάρες τους όσο πιο "dancey" γίνεται. Βοηθάνε και τα σωστά τοποθετημένα μπίτια κι έτσι τα κοριτσάκια αυτού του κόσμου έχουν ένα ροκ συγκρότημα να ξεσηκώνει τους γοφούς τους πιο άγρια κι απ' ότι οι κουρφαίοι του Rn'B -κι εμείς τα αγοράκια είμαστε ευτυχισμένα. Όχι τυχαία το γκρουπ της χρονιάς στην Βρετανία -πάνω κι από την Amy Winehouse...
Π. Χρ.


15 Δεκ 2007

Django Weekend: Woody Allen Edition

Όταν ο δάσκαλος Γιώργος Χαρωνίτης μου είπε πως ετοιμάζει δεύτερο cd με μουσική από ταινίες του Γούντι Άλεν για το Jazz&Τζαζ, με αφορμή την επικείμενη συναυλία του στο Badminton (περισσότερα εν καιρώ), παράτησα ό,τι κάνω, κι άρχισα να ψάχνω τη φιλμογραφία του και τα credits των ταινιών του, για να βρω κομμάτια που έμειναν απέξω από το πρoηγούμενο cd που είχε βγάλει το περιοδικό (με αφορμή την προηγούμενη συναυλία του στο Μέγαρο). Έστειλα ό,τι βρήκα και περίμενα με αγωνία να δω τι θα διαλέξει ο Δάσκαλος για το cd - το αποτέλεσμα είναι στα περίπτερα και είναι καταπληκτικό: φυσικά, δεν θα μπορούσε ποτέ να λείπει κομμάτι του Django Reinhardt από cd αφιερωμένο στο σινεμά του Γούντι Άλεν. Εν προκειμένω, το Avalon, ένα κομμάτι που ακούγεται στο Sweet and Lowdown (αλλά δεν περιλαμβάνεται στο κατά τ' άλλα υπέροχο soundtrack), μια ταινία με το φάντασμα του Django πανταχού παρόν. Το ξέρω ότι κάνω ξεδιάντροπη διαφήμιση, αλλά μπορώ να πω με απόλυτη συναίσθηση της ευθύνης μου ότι, αν αγοράσει κανείς το τεύχος του Jazz&Τζαζ που κυκλοφορεί στα περίπτερα και παραγγείλει (στο 2109238808) το Woody&Jazz, έχει την πληρέστερη συλλογή μουσικής από ταινιές του Γούντι Άλεν που θα μπορούσε ποτέ να ονειρευτεί - σαφέστατα ανώτερη και πληρέστερη από όλες (ΟΛΕΣ) όσες έχουν κυκλοφορήσει κατά καιρούς στα δισκοπωλεία.

The Bird and The Bee

Best Albums of 2007
#6
The Bird and the Bee
The Bird and the Bee
(Blue Note)
Αντιγράφω τον εαυτό μου:
"Αιθέρια φωνητικά δίνουν το σήμα εκκίνησης για να ακολουθήσει ένα ηλεκτρικό πιάνο, ένα φαζαριστό (sorry, δεν έχω καλύτερη λέξη) μπάσο, ένα ντέφι και γενικώς όλα τα συστατικά που φέρνουν στο μυαλό την ηλιόλουστη, αισιόδοξη πλευρά της δεκαετίας του '70, κατακλύζουν ένα κομμάτι που ξεχειλίζει αισιοδοξία και αθωότητα. Ναι, το ντουέτο The Bird and the Bee αγαπά το ρετρό, αλλά ο ήχος τους δεν θα μπορούσε να έχει εμφανιστεί σε καμία άλλη εποχή. Για την ακρίβεια, δύσκολα θα ακούσεις κάτι εκεί έξω που να μπορεί να περιγράψει καλύτερα την ώρα που δύει ο ήλιος, ενώ τριγυρνάς ανέμελα στην πόλη, απολαμβάνοντας τη μετάβαση από την άνοιξη στο καλοκαίρι".
Αυτά έγραφα το Μάιο στη Madame Figaro για το Again and Again, το κομμάτι με το οποίο ξεκινά αυτό το υπέροχο άλμπουμ του αγαπημένου μου ντουέτου για το 2007. Δεν είναι πια άνοιξη, αλλά κατά τ' άλλα, δεν έχει αλλάξει τίποτα.