25 Οκτ 2011

Το ένα έφερε το άλλο...

Πρώτα είδα αυτό. Και με ερέθισε.




Με ερέθισε -τι άλλο;- η μουσική του. Έτσι, έψαξα να βρω ποιος την είχε γράψει. Κατέληξα σε ένα όνομα που δεν είχα ακουστά, αλλά το βρήκα πανέξυπνο: Omaha Bitch.

Και μετά είδα αυτό:



Omaha Bitch - Dancing Cyprine

Πάρε νά 'χεις!

24 Οκτ 2011

Καντάφι εσύ σούπερ σταρ


Ένας λόγος για τον οποίον ποτέ δεν με ενθουσίαζε η έννοια της επανάστασης είναι όλη αυτή η βία που περιέχεται μέσα της. Θα με χλευάσουν, υποθέτω, πολλοί και θα μού θυμίσουν πως χωρίς τις επαναστάσεις καμμία μεγάλη αλλαγή δεν θα είχε συμβεί σ' αυτόν τον κόσμο. Αλλά όχι. Θα επιμείνω κι εγώ. Οι επαναστάσεις είναι απλά το ξέσπασμα μιας μεγάλης αλλαγής που έχει ήδη συμβεί. Είναι το σύμβολο που θα θυμάται η Ιστορία για πάντα, είναι η ημερομηνία που έχουμε ανάγκη για να αναφερόμαστε σε κάτι, τα λίγα πρόσωπα που πρέπει να συμβολίσουν -χάριν συντομίας- κάτι που ολοκληρώθηκε με τις προσπάθειες, τις απόψεις, τα όνειρα εκατομμυρίων άλλων. Θεωρώ, δηλαδή, ότι όταν κάτι δεν πηγαίνει καλά σε ένα οικοσύστημα, το ίδιο το οικοσύστημα το αλλάζει ή το αποβάλλει. Μπορεί με μια επανάσταση η διαδικασία αυτή να επισπευσθεί, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι η αλλαγή δεν θα γινόταν έτσι κι αλλιώς ή ότι τώρα έγινε με τον καλλίτερο τρόπο. Γενικώς, θεωρώ ότι η βία είναι ο χειρότερος των τρόπων.

Μεγάλωσα την δεκαετία του '80 στην Ελλάδα του Αντρέα και των φίλων του, σε μια χώρα μ' ένα παράδοξο τρόπο ανάπτυξης και με μια ιδιαίτερη αντίληψη για την εξωτερική της πολιτική, την εσωτερική της κουλτούρα και της ενδοκοινωνικές σχέσεις των πολιτών της. Ως εκ τούτου, τα σύμβολα της ποπ κουλτούρας μου έπιαναν από πολλούς διαφορετικούς τομείς -και ήταν, τα περισσότερα, κάπως trash. Όταν βγήκα από την εφηβεία, κατάφερα μόνος μου και απαλλάχθηκα από κάποιες από τις εικόνες που μού έμοιαζαν συμπαθείς στα '80s, αλλά σίγουρα όχι από όλες. Ίσως γι' αυτό πειράχθηκα κάπως από το τέλος του Μουαμάρ Καντάφι. Δεν με πείραξε, ας πούμε, καθόλου η δολοφονία του Μπιν Λάντεν, κι ας ήταν μια βίαιη διαδικασία κι αυτή. Δεν με πείραξε, αφενός γιατί ο αρχηγός της Αλ Κάιντα ήταν καταζητούμενος εδώ και χρόνια κι άρα κάποια στιγμή έπρεπε να τελειώνει το παραμύθι του -και το μόνο τέλος ήταν αυτό ακριβώς που τον βρήκε-, αφ' ετέρου γιατί ο Μπιν Λάντεν χώθηκε βίαια στη ζωή μου τον Σεπτέμβριο του 2001, όχι ως μια εικόνα με την οποία μεγάλωσα, αλλά ως ένας εφιάλτης που άλλαζε με μιας δεκάδες πτυχές της καθημερινότητάς μου (όπως το ότι για 2-3 χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου  μού έκαναν απίστευτους ελέγχους στα αεροδρόμια του εξωτερικού, απλά και μόνο επειδή ήμουν μαυριδερός με μούσι). Αλλά με τον Καντάφι ήταν αλλιώς. Δεν αμφισβητώ ότι ήταν ένας στυγνός δικτάτορας για τον ίδιο του το λαό -απλά θυμίζω πώς οι τωρινοί εκτελεστές του ήταν οι αποθεωτές του πριν 30 χρόνια. Και πάντα με σαγήνευε το εκπληκτικό πόκερ που κατάφερνε κι έπαιζε με τις κυβερνήσεις της Δύσης, χρησιμοποιώντας το μοναδικό -αλλά πολύ δυνατό χαρτί- που τού παρείχε η έρημος που είχε για πατρίδα -το πετρέλαιο. Φοβάμαι δηλαδή πως με τον Αλλάχ, αντί του Καντάφι, στην κορυφή του κράτους, το μέλλον της Λιβύης θα είναι περισσότερο δυσοίωνο. Και δεν έχω καμμία ελπίδα ότι ο επόμενος ηγέτης θα είναι κάποιος καλλίτερος του στυγνού δικτάτορα που τώρα βρίσκεται ξαπλωμένος στο ψυγείο ενός χασάπικου στην Σίρτη, έκθεμα για φωτογραφίες από παλιά κινητά με κάμερες 320Χ320 pixels. 

Αλλά το θέμα μου εδώ δεν είναι να κάνω τον δικηγόρο του μακαρίτη. Ας πρόσεχε, ας έδειχνε λιγότερη αλαζονεία, ας μην τα είχε χάσει τόσο -ας φερόταν στο λαό του κάπως καλλίτερα, στο κάτω κάτω της γραφής. Το θέμα μου είναι η αξία της επανάστασης. Και η αναγωγή της ιστορίας του Καντάφι σ' αυτά που συμβαίνουν εδώ. Φοβάμαι, δηλαδή, πως η βίαιη εκρίζωση της Ελλάδας του '80, της Ελλάδας του Αντρέα (γιατί αυτή είναι η Ελλάδα στην οποία ζούμε σήμερα, αυτό είναι το δράμα μας, αυτό είναι το απόστημα που το οικοσύστημά μας προσπαθεί να αποβάλλει με κάθε τρόπο) θα έχει περισσότερα αρνητικά απ' ότι θετικά, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον. Θα προτιμούσα όλα αυτά που θα αλλάξουν στην Ελλάδα να γίνονταν με ομαλό τρόπο, με την συνειδητοποίηση από μέρους των λίγων ότι τα προνόμιά τους πια δεν μπορούν να κατατρύχουν τους πολλούς. Αλλά αυτό δεν θα συμβεί. Βρισκόμαστε πια στο σημείο της απόλυτης αντίστασης. Οι απεργίες των σκουπιδιάρηδων είναι ο Καντάφι στο καταφύγιο με τα ανούσια και γραφικά διαγγέλματά του, το πογκρόμ που θα γίνει σε λίγο στο Δημόσιο θα είναι ο όχλος που κλωτσάει τον ετοιμοθάνατο ηγέτη πάνω στο αγροτικό Toyota. 

Ναι, γι' αυτήν την επανάσταση γράφω εγώ -δεν θέλω καν να έχω στο νου μου την άλλην, που οραματίζονται οι ελαφροΤσίπρες αυτής της χώρας (την λένε και "εμφύλιο" και γεμίζει το στόμα τους). Αυτήν την επανάσταση εννοώ, που πια μού φαίνεται αναπόφευκτη. Θα κάνω το παν για να μην πάρω το κινητό μου να φωτογραφηθώ στο χασάπικο με το πτώμα της παλιάς Ελλάδας, αλλά δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω. Γιατί στις επαναστάσεις, όλοι βγάζουμε το κτήνος από μέσα μας. Και ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος. Μια αφορμή ψάχνει μόνο.

14 Οκτ 2011

Η νεκρολογία του χαμένου σου lifestyle

"Τι θα γράψεις για τον Στιβ Τζομπς;". Με ρωτούσε πολύς κόσμος όταν πέθανε. Προφανώς επειδή γνώριζαν την έφεση του blog στις νεκρολογίες -και την δική μου εμπάθεια προς τα προϊόντα της Apple. "Δεν έχω να γράψω κάτι", απαντούσα. Όχι γιατί δεν είχα να πω κάτι σημαντικό για έναν τόσο μεγάλο οραματιστή της τεχνολογίας, αλλά γιατί σίγουρα κάποιοι άλλοι, λάτρεις και των αντικειμένων που πουλούσε, θα το έκαναν καλλίτερα. Δεν ήμουν ποτέ οπαδός του, θα ήταν δύσκολο να γράψω ένα κείμενο με συναίσθημα απλά "επειδή πρέπει".

Μετά πέθανε ο Νικόλας Γιγουρτάκης. Και ξάφνου μού ήλθαν στο νου πέντε πράγματα που θά 'θελα να γράψω για το χαμό του Τζομπς. Ο ένας θάνατος συμπλήρωσε τον άλλον. Και οι δύο μαζί πρόσθεσαν κι άλλα κομμάτια στο καθημερινό παζλ της σήψης. 

Δεν τους ήξερα τους ανθρώπους, θα ήταν άδικο να πω κάτι εναντίον τους. Και εντελώς άκυρο την στιγμή που οι δικοί τους πενθούν το χαμό τους. Αυτό που ήξερα και για τους δύο ήταν το τι συμβόλιζαν στην Ελλάδα. Ο Τζομπς δεν ήταν ο οραματιστής που έδωσε στον κόσμο τον προσωπικό υπολογιστή, το ποντίκι, την αισθητική στην κάποτε εντελώς ακαλαίσθητη τεχνολογία, που άλλαξε τον τρόπο που ακούμε μουσική, που αναζωογόνησε την τέχνη του κινουμένου σχεδίου και επαναπροσδιόρισε τη σχέση μας με το Internet, βρίσκοντας τον τρόπο να μας κάνει να το έχουμε όντως ανάγκη παντού και πάντοτε -όχι μόνο όταν έχουμε μπροστά μας έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Όχι, ο Τζομπς δεν ήταν τίποτε από τα παραπάνω. Ήταν όμως αυτός που έφτιαξε το iPhone. Το απόλυτο σύμβολο του Νεοέλληνα.

Για τον Γιγουρτάκη, πάλι, φαντάζομαι ότι αν τον πλησίαζε ο Χάρος το προηγούμενο βράδυ και τού έλεγε: "Αύριο θα έλθω να σε πάρω, αλλά θα σου κάνω μια τελευταία χάρη: Θα σε γλιτώσω από τα δακρύβρεχτα, υποκριτικά ρεπορτάζ του Star και από τις ανόητες νεκρολογίες στα κουτσομπολάδικα, αν το θες -και θα περιορίσω τις αναφορές μόνο στις επιχειρηματικές σελίδες των εφημερίδων. Ξέρεις, ότι ήσουν ικανός στη δουλειά σου, ότι έστησες ένα μαγαζί που τα πήγαινε καλά τόσα χρόνια κλπ", μάλλον ο μακαρίτης θα του έλεγε "ΟΚ". Θα ήθελε κι αυτός να γλιτώσει -φαντάζομαι- τις αναφορές στα γρήγορα αυτοκίνητα, τις όμορφες μπίμπο, τις φάρσες και τις αλητείες, την εύκολη μαγκιά και την αδυναμία να τού λένε "όχι" -ως ενδείξεις ενός υπέροχου χαρακτήρα, όπως παρουσιάζονται αυτές τις δύο μέρες από παντού. 

Έπιασα τον εαυτό μου να θλίβεται για το σύμπαν γύρω μου όταν συνειδητοποίησα ότι οι ίδιες γκόμενες που κολλάνε post-it με υπενθυμίσεις στο πίσω μέρος του iPhone τους, που συνεχίζουν να στέλνουν SMS στον καιρό του WhatsApp, που η μοναδική εφαρμογή που ανοίγουν στο τηλέφωνο είναι το Angry Birds, αφού πρώτα έκαναν το καθήκον τους να ποστάρουν στο status τους στο Facebook ένα "R.I.P. Steve Jobs 1955-2011" για να δηλώσουν πως δεν έμειναν αμέτοχες στον διαγωνισμό για το πιο trendy smartphone, πέρασαν μετά κι απ' την σελίδα - βωμό του Νικόλα Γιγουρτάκη για να αφήσουν κι εκεί ένα ψηφιακό δάκρυ. Έσπευσαν να συνδεθούν με το οξυζενέ σύμπαν που μοιρολογεί υποκριτικά για έναν άνθρωπο που δεν γνώριζε καν. Για ένα ομορφόπαιδο του οποίου ζήλευε τα κάμπριο, τις ξανθιές και το ότι απαιτούσε τα πάντα (και σε αντίθεση με τους άτολμους, μέτριους γύρω του, τα έπαιρνε κιόλας). 

Βυθισμένη, λοιπόν, βρέθηκε ξαφνικά μια κάποια Ελλάδα στο πένθος. Θα ήταν αδύνατον να χάσει το trend. Να μην λυπηθεί για τον Τζομπς (και να μην αγχωθεί και λίγο για το επόμενο iPhone), να μην λυπηθεί για τον Γιγουρτάκη που ήταν τόσο σημαντικό γι' αυτήν να μπορεί να λέει ότι τον ξέρει, ότι ήταν φίλος της, ότι κάποτε είχαν χορέψει σ' ένα πάρτυ μαζί, όταν περπάτησαν μια νύχτα στην ίδια πίστα μ' εκείνον, την Χριστίνα Κολέτσα και την Τζούλια Αλεξανδράτου. Και ότι πρόλαβε και τους έβγαλε φωτογραφία. Με το iPhone της.

(Το πρόβλημα είναι ότι δεν είμαι και πολύ σίγουρος πως εκτός από αυτήν την μια κάποια Ελλάδα, υπάρχει και καμμιά άλλη...)

10 Οκτ 2011

Αυτόν τον μήνα τα ηχεία παίζουν: Bjork, Beirut, Dum Dum Girls κ.α

Για ποιον στήνει κώλο η Λάνα ντελ Ρέι;
Ο Σεπτέμβριος ήταν πάντα μήνας μεγάλων αλλαγών για μένα. Από τότε που γεννήθηκα. Ίσως επειδή γεννήθηκα Σεπτέμβριο. Και η μετάβαση από το "μηδέν" στο "είναι" αν μη τι άλλο είναι τεράστια αλλαγή. Αλλά ας αφήσουμε κατά μέρους αυτά τα σαρτρικά γιατί ο σκοπός μου δεν ήταν να προσδώσω βάρος στις γραμμές που ακολουθούν. Ήθελα απλά να γκρινιάξω για το πόσα πολλά πράγματα μαζεύτηκαν γύρω μου (και πάνω μου) τον μήνα που έφυγε. Και να παινευτώ για την απεριόριστη προσαρμοστικότητά μου -σε τούτους τους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε με έσωσε για μία ακόμη φορά απ' την κατάθλιψη και τη μιζέρια. Ναι, με απλά ελληνικά: Πήζω. Αλλά πήζω ακούγοντας νέες και υπέροχες μουσικές (για τις οποίες, βέβαια, δεν βρίσκω χρόνο να γράψω). Δεν θα τις ξεπετάξω συνοπτικά όπως έκανα με την συγκομιδή του καλοκαιριού. Θα ζητήσω από την ανερχόμενη ιέρεια του χιψτερισμού Λάνα ντελ Ρέι μια αποκλειστική πόζα σαν την παραπάνω, θα οπλισθώ με υπομονή και θα ξεκινήσω το παραμύθι μου. Αν βαρεθώ, θα το συνεχίσω σε άλλο post. Αλλά αυτά που πρέπει να γραφούν, θα γραφούν...


John Maus
We Must Become the Pitiless Censors of Ourselves
(Απρίλιος 2011)
Η μουσική του είναι σαν εκείνες που έπαιζα πιτσιρικάς με τα φοβερά και τρομερά γκρίζα σύνθι της Yamaha που είχαν κάτι φίλοι μου. Ρύθμιζα το drum machine και μετά οργίαζα με τα reverb και τα λοιπά φιλτράκια, πληκτρολογώντας όχι μόνο νότες, αλλά ολόκληρα μυθιστορήματα παραμορφωμένων ήχων. Τα φωνητικά του είναι βγαλμένα από κάποιον μεθυσμένο διαγωνισμό καραόκε. Και οι στίχοι του περιέχουν την ξιπασιά που περιμένεις να βρεις σε κάποιον που συνεργάζεται με τον Ariel Pink, τον Panda Bear και τους Animal Collective. Γενικώς, το άλμπουμ κουβαλάει πάνω του μια ανυπόφορη "πιτσφορκιά", τέτοια που με καθυστέρησε μισό χρόνο από το να το πάρω στα σοβαρά. 

Λάθος μου. Γιατί μπορεί μεν να μού είναι εξαιρετικά δύσκολο να το ακούω στο repeat ή να το χωρέσω σ' αυτά που θα συμβολίζουν για πάντα του 2011 μου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι ένας δίσκος με σπάνιες αρετές. Χωρώντας το αποστασιοποιημένο μεγαλείο του Ντέιβιντ Μπάουι και την χαοτική απλοϊκότητα των Joy Division στο ίδιο καζάνι με ηλεκτρονικούς ήχους βγαλμένους από κονσόλα της Konami στην δεκαετία του '80, ο Τζον Μάους καταφέρνει να ξεχωρίζει -αν μη τι άλλο για το θάρρος του. Και το "Cop Killer" (oυδεμία σχέση με το ομώνυμο των Body Count) είναι ο ηλεκτρονικός ύμνος της χρονιάς.






John Maus - Cop Killer


Dum Dum Girls
Only In Dreams
(Σεπτέμβριος 2011)
Δεν είχα διστάσει να καταδικάσω το ντεμπούτο τους στα τάρταρα του "Πο Πο Culture!" με δυόμισι μόνο αστεράκια, λόγω χαοτικότητας και ακατέργαστης μανίας. Αλλά ήδη από το ΕΡ τους φέτος την άνοιξη, είχα αλλάξει ρότα, βλέποντας πως τα κορίτσια έμαθαν να φτιάχνουν και κανονικά τραγουδάκια -από αυτά που ακούγονται. Το άλμπουμ τους είναι πιο δυναμικό σε σχέση με το ΕΡ, αλλά το ίδιο '60s. Είναι το ιδανικό soundtrack για τα πρωινά μου στον δρομο προς τη Λούτσα με το Freewave και τα πανιά φορτωμένα πάνω στ' αμάξι. Δεν είναι τίποτε το απίστευτο, κάτι που δεν έχουμε ξανακούσει ποτέ, κάποιο αναπάντεχο αριστούργημα. Αλλά είναι καλοδουλεμένο και περιέχει 4-5 κομματάκια που είναι γραμμένα για να κάνουν σαρωτικό χιτ (στις πίστες; -το λέμε ακόμη αυτό;). Είναι lo-fi 60's pop που έγινε surf rock και που θέλει να γίνει μερικά πράγματα ακόμη, αλλά μέχρι τότε μας ξεγελάει με κομμάτια σαν το "Bedroom Eyes" που αναγκάζουν τα δακτυλάκια μας να ξαναπατάνε το play μόλις φθάνει στα τελευταία του δευτερόλεπτα. Και ξανά. Και ξανά...






Dum Dum Girls - Bedroom Eyes



Girls
Father, Son, Holy Ghost
(Σεπτέμβριος 2011)

Ήθελα κάποια στιγμή να προσπαθήσω να βγάλω ένα Top 10 της χρονιάς αποτελούμενο μόνο από κορίτσια. Νομίζω ότι θα τα κατάφερνα. Το 2011 είναι "θηλυκή" χρονιά. Θα χωρούσαν και οι Girls, βέβαια, λόγω ονόματος. Βγαλμένο από την πιο άγρια φαντασία των Belle & Sebastian, το δεύτερό τους άλμπουμ περιέχει αυτά το πανέμορφα, απλά, soft-rock τραγουδάκια που ώρες ώρες ξεγλιστρούν σε ένα πηγαίο τζαμάρισμα και που κάποιες άλλες φορές τείνουν προς ένα πομπώδες stoner - prog rock. Μια αυθεντική ροκ μπάντα (με όλα τα "κακά" που κουβαλάει το "αυθεντικός" δίπλα στο "ροκ" -τα ναρκωτικά δηλαδή) από αυτές που σπανίζουν στις μέρες μας.






Girls - Vomit



M83 
Harry Up, We’ Re Dreaming 
(Οκτώβριος 2011) 

Λιγότερο Brian Eno και περισσότερο Cocteau Twins απ’ ότι μέχρι τώρα, λιγότερο shoegaze και περισσότερο danceable, λιγότερο εσωστρεφές και περισσότερο πιασάρικο, το νέο άλμπουμ των (του) Μ83 (Άντονι Γκονζάλεζ), απευθύνεται σ’ ένα ευρύτερο κοινό από τις προηγούμενες δημιουργίες τους, χωρίς όμως να γυρίζει την πλάτη στους πιστούς τους φαν. Συνεπές στις indie electro / ambient pop φόρμες του και με τα φωνητικά να παίζουν όλο και πιο κυρίαρχο ρόλο (με guest εμφανίσεις από καλλιτέχνες όπως η Zola Jesus), είναι ένα περίτεχνο κέντημα mainstream αποδοχής με απόκεντρες κλωστές. Εκεί που σε ζαλίζει γοητευτικά με catchy τραγουδάκια από αυτά που θα κάνουν ραδιοφωνική καριέρα, σου πετάει μετά μια α λα Animal Collective λούπα για τηλεμεταφορά σ’ ένα πειραματικό σύμπαν και μετά μια μπαλάντα με λίγη κιθάρα για το ξεκάρφωμα. Η συνταγή μοιάζει μαγική, αλλά δυστυχώς το πιάτο σερβίρεται λάθος. Σε ένα διπλό άλμπουμ με 22 κομμάτια, αναγκαστικά χωρούν και «σαπάκια». Αν έμενε στα μισά, ίσως μιλούσαμε για τον δίσκο της χρονιάς.


Bjork
Biophilia
(Οκτώβριος 2011)


Μια τεράστια παραφιλολογία είχε ήδη διαφημίσει αυτόν τον δίσκο σαν το μέλλον της μουσικής μήνες πριν ακουστεί έστω και μισή νότα από τα τραγούδια του. Η αιτία ήταν οι νέοι πειραματισμοί της νεράιδας από την Ισλανδία, αυτήν την φορά με το iPad και το iPhone. Το κρίσιμο ερώτημα όμως τώρα που το άλμπουμ υπάρχει εκεί έξω και δεν είναι πια μια απορία για το τι στο διάολο μηχανεύθηκε πάλι η ιδιοφυία της Bjork είναι αν η μουσική ακούγεται. Αν υπάρχουν τραγούδια που θα αγαπήσεις, όπως ήταν κάποτε το "Army of Me" ή το "Bachelorette" και τόσα άλλα. 

Η απάντηση δεν μπορεί να έλθει άμεσα, με ένα "ναι" ή ένα "όχι". Η Bjork έχει αλλάξει στυλ εδώ και μια δεκαετία, ψάχνοντας για ήχους στα πιο παράξενα σημεία, σε μέρη που δύσκολα περιμένεις να σου δώσουν τραγούδια στο τέλος της ημέρας. Η μουσική της δεν είναι πρώτου επιπέδου, αλλά έχει το προτέρημα να μην είναι τόσο παράξενη όσο των υπολοίπων "πειραματιζόμενων". Ως εκ τούτου δεν είναι ποτέ δήθεν. Έχει πάντα κάτι να πει και το λέει -σε κάποιους αρέσει, σε άλλους όχι. Αλλά πάμε πίσω στην απάντηση. Ναι, υπάρχουν μερικά απίθανα τραγούδια στο "Biophilia" (π.χ. το ανατριχιαστικό "Mutal Core" που μπαίνει εύκολα μέσα στην πεντάδα με τα καλλίτερα κομμάτια που έχει γράψει στην 20χρονη καριέρα της. Και όχι, δεν είναι όλος ο δίσκος γεμάτος από τέτοια τραγούδια. Στη μισή του διάρκεια η Bjork κτίζει σιγά σιγά την ατμόσφαιρα της διαστημικής έκρηξης που σε συγκλονίζει στα άλλα μισά. Και το κάνει με την μαεστρία ενός συνθέτη του επιπέδου του Βάγκνερ, του Μπετόβεν ή του Ντεμπισί. Το έχω ξαναγράψει: Σε εκατό χρόνια από τώρα, όταν τα παιδάκια θα διδάσκονται μουσική του 20ου και του 21ου αιώνα, η Bjork θα είναι το πιο πολυσέλιδο μάθημα.






Bjork - Moon




ΤΙ ΑΛΛΟ ΑΚΟΥΣΑ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ: 
Red Hot Chili Peppers – I’m With You: Ακόμη και να είχαν τον Φρουσιάντε στην σύνθεσή τους, και πάλι αμφιβάλλω αν θα κατάφερναν να ακουστούν περισσότερο δημιουργικοί απ’ ότι ακούγονται. Εμμένοντας στη μουσική που εισήγαγαν πριν πολλά χρόνια στον κόσμο, αλλά εκλαϊκεύοντάς την στο έπακρο και στερώντας την από νεανικά τεχνάσματα, μας παρουσιάζουν το χειρότερο άλμπουμ της καριέρας τους κι εμείς λέμε: κρίμα. Και: Δυόμισι αστεράκια / Jesse Sykes & The Sweet Hereafter – Marble Son: Ήμουν τόσο αδαής που δεν είχα καμμία απολύτως ιδέα για το παρελθόν της μπάντας. Και ομολογώ ότι στην αρχή δεν κατάλαβα καν ότι επρόκειτο για την και όχι τον Τζέσι Σάικς… Ίσως γιατί μαγεύθηκα από την γαλήνεια ψυχεδέλεια που βγάζει αυτή η εναλλαγή κιθάρας και keyboards στις country post rock μελωδίες τους. Τέσσερα αστεράκια / Brett Anderson – Black Rainbows: Μας συγκλόνισε με την απίστευτη ζωντανή εμφάνισή του παρέα με τους επανενοποιημένους Suede τον Σεπτέμβριο, αλλά στην σόλο καριέρα του επιμένει να μην εντάσσει καθόλου τους τόνους του ρομαντικού πρίγκηπα που έβαψαν τα δύο πρώτα άλμπουμ της μπάντας. Και στο “Black Rainbows” παραμένει γλυκερός κι ευχάριστος, αλλά κομματάκι αδιάφορος. Το καλλίτερο σόλο άλμπουμ του παραμένει το προ τριετίας “Wilderness”. Τρία αστεράκια / Fool’s Gold – Leave No Trace: Στα αγγλικά και όχι στα εβραϊκά πια, άρα πολύ πιο κατανοητά, τραγουδούν τα αφρο-μεσανατολικο-indie rock κομμάτια του, μ’ αυτό τα γήινο, χαρωπό στυλ που τόσο μας ενθουσίασε στον πρώτο τους δίσκο. Μόνο που δεν εμφανίζουν τίποτε καινούργιο και πρωτότυπο. Τρία αστεράκια / Mia Doi Todd – Cosmic Ocean Ship: Μια Σούζαν Βέγκα στο πιο απογειωμένο, μια St. Vincent στο πιο worldbeat, μια πιο χαρωπή και –βεβαίως- θηλυκή εκδοχή του Λέοναρντ Κοέν, η Μία Ντόι Τοντ μπλέκει μουσικές από όλον τον κόσμο σε ένα ντελικάτο στυλ που έχει ροκ και τζαζ στοιχεία και περιγράφει με όμορφους στίχους ιστορίες από τα ταξίδια της σε όλον τον κόσμο. Τριάμισι αστεράκια / Lana Del Rey – First Album: Με κάθε επιφύλαξη, γιατί δεν είμαι σίγουρος ότι τα κομμάτια που κυκλοφορούν στο Internet θα είναι όντως αυτά που θα παίξουν στο πρώτο της άλμπουμ, δηλώνω ότι καλή η εμφάνιση, αλλά χρειάζεται και κάτι παραπάνω για να γίνεις η νέα ιέρεια της indie κοινότητας. Ωστόσο, η ύπαρξη και μόνο του έπους που λέγεται “Video Games” (και που δεν περιέχεται στο πακέτο που έχω ως “First Album”, πολλαπλασιάζοντας τις υποψίες μου) υπόσχεται ένα υπέροχο μέλλον στο ξανθό κορίτσι με το παπίσιο μουτράκι (κακή πλαστική;). Δυόμισι αστεράκια / Beirut - The Rip Tide: Tώρα που μετρίασε κάπως τις τσιγγάνικες φιλοδοξίες του, ο Ζακ Κόντον κατάφερε να γράψει ένα προστιό, στρογγυλεμένο άλμπουμ με τόσες πολλές όμορφες στιγμές, που σε κάνει να αναρωτιέσαι προς τι ο λόγος για τόση υπερβολή στη μανιέρα στις προηγούμενές του δουλειές... Τριάμισι αστεράκια






Beirut - Santa Fe


(Σύντομα έπεται επική συνέχεια με Feist, St. Vincent, Zola Jesus, Wild Flag, Eleanor Friedberger κι άλλα αγαπημένα κορίτσια. Απλά δεν κρατιόμουν να βάλω την Bjork εδώ -αν και ταίριαζε περισσότερο στο επόμενο. Εσύ, τέλος πάντων, μείνε συντονισμένος.)