28 Φεβ 2014

Οι 10 καλλίτερες διασκευές στους Smiths


O Twin Shadow, κατά κόσμον George Lewis Jr., έχει βαρεθεί να βλέπει στις δισκοκριτικές για τα άλμπουμ του να τον συγκρίνουν με τον Morrissey, Του κάνει φοβερή εντύπωση γιατί δεν τον γούσταρε ποτέ ιδιαίτερα, ούτε νιώθει ότι έχει κάποια ερμηνευτική ή δημιουργική σχέση μαζί του. Κι επειδή, μπορεί να κάνει συναισθηματική ηλεκτρονική μουσική, αλλά δεν του λείπει το χιούμορ, φρόντισε να κλείσει το μάτι σε όλους τους… συγκρίνοντες, διασκευάζοντας το “There Is A Light That Never Goes Out” των Smiths μ’ ένα τρόπο πολύ ιδιαίτερο κι έχοντας για παρέα την Samantha Urbani.

Το κομμάτι είναι το πιο πρόσφατο επεισόδιο σε μια σειρά βίντεο με τίτλο UNDER THE CVRS που ο Twin Shadow ανεβάζει στο κανάλι του στο YouTube, στα οποία διασκευάζει αγαπημένους του καλλιτέχνες. Ως τώρα, μας έχει χαρίσει Tori Amos, Lou Reed, U2, Bruce Springsteen, 10CC και άλλους. Η διασκευή του, πάντως, στο “There Is A Light That Never Goes Out” είναι υπέροχη.



Με έβαλε στο τριπάκι να συμπληρώσω με άλλες 9 την καλύτερη δεκάδα ενός από τα πιο πολυδιασκευασμένα συγκροτήματα (θα θυμάσαι και το προ διετίας Live tribute στους Smiths που έγινε στο Gagarin με Egg Hell, Ilia Darlin, Lumiere Brother, Pan Pan, Tax Collectors και τόσους άλλους, αλλά και το “The Queen Is 25”, μια συλλογή με διασκευές των παραπάνω και αρκετών ακόμη).

Τα υπόλοιπα 9 της δικής μου επιλογής λοιπόν είναι:

Jeff Buckley – “I Know It’s Over”




Radiohead – “The Headmaster Ritual”




Sandie Shaw – “Hand In Glove”




VV Brown – “This Charming Man”




The Puppini Sisters – “Panic”




At The Drive In – “This Night Has Open My Eyes”




Mark Ronson feat. Daniel Merriweather – “Stop Me If You Think You’ve Heard This One Before”




t.A.T.u. – “How Soon Is Now?”




Coheed & Cambria – “A Rush and a Push and the Land is Ours”


(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

27 Φεβ 2014

Οι AC/DC σαραντάρισαν. Ε, και;


Όποιος είχε βρεθεί στο προ τετραετίας live των AC/DC στο Ολυμπιακό Στάδιο θα αντιδράσει τουλάχιστον με ένα «Γιατί όχι;» στην είδηση ότι το γκρουπ ετοιμάζεται να ξεκινήσει περιοδεία, αλλά και να βγάλει νέο άλμπουμ, για να γιορτάσει το ότι σαραντάρισε. Σύμφωνοι, ξεκίνησαν την καριέρα τους στα τέλη του 1973, και τότε ήταν μια εντελώς αλλιώτικη εποχή, αλλά έχουν καταφέρει να μας πείσουν ότι η (σχεδόν αναλλοίωτη από τότε) μουσική που παίζουν, στέκει ακόμη. Και το πετυχαίνουν, κυρίως λόγω των επικών τους συναυλιών και όλων αυτών των ιστορικών ροκ ύμνων που κατά καιρούς έχουν βγάλει.

Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, η επόμενη περιοδεία των Αυστραλών πουρόκερς (sic) θα περιλάβει 40 εμφανίσεις, μια για κάθε κεράκι που κανονικά θα έπρεπε να σβήσουν. Δεν έχει γίνει γνωστό ακόμη, πάντως, πότε θα ξεκινήσει. Περισσότερα πράγματα έχουμε μάθει για το άλμπουμ που επίσης ετοιμάζουν για φέτος: ρον Μάιο θα μετακομίσουν στον Καναδά και θα μπουν για ηχογράφηση σε ένα στούντιο στο Βανκούβερ. Θα είναι το 16ο τους άλμπουμ, το πρώτο εδώ και έξι χρόνια.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

Τι άκουγα σαν σήμερα πριν 1, 10, 20, 30 χρόνια - Φεβρουάριος '14


Ο Φεβρουάριος, έχω παρατηρήσει, είναι ένας μήνας συναρπαστικός στη μουσική συγκομιδή. Όμως η σημερινή τετράδα –ή καλύτερα η τριάδα που αντιστοιχεί στα στρογγυλά 10, 20, 30 χρόνια πίσω- δύσκολα θα ξαναβγεί. Είναι άλμπουμ ιστορικά, άλμπουμ που μοσχοβολάνε ολόκληρη την εποχή τους και σου θυμίζουν και όλα αυτά που ακολούθησαν.


2013
Foals – “Holy Fire”



Γιατί;
Γιατί ο Γιάννης Φιλιππάκης είναι και γαμώ τα παιδιά και τού άξιζε κάποια στιγμή να συζητάει όλος ο κόσμος για το έργο του και όχι μόνο πέντε ψαγμένοι μουσικοκριτικοί. Με το “Holy Fire”, το τρίτο τους άλμπουμ, οι Foals κατέκτησαν charts, ακούστηκαν σε μέρη που δεν θα φανταζόσουν ποτέ ότι θα τους άκουγες όταν τους πρωτοανακάλυπτες πριν από 8 χρόνια και κέρδισαν (για δεύτερη φορά) μια υποψηφιότητα για βραβείο Mercury.

Τι έγραψε η ιστορία;
Μερικά εντυπωσιακά νούμερα, όχι πάντως ιδιαίτερα άγνωστα στους ίδιους τους Foals που κατάφερναν να πετυχαίνουν εμπορική επιτυχία ακόμη και με τα πιο «δύσκολα», πρώτα άλμπουμ τους. Το νούμερο 2 στη Μεγάλη Βρετανία, πάντως, και οι κορυφές των charts διαφόρων χωρών ήταν, αναμφισβήτητα, τα υψηλότερα μέρη που έχουν πετάξει ως τώρα. Πολλοί μουσικοκριτικοί έψεξαν την στροφή προς το πιο εύπεπτο (ακόμη κι αν δεν το κατέκριναν ως «εμπορικό» με την κακή έννοια), αλλά όλοι συμφώνησαν πως αυτό ήταν ένα άλμπουμ που ήξερες ότι κάποια στιγμή θα έβγαζαν οι Foals. Ο πρώιμος ήχος τους το περιείχε κατά κάποιο τρόπο. Ήταν σίγουρο ότι θα τους οδηγούσε εκεί...

Must listen;
Νομίζω ότι το “My Number”, που το πέρσι καλοκαίρι κυριαρχούσε και στο Ανώι, στο μοναδικό μπαρ σε όλη την Κάρπαθο (την πατρίδα του Φιλιππάκη) που αντέχεις ν’ ακούσεις τη μουσική του, είναι η πιο χαρακτηριστική στιγμή του άλμπουμ.



2004
Franz Ferdinand – “Franz Ferdinand”



Γιατί;
Γιατί το γεφύρωμα της «εναλλακτικής» με την ευρύτερα αποδεκτή ποπ γινόταν το 2004 με τον πιο στυλάτο τρόπο από ένα κουαρτέτο από τη Γλασκώβη που ήταν πιο arty απ’ αυτό που σού πρότειναν οι Strokes, αλλά το ίδιο relevant. Και γιατί οι Franz Ferdinand είχαν βρει τον τρόπο να κάνουν τους Stranglers και τους Duran Duran,  τους Roxy Music και τους Gang Of Four να μοιάζουν ένα.

Τι έγραψε η ιστορία;
Το 2004 ήταν μια υπέροχη χρονιά για την Ελλάδα. Διοργανώσαμε τους Ολυμπιακούς, πήραμε το Euro και ο κορυφαίος ροκ σταρ του πλανήτη λεγόταν Καπράνος. Το ομώνυμο ντεμπούτο των Franz Ferdinand τιμήθηκε με το βραβείο Mercury (και ήταν ένα από τα πιο δίκαια Mercuries των τελευταίων ετών, αφού χάρη σ’ αυτό το άλμπουμ ξαναβρήκε η βρετανική σκηνή το ρυθμό για να προλάβει τους Αμερικανούς και τους Καναδούς που είχαν ξεχυθεί σαν τρελοί στον στίβο στην εκκίνηση της δεκαετίας), πούλησε πάνω από τριάμισι εκατομμύρια κόπιες παγκοσμίως και έγραψε τον τίτλο του με ανεξίτηλη μπογιά στη σύγχρονη ροκ. Δέκα χρόνια μετά, ακούγεται το ίδιο φρέσκο, το ίδιο ξεσηκωτικό, το ίδιο σχετικό με το σήμερα όπως τότε.
Οι ίδιοι οι Franz Ferdinand, δυστυχώς, δυσκολεύτηκαν στην πορεία να δικαιολογήσουν την άμεση εκτόξευσή τους στη σφαίρα των ροκ ημίθεων. Το δεύτερό τους άλμπουμ “You Could Have It So Much Better” ήρθε βιαστικά την επόμενη χρονιά και ήταν μια σχετική απογοήτευση. Με το “Tonight” του 2009 οι φίλοι τους διχάστηκαν. Άλλοι μιλούσαν για την καλύτερη δουλειά τους, άλλοι για μια μπάντα που το έχασε όσο γρήγορα το βρήκε. Αυτό που, πάντως, δεν αμφισβητεί κανείς είναι ότι το περσινό “Right Thoughts, Right Words, Right Action” ήταν το οριστικό τους βατερλώ.

Must listen;
Το πολυπαιγμένο “Take Me Out”, με το καθηλωτικό του riff που μετατρέπεται σε ξέφρενο ρεφραίν, και είναι υπεύθυνο για τόσες και τόσες χαμένες ώρες ύπνου από πονεμένους, ξεχαρβαλωμένους σβέρκους που παλινδρομούσαν ουρλιάζοντας τους στίχους και χορεύοντας στα ατελείωτα πάρτυ της απίθανης χρονιάς που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ.



1994
Green Day – “Dookie”



Γιατί;
Γιατί θέλουμε να μείνουμε παιδιά για πάντα. Και να κάνουμε σκέιτ στα μαρμαρένια αλώνια.

Τι έγραψε η ιστορία;
Ήταν το τρίτο άλμπουμ μιας κάπως άγνωστης μπάντας από την Καλιφόρνια, που έπαιζε μια χαρωπή μετεξέλιξη του punk. Έγινε ένα από τα σύμβολα της γενιάς του grunge –κι ας είχε αρκετά διαφορετικό ήχο-, δίνοντας στους Green Day δικαίωμα να συγκρίνονται με μπάντες σαν τους Pearl Jam ή τους Nirvana. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης σ’ αυτό έφερε το MTV, ακόμη μεγαλύτερο όμως εκείνη η τραγουδάρα, το “Basket Case”. Εντελώς αναπάντεχα, πάντως, 10 χρόνια αργότερα, οι Green Day, απείρως πιο ώριμοι πια, μας πρότειναν το “American Idiot”, ένα διαφορετικό, πολύ πιο σοφιστικέ άλμπουμ σε σχέση με το “Dookie”. Το “American Idiot” έμοιαζε σαν αποτέλεσμα της ανάγκης τους να αποδείξουν ότι δεν ήταν τυχαία εκείνη η τρέλα που είχε ξεσπάσει για πάρτη τους το 1994.
Πίσω στο “Dookie”, όμως, που άσκησε τέτοια επιρροή ώστε λίγα χρόνια μετά να ξεκινήσει μια νέα μανία, το emo rock, και που έφτασε να πουλήσει περισσότερα από 20 εκατομμύρια αντίτυπα, χαρίζοντας και μια υποψηφιότητα για Grammy σ’ εκείνους τους παρανοϊκούς πιτσιρικάδες με τα γουρλωμένα μάτια, που ορκιζόσουν ότι ήταν οι ίδιοι που το προηγούμενο βράδυ είχαν γεμίσει γκράφιτι τον τοίχο της αυλής σου και είχαν πετάξει τα άδεια κουτιά από τα σπρέι στο σκύλο σου. Κι όμως, δεν ήταν μια μανία της στιγμής. Ξανακούγοντάς το μετά από είκοσι χρόνια, σου μοιάζει ίσως και καλύτερο. Είναι το σημείο αναφοράς της μοντέρνας punk κι ας ήρθε σε μια στιγμή και από εκεί που κανείς δεν το περίμενε. Όχι τυχαία έχει χωρέσει στις λίστες με τα καλύτερα ροκ (και όχι μόνο) άλμπουμ όλων των εποχών των μεγαλύτερων μουσικών περιοδικών και sites.

Must listen;
“Basket Case”. Θέλει κι ερώτημα;



1984
The Smiths – “The Smiths”



Γιατί;
Γιατί κάπου εδώ λήγει το new wave των synths και οι κιθάρες ξαναπαίρνουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο, φέρνοντας τη Μεγάλη Βρετανία στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των rock fans ανά τον κόσμο. Και με τι τρόπο!

Τι έγραψε η ιστορία;
Η επιτυχία για τους Smiths ήταν άμεση. Λατρεύτηκαν από τους κριτικούς, το κοινό, πούλησαν πολλά βινύλια, γέμισαν όλους τους χώρους που εμφανίστηκαν live. Είχε συμβάλει σ’ αυτό τα μέγιστα η ιδιαίτερη προσωπικότητα του Morrissey. Ένα χρόνο πριν είχαν βγάλει το “Hand In Glove” σε single μέσω της Rough Trade και οι συγκαλυμμένες αναφορές στην ομοφυλοφιλία, παρέα με τα riffs του, είχαν δημιουργήσει έντονο σούσουρο στην underground βρετανική κοινότητα. Οι συνεντεύξεις του frontman Morrissey, πάντα αιρετικές, και οι εμφανίσεις του με τις γλαδιόλες στην κωλότσεπη μετέτρεψαν το σούσουρο σε αγαπημένο θέμα για τα media. Η Rough Trade φρόντισε να τους κλείσει και για άλμπουμ. Το ντεμπούτο τους, το 1984, έγινε κάτι που περίμενε με αγωνία όλη η Αγγλία. Οι Smiths δεν απογοήτευσαν κανέναν.
Το κοινό τίμησε δεόντως το πρωτότυπο μείγμα των Smiths. Οι οσκαργουαλντικές ερμηνείες του κρούνερ Morrissey παρέα με την κομψή, αλλά παραδοσιακή ροκ του Johnny Marr δημιουργούσαν ένα νέο, εμβληματικό στυλ για τη βρετανική μουσική –και αυτό ήταν σαφές πριν καν τελειώσεις με την πρώτη πλευρά του “The Smiths”. Το άλμπουμ παρέμεινε ψηλά στα charts σχεδόν για το σύνολο του 1984, φτάνοντας μέχρι και το νούμερο 2 στη Μεγάλη Βρετανία. Τα επόμενα τρία χρόνια, ακολούθησαν τρία ακόμη αριστουργηματικά άλμπουμ από την ίδια μπάντα, πριν οι Marr και Morrissey τα σπάσουν οριστικά και την διαλύσουν. Η στάμπα που άφησαν μ’ εκείνη τη «μετεωρική» τετραετία που ξεκίνησε από το “The Smiths” δύσκολα θα σβήσει.

Must listen;
Για το “What Difference Does It Make?” ο Morrissey έχει πει ότι είναι ένα από τα λιγότερο αγαπημένα του κομμάτια. Ίσως γι’ αυτό και είναι τόσο μεγαλειώδες. Εμπεριέχει την δημιουργική κόντρα του με τον Marr και στην ερμηνεία του, πιο μπλαζέ, απαθή και αλαζονική απ’ οπουδήποτε αλλού, διακρίνεις την απίστευτη γκάμα των ερμηνευτικών του ικανοτήτων. Συμβολίζει ολόκληρο το άλμπουμ με την εσωτερική του σύγκρουση και το παράξενο μείγμα που οι Smiths είχαν να προτείνουν για μια νέα μουσική Αγγλία.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

24 Φεβ 2014

Ο Μάρκος Πρωθυπουργός


Έπεσα τις προάλλες πάνω σε μια είδηση που έλεγε «Εκτέλεσαν τον Γιώργο Παπανδρέου. Ο πρώην πρωθυπουργός και βουλευτής του ΠΑΣΟΚ είναι νεκρός». Ήταν ένα απόσπασμα από τη νέα ταινία του Δημήτρη Κολλάτου. Συνοδευόταν κι από ένα κομμάτι, σε μουσική Μάρκου Βαμβακάρη και στίχους του σκηνοθέτη – πολιτικού, παράξενο και άχαρο. Μεγάλωσα στον ίδιο δρόμο που έμενε ο Κολλάτος και αντιμετώπιζα πάντα με κάποια συμπαθή περιέργεια αυτό το κράμα σαλεμένης αντίστασης και δημιουργικής γραφικότητας που έβγαζε στο έργο του. Με τα χρόνια, βέβαια, έμεινε μόνο η γραφικότητα –ή εγώ απλά ωρίμασα- και κρατήθηκα μακριά του. Ισοπεδώθηκε και η μονοκατοικία του κι έγινε μια ογκώδης, απρόσωπη πολυκατοικία. Αλλά αυτό με το θάνατο του ΓΑΠ και η διασκευή στο κομμάτι του Βαμβακάρη μού έφεραν αναμνήσεις από το παρελθόν, τότε που φοιτητής ακόμη το είχα ρίξει στη μελέτη του ρεμπέτικου.

Δεν έχει και πολύ νόημα να μιλήσουμε για το ίδιο το ρεμπέτικο εδώ, αλλά αξίζει να θυμηθούμε την ιστορία του «Ο Μάρκος πρωθυπουργός» ή απλά «Οι πρωθυπουργοί», ενός από τα πιο γνωστά σατιρικά τραγούδια του, όπως την κατέγραφε ο ίδιος ο Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του... Μετά την παλινόρθωση της μοναρχίας τον Οκτώβριο του 1935, Πρωθυπουργός της χώρας γίνεται ο Συνταγματάρχης Γεώργιος Κονδύλης. Στις 30 Νοεμβρίου ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β’, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, θα διορίσει για Πρωθυπουργό έναν πολιτικό, τον Κωνσταντίνο Δεμερτζή, με σκοπό την διεξαγωγή εκλογών. Ο Δεμερτζής θα κυβερνήσει μέχρι τις 13 Απριλίου του 1936, όταν και θα πεθάνει από ανακοπή καρδιάς. Ενάμιση μήνα νωρίτερα, ο Κονδύλης είχε φύγει κι αυτός από τη ζωή, από καρδιακή προσβολή.

Αλλά ο θάνατος που είχε σημαδέψει περισσότερο από όλους την Ελλάδα εκείνη την άνοιξη ήταν αυτός που σημειώθηκε στις 18 Μαρτίου, όταν αποδήμησε εις Κύριον ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επίσης από καρδιά (είχε, βέβαια, προηγηθεί βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο). Μετά και το θάνατο του Δεμερτζή και καθώς η κυβέρνηση περνούσε πια στον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος στις 4 Αυγούστου θα εγκαθίδρυε δικτατορία, ο Μάρκος Βαμβακάρης κάθισε κι έγραψε ένα από τα σκωπτικά του τραγούδια, με θέμα τους θανάτους των πρωθυπουργών.

Ήταν αυτό εδώ:


Στην αυτοβιογραφία του, ο Μάρκος Βαμβακάρης αναρωτιόταν πώς έγινε και πέθαναν τέσσερις – πέντε πρωθυπουργοί μέσα σε μια μόνο χρονιά, αλλά και δήλωνε τυχερός που πρόλαβε κι έβγαλε το κομμάτι σε δίσκο, πριν ο Μεταξάς καταλύσει τη δημοκρατία, γιατί τότε δεν θα είχε ελπίδα να περάσει από τη λογοκρισία. Γιατί, όμως, ο Συριανός ρεμπέτης μιλούσε για πέντε θανάτους, ενώ εμείς θυμηθήκαμε τρεις;

Η ιστορία είναι ότι το σερί θανάτων πρωθυπουργών της Ελλάδας συνεχίστηκε στις 17 Μαΐου, όταν πέθανε ο Παναγής Τσαλδάρης, από ανακοπή καρδιάς. Είχε διατελέσει πρωθυπουργός από το 1932 ως το 1935, εναλλάξ με το Βενιζέλο, στα τελευταία 3 χρόνια της βραχύβιας Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας που εγκαθιδρύθηκε το 1924 όταν κηρύχθηκε έκπτωτη η βασιλική δυναστεία. Στις 16 Σεπτεμβρίου, ενάμιση μήνα μετά τη δικτατορία Μεταξά, έφυγε από τη ζωή –από γηρατειά αυτός- ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, που είχε διατελέσει 6 φορές Πρωθυπουργός στο παρελθόν, αλλά και Πρόεδρος της Δημοκρατίας, την περίοδο που ήταν έκπτωτος ο Βασιλιάς. Το μέτρημα του Βαμβακάρη σταματά κάπου εδώ, αλλά η Ιστορία λέει ότι εκείνη τη χρονιά οι Έλληνες Πρωθυπουργοί που έφυγαν για τον άλλο κόσμο ήταν έξι. Στις 17 Νοεμβρίου, από ανακοπή καρδιάς και αυτός, πέθανε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου που είχε διατελέσει το 1932 Πρωθυπουργός για μια εβδομάδα, μετά την 4η Πτώχευση της Ελλάδας και μέχρι ο Βενιζέλος να καταφέρει να ξανασυγκροτήσει την Κυβέρνηση που διαλύθηκε ως μια από τις συνέπειες του τραγικού εκείνου συμβάντος.

Πάμε όμως πίσω στο τραγούδι του Βαμβακάρη, γιατί όποιος το ακούσει σήμερα, δύσκολα θα το συνδέσει με την εποχή εκείνη. Στις τρεις στροφές που υπάρχουν στην ηχογράφηση της άνοιξης του ’36 δεν αναφέρεται ο θάνατος κάποιου πρωθυπουργού. Ακούγεται μόνο ο στίχος «όσοι γίνουν πρωθυπουργοί, όλοι τους θα πεθάνουν», κάπως προφητικός, σίγουρα επιθετικός. Η αλήθεια είναι ότι υπήρχε μία ακόμη στροφή, αυτή με την οποία ξεκινούσε το τραγούδι, την οποία ο Μάρκος τραγουδούσε στο μαγαζί που έπαιζε στην Άνω Σύρα, αλλά που δεν μπορούσε –για ευνόητους λόγους- να ηχογραφήσει. Η στροφή ήταν αυτή: Επέθανε ο Κονδύλης μας πάει και ο Βενιζέλος την πούλεψε κι ο Δεμερτζής που θα ‘φερνε ένα τέλος

Για την ιστορία, η σημερινή διασκευή του Δημήτρη Κολλάτου στο ιστορικό, σατιρικό ρεμπέτικο του Μάρκου Βαμβακάρη εμπλέκει, πέραν του Γιώργου Παπανδρέου, τον Ευάγγελο Βενιζέλο, τον Αντώνη Σαμαρά, το Φώτη Κουβέλη και τον Άκη Τσοχατζόπουλο. Αν αντέχεις να το ακούσεις, είναι αυτό εδώ –μαζί με σκηνές από τη νέα ταινία του σκηνοθέτη:


(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

19 Φεβ 2014

Νέο τραγούδι και άλμπουμ για τον Conor Oberst


Η τελευταία καλή (αλλά απλά καλή) δουλειά του κάποτε πολυπράγμονος Conor Oberst ήταν το “The People’s Key” που έβγαλε ως Bright Eyes το 2011. H τελευταία πραγματικά σπουδαία του δουλειά ήταν πάλι ως Bright Eyes, το 2007, όταν κυκλοφόρησε το “Cassadaga”. Αλλά όλοι εμείς οι πιστοί του φίλοι, που κάποτε είχαμε την ευτυχία να ακούμε ένα κορυφαίο άλμπουμ του το χρόνο (πολλές φορές και δύο), ελπίζουμε πάντα ότι σχεδιάζει μια εντυπωσιακή επιστροφή στην κορυφή.

Το “Hundreds of Ways”, το καινούργιο του τραγούδι, είναι έντονα επηρεασμένο από την κάντρι, αλλά χωράει και μπόλικα έθνικ στοιχεία, που το φέρνουν κοντά στον Paul Simon, και είναι το είδος κομματιού που σε κάνει να νιώθεις αισιόδοξος ότι ο Oberst το πάει για σπουδαίο comeback.


Παράλληλα με το κομμάτι, ο καλλιτέχνης ανακοίνωσε και λεπτομέρειες για το επόμενό του άλμπουμ. Δεν θα είναι Bright Eyes αυτή τη φορά, αλλά Conor Oberst και θα έχει τίτλο “Upside Down Mountain”. Πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 20 Μαΐου και όντως θα μυρίζει πολύ κάντρι. Το “Hundreds of Ways” θα είναι το πρώτο του single και θα βγει στις 19 Απριλίου, ανήμερα της «Ημέρας των Δισκοπωλείων» δηλαδή.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

18 Φεβ 2014

Πρωτομαγιά με τη Lana Del Rey


Τι συνέβη όταν ενθουσιώδεις fans σταμάτησαν την Lana Del Rey στη μέση του δρόμου για να της ζητήσουν αυτόγραφα; Πολλά και διάφορα υπέροχα. Κατ’ αρχάς ο ένας από αυτούς είχε γενέθλια και όταν το έμαθε η καλλιτέχνις αποφάσισε να του τραγουδήσει το “Happy Birthday” και να του δώσει κι ένα φιλάκι. Μια άλλη fan κατέγραψε τη σκηνή σε βίντεο και τόλμησε να ρωτήσει τη Lana πότε θα βγει το νέο της άλμπουμ. Κι εκείνη, αφηρημένη, απάντησε «την 1η Μαΐου». Και μετά, όταν συνειδητοποίησε ότι αυτό που είπε καταγραφόταν, προσπάθησε –μεσ’ στη γλύκα, πάντα– να το μαζέψει... Μέχρι προχθές δεν ήταν γνωστή η ημερομηνία κυκλοφορίας του, βλέπετε.

Αλλά αυτοί οι fans παραήταν ευγενικοί και η Lana Del Rey παραήταν καλή μαζί τους, οπότε μετά από λίγο συνέχισε να μιλά για το νέο άλμπουμ, που θα το λένε “Ultraviolence” και που «είναι τόσο καλό που κατάφερε να με κάνει να ξεχάσω το προηγούμενο. Το έχω ερωτευθεί», όπως χαρακτηριστικά είπε η τραγουδίστρια. Σύμφωνοι, παραήταν καλή και αποκαλυπτική για ένα τυχαίο συναπάντημα στο δρόμο και, επίσης σύμφωνοι, στην εποχή που το μάρκετινγκ παίζει πια με τους κανόνες των social media, μοιάζει λίγο στημένο όλο αυτό, αλλά δεν θα ήταν πιο ωραία αν δεν ήμασταν καχύποπτοι για τα πάντα;

Δες το βίντεο με τις αποκαλύψεις εδώ:


(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

17 Φεβ 2014

Η ιστορία του "The River" του Bruce Springsteen


Από την πρώτη κιόλας στιγμή που το άκουσε, η Ginny (απ’ το Virginia) κατάλαβε ότι το τραγούδι δεν μιλούσε για κάποια Mary, αλλά για την ίδια και για τον άντρα της. Η αδελφή του Bruce Springsteen είχε μείνει έγκυος από το αγόρι της, όσο ακόμη πήγαινε στο σχολείο. Εκείνη 17, εκείνος 19, παντρεύτηκαν χωρίς πολλά χαμόγελα, χωρίς να την παραλάβει στο τέλος του διαδρόμου της εκκλησίας, περίπου όπως τα λένε κι οι στίχοι του “The River”.

Τα πράγματα για το νεαρό ζευγάρι δεν εξελίχθηκαν εύκολα. Κανείς δεν περίμενε ότι θα εξελίσσονταν εύκολα, ούτως ή άλλως. Η φυσαρμόνικα που γεμίζει σαν κατάρα τα πρώτα δευτερόλεπτα του κομματιού στο κάνει σαφές από την αρχή: Εδώ δεν θ’ ακούσεις ευχάριστα πράγματα. Κι όμως, πάνω από τρεις δεκαετίες μετά, ο Mickey και η Ginny είναι ακόμη μαζί. Ιδωμένο από το 2014, το “The River” του 1980 (τότε κυκλοφόρησε, γράφτηκε ένα χρόνο πριν όμως), μεταμορφώνεται τελικά σε μια αισιόδοξη, σχεδόν νοσταλγική ματιά. Αυτή είναι η μαγεία με το έργο διαχρονικών καλλιτεχνών, όπως ο Bruce Springsteen.

Το 1979, όταν το «Αφεντικό» έγραψε το κομμάτι, το προόριζε για το “The Ties That Bind”, ένα άλμπουμ που δεν κυκλοφόρησε τελικά ποτέ. Το “The River” και τα έξι ακόμη τραγούδια που είχε ολοκληρώσει ο Bruce Springsteen το ’79, ενσωματώθηκαν στο “The River” του 1980, ένα διπλό άλμπουμ με 20 συνολικά τραγούδια. Αλλά το ομώνυμο ήταν ήδη γνωστό στο κοινό του. Το έπαιξε για πρώτη φορά στις 21 Σεπτεμβρίου του 1979 στο Madison Square Garden. Ήταν στο πλαίσιο μιας εμφάνισής του για τον φιλανθρωπικό έρανο “No Nukes” –όπου διάφοροι ευαισθητοποιημένοι καλλιτέχνες της εποχής προσπαθούσαν να ενεργοποιήσουν την κοινή γνώμη ενάντια στην πυρηνική ενέργεια. Ανάμεσα στο κοινό καθόταν και η Ginny…

Διαβάζω στην υπέροχη βιογραφία «Μπρους» του Peter Ames Carlin που εδώ και λίγες ημέρες κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ροδακιό (σειρά Λατέρνατιβ): «Για την Τζίνι, που δε γνώριζε ότι ο αδερφός της είχε γράψει ένα τραγούδι για κείνη, η ακρόαση της ζωντανής πρώτης του παρουσίασης στo Madison Square Garden ήταν, το λιγότερο, εξοντωτική. “Ήταν υπέροχο που το έγραψε κι όλα αυτά, αλλά κάθε λέξη του ήταν αλήθεια”, λέει. “Και να με εγώ εντελώς εκτεθειμένη (στο κοινό). Στην αρχή δε μου άρεσε – τώρα είναι το αγαπημένο μου τραγούδι”».

Τι λέει όμως το τραγούδι, που το καθιστά τόσο βαρύ; Περιγράφει τη σχέση από την αρχή και το πώς αλλάζει δραματικά, λόγω της εγκυμοσύνης. Στη μέση του, μάλιστα, μιλά για την εποχή που ο Mickey έχει απολυθεί από τη δουλειά που έπιασε βιαστικά, όταν αναγκάστηκε να παντρευτεί την Ginny, και περιγράφει το άγχος του για το πώς θα ζήσει την οικογένεια που αναγκάστηκε να αποκτήσει. Τα όνειρά του Mickey σβήστηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη –ή έπρεπε να αναβληθούν για καιρό. Τουλάχιστον αυτό λέει μια δεύτερη ανάγνωση του “The River”, που ανακαλύπτει μια αισιοδοξία στο στοιχειωμένο του ρυθμό. Ο ποταμός που συνεχίζει να ρέει είναι τα όνειρα που δεν πεθαίνουν ποτέ…

Ξαναγυρίζω στις σελίδες του «Μπρους»: «Ο Μπρους ήταν λίγο πιο προσεκτικός με την ηχογράφηση του “The River”, της λιτής ακουστικής μπαλάντας που αφηγείται την ιστορία ενός νεαρού ζευγαριού αναγκασμένου –από μια τυχαία εφηβική εγκυμοσύνη- να βιώσει την ίδια σκλαβιά της εργατικής τάξης που είχε καταστρέψει τις ζωές των γονιών τους και των παππούδων τους. Άλλη μια θυσία στους δίδυμους βωμούς της οργανωμένης θρησκείας και του αμερικανικού ταξικού συστήματος».

Πέρα από την περιγραφή του δράματος του Mickey και της Ginny, το παραπάνω απόσπασμα παραπέμπει και στην πολύ οργανωμένη δομή που είχε το κομμάτι, από τη φυσαρμόνικα της αρχής, μέχρι την κορύφωση στο ρεφρέν, κάθε φορά που ο νεαρός άντρας (οι στίχοι είναι σε α’ ενικό) κατεβαίνει στο ποτάμι και σκέφτεται ή θυμάται. Δεν είναι τυχαία ένα από τα πιο κλασικά τραγούδια του Bruce Springsteen. Χωρίς να κυκλοφορήσει ποτέ αυτόνομο σε single στις ΗΠΑ (μόνο στην Δυτική Ευρώπη), έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή κομμάτια του πίσω στην πατρίδα –και ακόμη περισσότερο στη δική μας ήπειρο, όπου είχε εξαιρετικές επιδόσεις στα charts της Σκανδιναβίας. Και βέβαια, παίζει διαχρονικά ένα σημαντικό ρόλο στα live του Bruce Springsteen και της E-Street Band. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι σε όλες του τις συλλογές και, σαφώς, δεν θα μπορούσα να το έχω αφήσει έξω από το απόλυτο Top 10 του, που δημοσίευσα πριν λίγες ημέρες εδώ.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

16 Φεβ 2014

Πώς να βγάλεις λεφτά μέσω Spotify


Όποιος χρησιμοποιεί το Spotify και δεν έχει Premium λογαριασμό, θα έχει ακούσει τον συμπαθή τυπάκο που μιλάει στα διαφημιστικά σποτ της εταιρείας, να του εξηγεί ότι «κάθε τραγούδι που ακούει στο Spotify σημαίνει έσοδα για το μουσικό». Η εξίσωση είναι απλή. Αν έχεις συνδρομή στην υπηρεσία, πληρώνεις ένα ποσό. Κομμάτι αυτού του ποσού πηγαίνει στους καλλιτέχνες που τιμάς με τα κλικ σου. Αν δεν έχεις συνδρομή, ακούς και βλέπεις διαφημίσεις. Κομμάτι των χρημάτων που πληρώνουν οι διαφημιζόμενοι πηγαίνει κι αυτό στους μουσικούς που ακούς μέσω της υπηρεσίας. Τίμιο. Έξυπνο. Απλό.

Πράγμα που σημαίνει ότι ο Avicii πρέπει να καθαρίζει εκατομμύρια. Αλλά ακόμη κι εσύ έχεις ελπίδα να βγάλεις ένα μεροκαματάκι. Πώς; Δεν είναι ανάγκη να έχεις συμβόλαιο με κάποια δισκογραφική για να ανεβάσεις τη μουσική σου στο Spotify. Ούτε να ηχογραφήσεις κάποιο δίσκο υπερπαραγωγή. Το ερώτημα, βέβαια, που θα θέσεις είναι «γιατί κάποιος να ακούσει το άλμπουμ μου, αν είμαι παντελώς άγνωστος και ο ήχος είναι χάλια;». Υπάρχει απάντηση…

Ο Matt Farley δεν έχει ιδιαίτερο ταλέντο στη μουσική. Παίζει 2-3 ακόρντα στην κιθάρα του και αυτό είναι όλο. Ηχογραφεί με τα ελάχιστα μέσα, αλλά το αποτέλεσμα είναι ικανοποιητικό. Έχει γράψει όμως και ανεβάσει στο Spotify πάνω από 14.000 τραγούδια. Βγάζει κάπου 1.500 ευρώ το μήνα χάρη στην προσπάθειά του αυτή. Πώς το πετυχαίνει; Έψαξε λίγο τον αλγόριθμό του Spotify (γιατί άμα δεν έχεις κάποιες προγραμματιστικές ικανότητες στις μέρες μας, δεν πας πουθενά) και είδε ότι στις αναζητήσεις πολύ συχνά ο κόσμος ψάχνει ό,τι να ‘ναι. Για παράδειγμα, κάποιος που είναι από το Newcastle θέλει να βρει αν υπάρχουν τραγούδια για την πόλη του. Με δεδομένο μάλιστα ότι Newcastle υπάρχουν πολλά ανά τις αγγλόφωνες πόλεις στον κόσμο, θα υπάρχουν και πολλοί Νεοκαστρίτες που θα έχουν ψάξει κάποια στιγμή για κάτι αντίστοιχο. Αν εσύ ήσουν από το Newcastle κι έπεφτες πάνω σ’ ένα κομμάτι με τον τίτλο «Newcastle is a Nice City in New South Wales, Yeah Yeah», δεν θα το έπαιζες;

Ο συγκεκριμένος τίτλος δεν είναι τυχαίος. Είναι το όγδοο από τα 45 τραγούδια του πρώτου μέρους από τα δύο που αποτελούν το άλμπουμ “These Australia Places Deserve These Nice Songs” από τον καλλιτέχνη The Guy Who Sings Songs About Cities & Towns, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον Matt Farley. Τα υπόλοιπα 90 τραγούδια του άλμπουμ είναι σχεδόν ίδια, αλλά ο Farley ξέρει ότι δεν θα κάτσεις να ακούσεις όλο το δίσκο του. Όποιος είναι από το Σίδνεϊ θα ακούσει το τραγούδι του για το Σίδνεϊ, όποιος είναι από τη Μελβούρνη, για τη Μελβούρνη –και πάει λέγοντας.

Τα αγαπημένα του θέματα είναι οι πόλεις, οι αθλητικές ομάδες και οι σελέμπριτις. Για να τα καλύψει έχει επινοήσει διάφορα γκρουπ και ψευδώνυμα. Για τις διασημότητες δηλαδή, τραγουδούν οι Papa Razzi and the Photogs, που δεν είναι άλλοι, φυσικά, από τον ίδιο τον Farley. O τύπος βρίσκεται πίσω από 65 περίπου καλλιτέχνες ή γκρουπ που έχουν λογαριασμό στο Spotify αυτή τη στιγμή. Έχει βγάλει πάνω από 200 άλμπουμ…

Αν έχεις Spotify, άκου το “Somebody Needed to Make These Songs” των Papa Razzi and the Photogs και μάθε μερικά πράγματα για τους Ναπολέοντα Βοναπάρτη, Ερρίκο τον Η’, Δαρβίνο, Καρλ Μαρξ, Καρλομάγνο, Justin Bieber και Priscilla Presley μεταξύ άλλων.



(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

14 Φεβ 2014

Το Internet οδεύει προς "φτηνά" και "ακριβά" δεδομένα;


Μια νέα καμπάνια που θυμίζει την προ διετίας (επιτυχημένη) προσπάθεια να ανακοπούν τα SOPA/PIPA φαίνεται πως θα μας απασχολήσει τις επόμενες ημέρες. Τότε το διακύβευμα ήταν η ροή δημιουργίας μέσω Internet. Τα Stop Online Piracy Act / Protect Intellectual Property Act επιχειρούσαν να φέρουν το Internet υπό τον έλεγχο των διαχειριστών των πνευματικών δικαιωμάτων, επικαλούμενα την ανάγκη να τιθασευτεί το πρόβλημα της πειρατείας. Σήμερα το ζήτημα έχει να κάνει με το τι είδους δεδομένα θα μπορούμε να κατεβάζουμε εύκολα και γρήγορα και για ποια θα «πληρώνουμε» κάτι παραπάνω.

Οι συζητήσεις σε ΕΕ και ΗΠΑ περιστρέφονται γύρω από την ανάγκη –την οποίαν έχουν θέσει οι ISPs και τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας- να γίνεται μια «λογική» διαχείριση της κίνησης δεδομένων μέσω Internet. Κοινώς, οι πολυεθνικές που διαχειρίζονται την ραχοκοκαλιά του δικτύου προσπαθούν να βρουν ένα τρόπο να κερδίσουν κάτι παραπάνω. Ήδη η AT&T παρουσίασε στο πρόσφατο CES την ιδέα της για “sponsored data”. Αν είσαι π.χ. το Netflix και μπεις στο πρόγραμμα χορηγίας δεδομένων, τότε ο συνδρομητής της AT&T θα μπορεί να κατεβάζει το “House of Cards” δωρεάν, χωρίς να επηρεάζεται ο λογαριασμός του. Αν κατεβάσει, όμως, μια ταινία –ας πούμε- από κάποια άλλη πηγή, θα κάνει χρήση των δεδομένων που έχει στο συμβόλαιό του.

Διεθνείς μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί όπως ο Avaaz.org έχουν σηκώσει ήδη τη σημαία κατά της πιθανότητας να αναιρεθεί η «ουδετερότητα του δικτύου» όπως ορίστηκε το 2010. Στις 21 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς η FCC (Federal Communications Committee) που είναι υπεύθυνη για τις επικοινωνίες στις ΗΠΑ απαγόρευσε στους ISPs να μπλοκάρουν «νόμιμη» κίνηση δεδομένων. Ωστόσο πριν λίγες ημέρες, το ομοσπονδιακό εφετείο αποφάσισε ότι η FCC δεν μπορεί να επιβάλει την απαγόρευση αυτή. Κάτι τέτοιο ανοίγει το δρόμο για τα πλάνα της AT&T και των υπολοίπων εταιρειών που πιέζουν για το διαχωρισμό των δεδομένων σε «φτηνά» (δωρεάν, μάλλον) και «ακριβά». Οι ακτιβιστές του Internet παίρνουν ήδη θέσεις στις επάλξεις…

Στην απορία «γιατί είναι κακό αυτό που προτείνει η AT&T;», η απάντηση είναι «δεν υπάρχει καλό και κακό στο Internet». Αλλά… Η κοινή λογική μας οδηγεί στο ότι, αν τελικά πάψει η ουδετερότητα του Internet, αυτός που θα πληρώνει περισσότερα θα είναι αυτός του οποίου τα δεδομένα θα διακινούνται πιο γρήγορα, πιο φτηνά, πιο εύκολα. Για τον τελικό χρήστη, στο υποθετικό παράδειγμα του Netflix που αναφέραμε πιο πάνω, θα είναι τελικά πιο δελεαστικό να κάνει μια συνδρομή εκεί και να κατεβάζει τα πάντα δωρεάν από τον πάροχό του, παρά να προσπαθεί να τα κατεβάσει «πειρατικά» από κάποιο torrent το “House of Cards”, χωρίς μεν να πληρώνει συνδρομή στο Netflix, αλλά πληρώνοντας για την πρόσβαση στο Internet.

Ακόμη πιο απλά, μικρές, ανεξάρτητες φωνές, που τώρα μπορούν να συντηρούν ένα site και να ανεβάζουν υλικό εκεί, θα γίνουν ξαφνικά πιο δυσπρόσιτες. Μπροστά π.χ. σε ένα «ακριβό» βίντεο για τις σφαγές στη Συρία, ένα «δωρεάν» βίντεο για τα καμώματα του Justin Bieber θα έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να πάρει το κλικ του χρήστη. Να το κάνουμε ακόμη πιο λιανό: Έστω ότι έχουμε ένα «ακριβό» βίντεο που λέει την ιστορία για τις σφαγές στη Συρία με τον α’ τρόπο και ένα «φτηνό» ή «δωρεάν» βίντεο που τη λέει με τον β’. Ποια εκδοχή της ιστορίας τελικά θα επικρατήσει;

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

4 Φεβ 2014

Χωράει ο νεορομαντισμός στο 2014;


Ταγγέρη, βαμπίρ, Κιτ Μάρλοου, το πανέμορφο Michigan Theater του Ντιτρόιτ... Βγαίνοντας από την αίθουσα που έπαιζε το «Μόνο Οι Εραστές Μένουν Ζωντανοί» του Jim Jarmusch, προσπάθησα για μια στιγμή να ταξιδέψω 20 χρόνια πίσω, να μπορέσω να ξαναρουφήξω με μια βαθιά ανάσα όσο νεορομαντισμό μπορώ να χωρέσω μέσα μου. Σύντομα είχα εγκαταλείψει την προσπάθειά μου και γύρευα να βρω ψεγάδια στην αφήγηση του Jarmusch: Μήπως παραήταν προφανείς οι αναφορές στον Μπάιρον και τον Σέλεϊ; Μήπως άξιζε λίγη περισσότερη σοφία σ’ ένα ρόλο σαν του Μάρλοου –κι εκείνη η μαχαιριά στο πορτρέτο του Σαίξπηρ μήπως ήταν κάπως κακόγουστο αστείο;

Τι συμβαίνει λοιπόν; Δεν χωράει ο νεορομαντισμός στο 2014; Φοβάμαι πως όχι. Και αυτό, τούτος ο λάθος συγχρονισμός, είναι το μόνο στοιχείο που απαγορεύει στην ταινία του Jarmusch να απογειωθεί στη σφαίρα του αριστουργήματος. Σκέφτομαι πως αν έβλεπα την ίδια ακριβώς ταινία το 1994, τότε που οι Suede έβγαζαν το “Dog Man Star” και που η Anne Rice ολοκλήρωνε το “Memnoch the Devil”, το πέμπτο βιβλίο της σειράς της “The Vampire Chronicles”, θα ερωτευόμουν με μιας την Eve – Tilda Swinton του Jarmusch, την κατάλευκή της σάρκα, τη σχεδόν ατάραχη κίνηση του μυαλού της, τον τρόπο που διακοσμεί το δωμάτιό της με στοίβες δερματόδετων βιβλίων. Και θα ταυτιζόμουν με τον Adam. Θα ξανάπιανα την κιθάρα μου για να κεντήσω κάποιο αργόσυρτο, μελαγχολικό σόλο. Θα σκάλιζα ξανά το έργο της Μαίρης Σέλεϊ, θα ξαναχόρταινα τον «Φράνκενστάιν», θα ξαναφόραγα μαύρα, θα άφηνα τα μαλλιά μου πιο μακριά και τους τρόπους μου πιο δανδικούς, θα έκλεινα επιτέλους ένα εισιτήριο για την Ταγγέρη.

Είναι θέμα στυλ; Ή είναι θέμα της διαδοχής των εποχών; Ο νέος ρομαντισμός που φούντωσε ξανά την περίοδο ’92 – ’99 μοιάζει παράταιρος στον καιρό της μεγάλης τρέλας. Η οικονομική κρίση, έτσι βιαστικά που ήρθε μετά το ξέσαλο πάρτυ, χωρά περισσότερο έναν ισοπεδικό κυνισμό ή μια ματιά avant garde, παρά το αυτομαστίγωμα των ρομαντικών, όση σήψη κι αν έχει φέρει μαζί της. Μη σου πω ότι στεγάζει πιο εύκολα Μάρκους Σεφερλήδες παρά Κόρε Ύδρους (που είναι και της μόδας να μιλάς γι’ αυτούς –αν κι έχω ακόμη ένσταση κατά πόσο είναι νεορομαντικοί ή απλά trolls).

Η ιστορία, βέβαια, θέλει να με διαψεύσει (γιατί συνηθίζει να επαναλαμβάνεται). Ο νεορομαντισμός κάνει υπέροχους κύκλους εικοσαετιών. Για είκοσι χρόνια ανδρώνεται, με αποκορύφωμα πάντα στο τέλος της περιόδου, πριν εξαφανιστεί για άλλα είκοσι και ξανάρθει μετά. Ίσως ο Jarmusch να βιάστηκε ν’ ανεβεί σ’ ένα νέο κύκλο του. Δεν έχουν καλά καλά περάσει οι δύο δεκαετίας από το αραχνιασμένο soundtrack των Suede. Ούτε κι οι ίδιοι δεν τόλμησαν τόσο βαθιά βουτιά σ’ εκείνη τους την δεκαετία με το, κατά τ’ άλλα, υπέροχο περσινό “Barriers”. Το μέλλον θα δείξει. Μετά από κάθε μεγάλη αναταραχή, μετά από κάθε τρέλλα ή επιδημία, έρχεται αυτός ο υπέροχος βάλτος όπου μόνο οι αλλοπαρμένοι, φαινομενικά απαθείς ρομαντικοί ξεχωρίζουν.

Δεν θα με χαλούσε λίγος Lewis Carroll με την "Αλίκη και τη Χώρα των Θαυμάτων", δεν θα με χαλούσε μια νέα σειρά από «Αν» του Kipling, λίγη νεογοτθική αρχιτεκτονική, λίγο πιο σκοτεινή μουσική. Όλα αυτά γίνονται υπέροχα φρένα σε μια έξαλλη πορεία. Σε βοηθούν να πάρεις πέντε ανάσες, να ξανασκεφτείς από πού ήλθες και πού θες να πας. Παίρνουν μαζί τους μερικά θύματα, είναι η αλήθεια, και με μια βαμπιρική δαγκωματιά σε βυθίζουν για αρκετό καιρό στο δαντικό προαύλιο της κόλασης, στην αιώνια ζαλάδα που μουδιάζει την όρεξη, αλλά προετοιμάζει το μάτι. Και μετά, όσο περισσότερο έχεις παρατηρήσει, τόσο πιο εύστοχα γίνονται τα βέλη σου για την επόμενη μέρα. Αλλά ας εγκαταλείψω το παραλήρημα τώρα. Στα ηχεία έχουν ήδη ορμήξει οι Mercyful Fate και έχω καλωσορίσει παράδοξα θετικά την εισβολή τους. Ήρθε η ώρα να τους ανακαλύψω ξανά (και να θυμηθώ πώς ήταν τα πράγματα εκεί στην αρχή του προηγούμενου νεορομαντικού κύκλου...)

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)