14 Μαΐ 2012

1974: Όταν το ΠΑΣΟΚ ήταν ξανά τρίτο κόμμα με 13%




Ίδια θέση, ίδιο ποσοστό, άλλη δυναμική. Πόσο απέχουν μεταξύ τους τα 38 χρόνια που χωρίζουν την ανατολή από την δύση (;) του ήλιου του ΠΑΣΟΚ.

Το ποσοστό: 13,5%.
Λίγο πάνω (13,58% τότε), λίγο κάτω (13,18% τώρα), μικρό ρόλο παίζει. Αυτό που μετράει είναι ότι σε τίποτε δεν μοιάζει με τα 48άρια της «Αλλαγής» και τα 43άρια του Σημίτη και του ΓΑΠ. Σε τίποτε δεν δηλώνει ένα κόμμα εξουσίας (αυτό, δηλαδή, που από την μεταπολίτευση και μετά κυβέρνησε τη χώρα για τα 21 από τα 38 χρόνια).

Η θέση: 3η
Το 1974 ήταν το ανερχόμενο κόμμα του «άγριου» Αντρέα, του γιου του «Γέρου της Δημοκρατίας» που δεν αναγνώριζε στην Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις του Μαύρου την συνέχεια της παπανδρεϊκής Ένωσης Κέντρου στην οποίαν ανδρώθηκε, αλλά ήθελε να φτιάξει το δικό του μείγμα από αριστερή εκρηκτικότητα, σοσιαλδημοκρατικό «επιστημονισμό» και κεντρώο, βενιζελικό know how.
To 2012 είναι το οροθετικό πρεζόνι που όταν κατάλαβε πως τελειώνει η πρέζα του (η εξουσία) δεν δίστασε να εκδοθεί στο πεζοδρόμιο για λίγα ψιλά και χωρίς να παίρνει προφυλάξεις, μολύνοντας τους ανυποψίαστους (αλλά αφελείς) που έρχονταν σ’ επαφή μαζί του.

Οι συνθήκες
Το 1974 ήταν οι πρώτες εκλογές μετά την Δικτατορία. Όπου το ΠΑΚ, το ριζοσπαστικό όχημα - προάγγελος του ΠΑΣΟΚ είχε παίξει σημαντικό, αντικαθεστωτικό ρόλο.
Το 2012 είναι η χρεωκοπία που κατά 55% (αν το πάμε μόνο χρονικά, τόσο είναι το ποσοστό που αναλογεί στα 21 χρόνια διακυβέρνησής του) οφείλεται στο ίδιο. Και το Μνημόνιο, η λύση που αναγκάστηκε να δεχτεί (τα ψιλά για την πρέζα, που λέγαμε), γιατί το ίδιο δεν είχε τις ιδέες –ή την θέληση- να βρει μια βιώσιμη λύση.

Το μέλλον
Το 1974 ήταν λαμπρό. Ένα κόμμα σε άνοδο. Και τι άνοδο! Διπλασίασε το ποσοστό του τρία χρόνια αργότερα και το 1981 έφερε μια σαρωτική «αλλαγή» στον εκλογικό χάρτη και την ελληνική κοινωνία, μαζεύοντας σχεδόν τις μισές ψήφους.
Το 2012 είναι δυσοίωνο. Ίσως ένα κομματάκι εξουσίας να υπάρχει ακόμη για τον ταλαίπωρο Ευάγγελο Βενιζέλο που επιμένει να σηκώνει τον σταυρό του μαρτυρίου ολόκληρου του κινήματος –αλλά τι εξουσία θα είναι αυτή!

Η πορεία
Πυραμιδωτή. Με βιαστική αναρρίχηση, επτά χρόνια μετά την ίδρυσή του, βίαιη διατήρηση ψηλά, σε συνθήκες ακραίας πόλωσης για πάνω από μια δεκαετία, μέτρια φθορά στην συνέχεια, και μια ξαφνική βουτιά –ή σάλτο μορτάλε στο τέλος. Αν το ΠΑΣΟΚ δεν αντέξει το σημερινό του ποσοστό και δει τον ήλιο που ανέτειλε το 1974 να δύει 38 χρόνια αργότερα, η ιστορία θα γράψει πως ήταν ένας Παπανδρέου στη μία του άκρη κι ένας άλλος στην άλλην. Απ’ το «λεφτά υπάρχουν», στο «Καστελόριζο» και στο «Δημοψήφισμα», το χρονικό της κατάρρευσης του κινήματος έχει γραμμένο με έντονα γράμματα ένα τεράστιο ΓΑΠ επάνω του.

Τι άλλαξε;
Το 1974 ήταν οι παρίες, οι απόκληροι, οι αδικημένοι που συνασπίζονταν γύρω από έναν ηγέτη που ήξερε να υπόσχεται με ωραίο τρόπο –κι αργότερα απέδειξε ότι πραγματοποιεί κιόλας.
Το 2012 είναι οι βολεμένοι ή οι ευκολόπιστοι (μια μειοψηφία κάποτε, που στο ταξίδι αυτής της πυραμίδας έγινε μια τεράστια πλειοψηφία, μια «νέα Ελλάδα»), που εγκαταλείπουν με πανικό το πλοίο που βουλιάζει. Το πιο μεγάλο κρίμα είναι ότι αν κρατούσαν την σιλουέτα που είχαν το ’74, το καράβι θα κρατούσε ακόμη γερά. Αλλά όταν «μαζί τα φάγαμε», παχύναμε και βαρύναμε τόσο πολύ, που η ίσαλος γραμμή κατέβηκε επικίνδυνα χαμηλά. Στο 13 και κάτι....

(Γράφτηκε για το News Bomb)

3 Μαΐ 2012

Beck, what can I do?




Όπως οι τηλεθεατές χωρίζονται σ’ αυτούς που έχουν την ΕΤ-1 στο κουμπί 1 του τηλεκοντρόλ και σ’ αυτούς που έχουν οποιοδήποτε άλλο κανάλι, έτσι και όσοι εκτιμούν τους Kiss χωρίζονται σε δύο εξίσου διακριτές κατηγορίες: Σ’ αυτούς που θεωρούν κορυφαίο κομμάτι της μπάντας το “Beth” και σ’ αυτούς που θεωρούν κορυφαίο τους κομμάτι οποιοδήποτε άλλο της σχεδόν 40ετούς δισκογραφίας τους.

Μην βιαστείτε να χλευάσετε τους πρώτους. Το “Beth” είναι το μεγαλύτερο hit που έχουν κάνει ποτέ οι Kiss (έφτασε στο Νο. 7 του Billboard) και το μόνο single τους, μαζί με το “I Was Made For Loving You” που έγιναν ποτέ χρυσά στις ΗΠΑ.

Το ειρωνικό της υπόθεσης, βέβαια, είναι ότι το “Beth” δεν γράφτηκε από τους Kiss. Για να το πω πιο σωστά: Γράφτηκε από τον Peter Criss, τον ντράμερ των Kiss, και τον Stan «Doc» Penridge, όταν οι δυο τους έπαιζαν για τους Chelsea, το 1970. Και δεν γράφτηκε για καμμία Beth, γράφτηκε για την Becky, την σύζυγο ενός άλλου μέλους των Chelsea, η οποία τηλεφωνούσε επίμονα κάθε βράδυ στο προβάδικο που έπαιζε η μπάντα και απαιτούσε από τον άντρα της να τελειώνει και να γυρίσει σπίτι. (Αυτό που λέμε στα ελληνικά «παντόφλα»). Αυτή που είναι γνωστή ως μια από τις πιο ρομαντικές, γλυκανάλατες, δακρύβρεχτες, συναισθηματικές -και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο συγκινητικό επίθετο πρέπει να προσθέσω- ροκ μπαλάντες της ιστορίας, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια πλάκα που έκαναν ο Criss κι ο Penridge στον «παντοφλάκια» κιθαρίστα Mike Brand. Δεν ηχογραφήθηκε ποτέ επίσημα ως «Beck, what can I do?» που ήταν ο πρωτότυπος τίτλος του (οι Chelsea έβγαλαν ένα και μόνο άλμπουμ, το 1970, ένα χρόνο πριν γραφτεί το κομμάτι), και υπάρχει σ’ αυτήν την μορφή μόνο σ’ ένα bootleg.

Η πιο γνωστή ιστορία για το “Beth” είναι αυτή που για χρόνια έλεγε ο Criss. Ότι το κομμάτι είχε μεν γραφτεί πιο παλιά, για μια άλλη γυναίκα, αλλά ότι στην πορεία άλλαξε τους στίχους του ο ίδιος, για να το αφιερώσει, με αγάπη (ξερνάω), στην σύζυγό του, πρώην Playmate, Lydia di Leonardo. Χώρισαν το ’79, τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του “Beth” και ο Criss παντρεύτηκε άλλες δύο φορές.

Και είναι λογικό αυτή η εκδοχή να είναι η πιο διαδεδομένη, γιατί ο Criss ήταν ο διάσημος (ο γατάνθρωπος) της υπόθεσης και ο Penridge ήταν ο κακομοίρης που σκέφτηκε μια ωραία μελωδία κάποτε και μετά την είδε να γίνεται παγκόσμιο hit και να βουρκώνει τα μάτια εκατομμυρίων κοριτσιών (και αγοριών) ανά τον κόσμο, αλλά να πιστώνεται σε κάποιον άλλον. Μέχρι που πέθανε, το 2001. Με μια δικαστική διαμάχη να έχει ξεκινήσει από την προηγούμενη χρονιά κόντρα στους Kiss (από το 1976 που η μπάντα τον κάλεσε για να ξαναδουλέψει στο “Beth” που θα έβαζε στο άλμπουμ της “Destroyer”, μέχρι το 1984, έγραψε αρκετά κομμάτια γι’ αυτούς), για μη αποδοθέντα κέρδη από πνευματικά δικαιώματα, όσοι γνώριζαν την ιστορία του κομματιού, ένιωσαν δίκαιο να την κάνουν γνωστή στον κόσμο, εξηγώντας ότι όλα ξεκίνησαν από μια πλάκα και ότι ο Penridge είχε ίσο μερίδιο στην συγγραφή με τον Criss...

Το καλύτερο απ’ όλα είναι ότι το “Beth” δεν το ήθελε ούτε ο Gene Simmons, ούτε ο Paul Stanley στο “Destroyer”. Και είναι προφανές το γιατί. Ο λόγος που έκανα και το αστείο με το ποιο είναι το κορυφαίο κομμάτι των Kiss στην αρχή (που ισχύει βέβαια!) είναι ότι το “Beth” είναι τόσο αλλιώτικο από τη μουσική της μπάντας, ειδικά στα μέσα των ‘70s που έγραφαν και ωραίες, βρώμικες ροκιές, σαν το “Strutter”, το “Do You Love Me?” ή το “Detroit, Rock City”, που ακούγεται σαν ξένο σώμα. Αλλά ο τότε μάνατζέρ τους, Bill Aucoin, τούς ζητούσε ένα τραγούδι που να μπορεί να κάνει σουξέ στο ραδιόφωνο. Kι όταν ο Criss τού πρότεινε μεταξύ σοβαρού και αστείου του «Beck What Can I Do?», επέμεινε να βρουν τρόπο να το χώσουν μέσα στο “Destroyer”. Δεν το λες και κακή συμβουλή τελικά, ε Gene;

Η ιστορία του “Beth” δεν τελειώνει εδώ. Και κουβαλάει πάνω της κι άλλο θάνατο. Έτσι, για να φορτίζεται ακόμη περισσότερο συναισθηματικά και να σε αναγκάζει με το ζόρι να βουρκώνεις, ακόμη κι αν δεν σε συμμερίζεσαι τον πόνο της κυρίας που τηλεφωνεί στον σύζυγο στο προβάδικο, ακόμη κι αν δεν σε συγκινεί το δράμα του άτυχου μουσικού που, αφού τού πήραν το κομμάτι, μετά δεν τού πλήρωναν τα χρωστούμενα.

Το 1988, στο “Smashes, Thrashes & Hits”, το πασίγνωστο πρώτο Best Of των Kiss, o Peter Criss ήταν παρελθόν από την μπάντα (είχε αποχωρήσει το 1980 –ίσως τού έπεσε βαρύς ο χωρισμός από την Playmate…). Στο “Destroyer”, το “Beth” το τραγουδούσε εκείνος. Και μπορεί τα ντραμς να ακούγονται όλα ίδια –ένα ντάπα ντούπα στο φόντο-, αλλά οι φωνές είναι πολύ χαρακτηριστικές. Και οι Kiss δεν ήθελαν ο κόσμος να αναρωτιέται ποιος είναι αυτός ο άγνωστος στα φωνητικά. Οπότε είπαν να ξαναηχογραφήσουν το “Beth”, ειδικά για το Best Of. Αλλά για κάποιον αλλόκοτο λόγο δεν τραγούδησε το κομμάτι ο Paul Stanley. Ίσως γιατί η φωνή του νέου τους ντράμερ, του Eric Carr, ήταν ακόμη πιο ταιριαστή στο στυλ του κομματιού. Η πιο γνωστή εκδοχή του “Beth” είναι αυτή με τα φωνητικά του Carr, η εκδοχή του 1988. Τρία χρόνια αργότερα, ο ερμηνευτής της πέθανε από καρκίνο.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

2 Μαΐ 2012

Το πρώτο μου άλμπουμ


Το 1986 ήμουν 11 ετών. Ό,τι ήξερα για τη μουσική το μάθαινα στην εβδομαδιαία μου συνάντηση με τον Γιώργο Γκούτη στο «Μουσικόραμα». Δηλαδή ό,τι δεν διέθετε βίντεο κλιπ, απλά δεν υπήρχε για μένα. Και το 1986 ο Peter Gabriel έφτιαξε ένα από τα τελειότερα βίντεο κλιπ όλων των εποχών, για το “Sledgehammer”. Μέχρι τον “So” αγόραζα (μου αγόραζαν, δηλαδή, τον Δεκαπενταύγουστο που ήταν η γιορτή μου, το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα), συλλογές με «τα χιτ της εποχής». Aλλά το “Sledgehammer” δεν ήταν italodisco ή europop, δεν θα χωρούσε σε καμία συλλογή από αυτές που διαφημίζονταν μετά μανίας στην τηλεόραση, οπότε αναγκάστηκα να ζητήσω από τον μπαμπά μου λεφτά για να αγοράσω το πρώτο μου άλμπουμ.

Και ναι, το πρώτο μου άλμπουμ καθόρισε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη σχέση μου με τη μουσική. Όχι γιατί το ποπίζον prog-rock (και το μπόλικο ethnic του) του έγινε το είδος που με στιγμάτισε και με μεγάλωσε (καμία σχέση). Αλλά γιατί από την τρυφερή κιόλας ηλικία του παιδιού της ΣΤ’ Δημοτικού βρέθηκα μπροστά στα συντρίμια της πεποίθησης ότι μουσική είναι όλα αυτά που έβλεπα στην τηλεόραση, ο Michael Cretu, o Baltimora και ο Κώστας Χαριτοδιπλωμένος. Εντάξει, είχα την τύχη το πρώτο μου άλμπουμ να είναι και ένα αριστούργημα για το είδος του (ακόμη ανατριχιάζω με το «Don’t Give Up» και, ναι, την Kate Bush τότε την πρωτογνώρισα, αλλά ο έρωτάς μας κρατάει μέχρι τώρα / ακόμη συγκλονίζομαι με το βάθος του “In Your Eyes” / ακόμη θυμάμαι μία ιστορία για κάθε ένα από τα 9 μεγαλειώδη κομμάτια του “So”).

Aπό τα Χριστούγεννα του ’86 λοιπόν και μετά, ήξερα ότι δεν θα στέκομαι ποτέ στην πρώτη εικόνα (όσο μεγάλα βυζιά κι αν είχε η Samantha Fox, δηλαδή) και ότι θα ψάχνω τα ακούσματά μου πολύ περισσότερο. Άρχισα να ασχολούμαι με το υπέροχο αυτό πράγμα που (ανακάλυπτα ότι) είναι η μουσική, να διαβάζω περιοδικά και δύο-τρία χρόνια αργότερα προσχώρησα με μεγάλη χαρά στην πιο φιλόξενη κοινότητα εναλλακτικών ακουσμάτων που μπορούσε να βρει ένας έφηβος εκείνη την εποχή. Ναι, ο Peter Gabriel ήταν η αιτία που το 1989 είχα μεταμορφωθεί σε έναν κανονικό χεβιμεταλά και που το 1990 έπαιζα κιθάρα σε μια Flying V για την μπάντα «The Overloaded».

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

1 Μαΐ 2012

Χάι Λάιφ. Γκετ Γουέλ Σουν. Τάιγκερ.


Δεν ήξερα τι εστί Passport στον Πειραιά. Για να είμαι ειλικρινής δεν ήξερα καν τι εστί Πλατεία Κοραή στον Πειραιά (αν κατάλαβα καλά, είναι το αντίστοιχο της Πλατείας Συντάγματος για την Αθήνα –αν δεν είναι, φίλοι Γαύροι, ζητώ ταπεινή συγγνώμη). Η αλήθεια είναι ότι όταν διάβασα ότι οι Get Well Soon (ο τιτανοτεράστιος Konstantin Gropper, δηλαδή, και οι 5 μουσικοί που τον συνοδεύουν στην περιοδεία του) παίζουν κάπου στον Πειραιά, ήμουν έτοιμος να το «κάψω».

Αλλά... τότε στο Synch που είχε πρωτοεμφανιστεί στην Ελλάδα, εγώ βολόδερνα κάπου στην Ελβετία (άλλες εποχές, δανειζόμασταν ακόμη με το spread στο 0,005% και ο κόσμος αγόραζε αβέρτα πανάκριβα ρολόγια και κάποιος έπρεπε να πηγαίνει στα manufactures στα σύνορα με την Γαλλία για να μαθαίνει πώς λειτουργεί το κάθε complication και να κάνει σωστές προτάσεις αγοράς) και μού είχε μείνει απωθημένο. Έφτασα όταν ακόμη ο φιλότιμος Logout προσπαθούσε να τιθασεύσει τα πετάλια του και να αποδώσει ένα ικανοποιητικό one man show (δύσκολο να παίζεις μόνος, καθιστός σε μια καρέκλα, όλα τα όργανα –θα τού προτείνω να αποκτήσει μια κανονική μπάντα) και ασχολήθηκα με τον χώρο. Το Passport ήταν κάποτε το σινεμά «Χάι Λάιφ» και σήμερα είναι ένας πολυχώρος τέχνης και πολιτισμού από αυτούς που χρειάζονται στην πόλη (βάζω και την Αθήνα μέσα), προσεγμένος, με πολύ καλή ακουστική, σωστό εξαερισμό κλπ. Στην σάλα των συναυλιών πρέπει να χωράει στριμωγμένα μια χιλιάδα ανθρώπων.

Για τους Get Well Soon, βέβαια, δεν ήμασταν ούτε 300. Αλλά «καλός κόσμος» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, βαριέμαι να το αναλύσω). Ο Gropper (αν το έγραφε με ένα p θα ταίριαζε πιο πολύ στο εκπληκτικό του χιούμορ) έσκασε με μια φράντζα α λα Bryan Ferry, η οποία σύντομα ξεκόλλησε, λόγω του κακού προϊόντος μαλλιού που χρησιμοποιεί και άρχισε να του ταλαιπωρεί κούτελο και μάτια, ντυμένος gentlemanly (three pieces suit, χωρίς το σακάκι, ας πούμε) και με τους πέντε εξαιρετικούς μουσικούς που τον βοηθούν να δείχνουν σε μεγάλη φόρμα.

Αλλά το «μεγάλη φόρμα» για ένα γκρουπ σαν τους Get Well Soon που παίζουν αυτό το (κράτα αναπνοή) chamber-pop-indie-folk-electo-classical-baroque-gypsy πράγμα που είναι η μουσική που γράφει ο Gropper, σημαίνει να αποδίδει τον κάθε ήχο σωστά, χωρίς να καπελώνει τους άλλους. Και αυτό μπορεί μεν να είναι επίτευγμα, αλλά η μπάντα δεν διαθέτει αυτό που λέμε «συναυλιακά» κομμάτια (εντάξει, διαθέτει τρία – τέσσερα όλα κι όλα). Οπότε η περφορμάνς της ταιριάζει περισσότερο ίσως σ’ ένα χώρο σαν το Μέγαρο Μουσικής μ’ ένα κοινό που δεν κοπανιέται και δεν καπνίζει αρειμανίως, αλλά κάθεται στην βελούδινη πολυθρόνα του και, προσηλωμένο, προσπαθεί να συλλάβει κάθε layer, κάθε νότα, από κάθε όργανο, χωρίς την ίδια ώρα να «χάνει» και το λεπτό, πικρό χιούμορ της στιχουργίας του Γερμανού μεγαλοφυούς αυτού μουσικού.

Ή (γιατί πάντα υπάρχει ένα ή...) σ’ ένα παρακμιακό σκηνικό, κάτι σαν το αθηναϊκό Faust, στο τέλος μιας εξαιρετικά μεθυσμένης βραδιάς, να χτίζουν το soundtrack της παράτασης της απόλαυσης της ζωής σου. Το είπα λίγο μπερδεμένα και συγγνώμη, θα ξαναπροσπαθήσω: Οι Get Well Soon παίζουν τόσο κινηματογραφική μουσική, μπλέκοντας τόσο ιδιότροπα τα διάφορα είδη και τα διάφορα όργανα, και την αποδίδουν ζωντανά τόσο προσεκτικά, σαν να προσπαθούν να μην σε ενοχλήσουν, που θα ήταν το ιδανικό ηχητικό φόντο για μια από αυτές τις νύχτες που όλα σού πάνε τέλεια και θέλεις ένα ακόμη διωράκι (γιατί δεν είσαι και αχάριστος) να την απολαύσεις κι άλλο λίγο, πριν γυρίσεις στην ρουτίνα σου. Ε, αυτό το διωράκι -τόση ώρα περίπου έπαιξαν στο Passport- αν έφευγε από έναν «χώρο τέχνης και πολιτισμού» και μεταφερόταν σ’ ένα χώρο ακολασίας, παρακμής, τέλους του κόσμου και άπειρου αλκοόλ για να ξεχάσεις ότι όντως έρχεται το τέλος του κόσμου (ή αν μεταφερόταν στη μεγάλη σάλα του Τιτανικού μισή ωρίτσα πριν το καράβι σκάσει πάνω στο παγόβουνο), θα έκανε αν μη τι άλλο αξέχαστη την εμφάνισή τους...

Και για δωράκι, το νέο κομμάτι των Get Well Soon "Courage, Tiger" σε παγκόσμια πρώτη, στη συναυλία τους στον Πειραιά την Παρασκευή 27.04.2012: