30 Νοε 2014

To Πο Πο Culture! μεταφέρθηκε



Από την 1η Δεκεμβρίου του 2014 αυτό εδώ το blog θα παίζει το ρόλο του αρχείου για τα κείμενα που γράφτηκαν μέχρι τότε. Το Πο Πο Culture! δεν πεθαίνει. Γίνεται ενότητα του νέου μου site, του Homo Ludens.

Εδώ εξηγώ το γιατί.

10 Σεπ 2014

Minnie the Moocher X 5

Ο Cab Calloway, ένα στοιχείο της φύσης, τραγουδά το τραγούδι - σήμα κατατεθέν του, σε πέντε διαφορετικές χρονικές στιγμές... ...χωρίς κανέναν απολύτως λόγο.

10 Απρ 2014

Ήταν οι «Αλεπούδες» στο Επί Κολωνώ η κορυφαία θεατρική παράσταση της σεζόν;


Είδα ωραία πράγματα φέτος στο θέατρο. Είδα και άθλια. Αλλά δεν είμαι κριτικός θεάτρου, ούτε ζηλεύω τη δόξα τους (αλήθεια, έχουν πια κάποια δόξα ή είναι οι πιο απαξιωμένοι των γραφιάδων;). Τις «Αλεπούδες» της Dawn King, όπως ανέβηκαν από την Ομάδα Νάμα στο Επί Κολωνώ, συνεπώς, δεν θα τις περιγράψω με τη ματιά του κριτικού, που στην περίπτωσή μου θα κουβαλούσε μπόλικο αστιγματισμό. Θα τις περιγράψω όπως τις σχολίασα στους φίλους μου. Σαν τη λογική κατάληξη μιας κουβεντούλας για τη θεατρική σεζόν που τελειώνει, όπως κάθε χρόνο, με την έλευση της Μεγάλης Εβδομάδας. Πλάκα-πλάκα, αν δεν έχεις ακόμη πάει στις «Αλεπούδες», προλαβαίνεις. Η τελευταία παράσταση είναι την Κυριακή, στις 13 του μηνός.

Προσπερνώ, λοιπόν, συνοπτικά τα περί σκηνοθεσίας (της Ελένης Σκότη: σφικτή, ατμοσφαιρική και δυναμική), μετάφρασης (του Γιώργου Χατζηνικολάου: έγκυρη και εύληπτη –για την ιστορία ο πρωτότυπος τίτλος του έργου είναι “Foxfinder”) και ερμηνειών (Δημήτρης Λάλος και Χάρης Χιώτης είναι άψογοι, αλλά είναι οι δύο γυναικείοι ρόλοι που εκτοξεύονται χάρη στην Ιωάννα Παππά και την Ιωάννα Κολλιοπούλου) και πάω στο ίδιο το έργο. Στο πόσο παραπέμπει στην Ελλάδα το σήμερα, στη χώρα της παράνοιας που έχει αναδυθεί από το ξαφνικό ξεβόλεμα που προκάλεσε η κρίση την τελευταία πενταετία. Δεν μπορώ να φανταστώ πιο ταιριαστή αλληγορία για την τρέλα της ασάφειας και την παραποίηση της πραγματικότητας που βιώνουμε 5 χρόνια τώρα. Την τρέλα και την παραποίηση που δεν φαίνεται να μας αποχαιρετούν σύντομα –ίσως μόνο να γίνουν πιο απαλές κι εύκολα διαχειρίσιμες, αφού πια δεν θα υπάρχει η τρόικα - επιθεωρητής, σαν τον Ουίλιαμ Μπλορ του έργου, και θα έχουμε μόνοι μας να συνδιαλλαγούμε με τα φαντάσματα που μας κυνηγούν.

Η King είναι ένα κορίτσι σύγχρονο, στην ηλικία μας, κι αυτά που λέει είναι περασμένα από το δικό μας φίλτρο, τις δικές μας παραστάσεις, τα δικά μας βιώματα. Και η παραβολή της μοιάζει να σε στέλνει σε μια κοινωνία παλιά, σαν την Ρωσία πριν την επανάσταση, και την ίδια ώρα να περιγράφει ένα σκηνικό από το μέλλον, έναν αλλιώτικο «Γενναίο, νέο κόσμο» από του Χάξλεϊ, λιγότερο προχωρημένο τεχνολογικά, αλλά παρόμοια θανάσιμο. Το «κακό» στο σύμπαν των «Αλεπούδων» είναι τα κοκκινότριχα τετράποδα ή μάλλον η εικόνα που έχουμε σχηματίσει γι’ αυτά. Κι όπως σε κάθε ιδεοληπτική κοινωνία, έτσι κι εδώ το «κακό» είναι το πιο πολύτιμο εργαλείο στα χέρια όσων θέλουν να εξουσιάσουν.

Το Μνημόνιο, οι νεοναζί, οι λαθρομετανάστες, οι βελανιδοφάγοι, οι κομμουνιστές που θα μας πάρουν τα σπίτια, οι πουτάνες με το AIDS, οι τράπεζες, οι αντίχριστοι, οι άθεοι και οι Εβραίοι, όλα αυτά που έχουμε μάθει να λιβανίζουμε όλη μέρα, ο καθένας αναλόγως του ποιον προτιμά να ακούει σαν σωτήρα, είναι οι αλεπούδες μας. Απειλητικές, πανταχού παρούσες. Αλλά κανείς μας δεν τις έχει δει ποτέ. Τουλάχιστον έτσι όπως είναι. Όλοι μας έχουμε μια εικόνα γι’ αυτές, αλλά είναι η πραγματική; Εκκλησία, κυβερνήσεις, φωνακλάδες πολιτικάντηδες, φαρμακοβιομήχανοι που ελέγχουν media, παράγοντες σε ομάδες που στήνουν ποδοσφαιρικά ματς, στελέχη σε επιχειρήσεις που έχουν βρει τον τρόπο να περνάνε καλά απομυζώντας τους από κάτω, αυτοί είναι το σύστημα που στέλνει τον Ουίλιαμ Μπλορ για να μας γεμίσει με φόβο και απελπισία ή απλά για να μας υπενθυμίσει την εξουσία τους. Αυτή είναι η Ελλάδα του σήμερα και κάθε σκηνή από το έργο της Dawn King μου τη θύμιζε και με έκανε να τη μισώ όλο και περισσότερο.

Αλλά όχι ασφυκτικά. Δεν με έπιασε ποτέ απ’ το λαιμό. Ίσα ίσα που με έκανε, μέσα από την κωμικοτραγική της αφήγηση, να νιώσω πως έχω λύσεις, πως μπροστά μου υπάρχουν μπόλικα φώτα σε άκρες τούνελ, πως στην ουσία δεν βρίσκομαι κάτω από τη γη, αλλά ότι απλά γύρω μου στήσανε μεγάλους σωλήνες και μια σκεπή από πάνω μου που κρύβει το φως, σαν ένα παιχνίδι, σαν μια πρόκληση να βρω τον πιο σωστό δρόμο για να ξαναπερπατήσω ελεύθερος. Μέσα από ποιο σωλήνα να περάσω; Δεν έχει σημασία. Γιατί όλες οι διαδρομές οδηγούν στο ίδιο σημείο: Έξω από εδώ. Πρέπει απλά να αποφασίσω ότι δεν υπάρχουν αλεπούδες σε κανένα πέρασμα και να κάνω το πρώτο βήμα.

Δεν λέει καινούργια πράγματα το έργο της King. Ούτε η Ομάδα Νάμα στα παρουσιάζει με κάποιο ιδιαίτερο τρόπο. Είναι όμως το timing απίθανο. Είναι ό,τι χρειάζεται για να καθαρίσει λίγο το μυαλό σου από την περιττή, λιγδιασμένη πληροφορία. Ή, αν έχεις καταφέρει και το έχεις κρατήσει πεντακάθαρο, είναι ό,τι πρέπει για να χαμογελάσεις που σκέφτονται κι άλλοι σαν κι εσένα, να πάρεις μια βαθιά ανάσα και να αρχίζεις να κάνεις όχι το πρώτο, αλλά πολλά βήματα, με ρυθμό ταχύ και να τελειώνεις με όλα αυτά που σ’ ενοχλούν. Υπό αυτή την έννοια, οι «Αλεπούδες» στο θέατρο Επί Κολωνώ ήταν η κορυφαία θεατρική παράσταση της χρονιάς που κλείνει. Τελεία και παύλα.


(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

27 Μαρ 2014

Οι 30 καλλίτερες power ballads έγιναν 50


Ήταν ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα από την αρχή. Πώς να χωρέσεις τόσα αριστουργήματα σε μια λίστα με 30 συμμετοχές μόνο; Δοκίμασα να βάλω κανόνες: Κάθε μπάντα θα συμμετείχε με ένα μόνο κομμάτι. Αλλά ακόμη κι εκεί έκανα εξαίρεση. Οι Aerosmith, ως οι υπεύθυνοι για την δημιουργία της έννοιας power ballad, θα είχαν δύο. Και πάλι, όμως, η λίστα δεν βγήκε σωστή. Τα 30 αποδείχτηκαν λίγα. Συζητήθηκαν στα social media, ξανακούστηκαν με ρίγος και δάκρυ, αλλά στον καθέναν από εμάς κάτι έλειπε.

Σε μια προσπάθεια αποκατάστασης της δικαιοσύνης, αποφάσισα να επεκτείνω τη λίστα των καλύτερων power ballads όλων των εποχών από 30 σε 50. Χωρίς κανόνες αυτή τη φορά. Ιδού το α’ μέρος, ιδού το β’, ιδού το γ’, ιδού και οι 20 ακόμη που συμπληρώνουν τη λίστα:

24 Μαρ 2014

Οι 30 καλλίτερες power ballads όλων των εποχών


Με τον όρο power ballad εννοούμε ένα συναισθηματικό, συνήθως ερωτικό τραγούδι, που μπλέκει στα όρια της ροκ και της ποπ, έχοντας μεν ένα εξαιρετικά πιασάρικο ρεφρέν, αλλά φορτώνοντας την παραγωγή φουλ στην ηλεκτρική κιθάρα και στα ντραμς. Ξεκίνησε ως είδος στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν πολλές από τις ροκ μπάντες της εποχής είπαν να κατεβάσουν λίγο ρυθμούς και να γράψουν ένα-δυο κομμάτια που θα τις έκαναν γνωστές σε ευρύτερο κοινό.

Αυτές είναι οι 30 καλύτερες επικές μπαλάντες της Ιστορίας:

21 Μαρ 2014

Νέο άλμπουμ από τους The Pains of Being Pure at Heart


Με τις αναφορές τους στους Black Tamburine, τους My Bloody Valentine και τους Belle and Sebastian πάντα παρούσες, οι The Pains of Being Pure at Heart (σούπερ σουξέ στη Blogovision του 2009, όταν κατέλαβαν την 4η θέση με το ομώνυμο ντεμπούτο τους) επιστρέφουν με τρίτο άλμπουμ, μετά και το πανέμορφο “Belong” του 2011. Θα έχει τον τίτλο “Days Of Abandon” και θα κυκλοφορήσει στις 22 Απριλίου.

Για τον ήχο του, αφήνουμε να μιλήσει ο ίδιος ο frontman της μπάντας, Kip Berman: «Δεν ήθελα να ξανακάνω κάτι σαν το “Belong”. Αυτό το άλμπουμ ήταν η ευκαιρία μου να απομακρυνθώ λίγο από το γενικό στυλ σύνθεσης σε κάτι πιο προσωπικό, πιο εναρμονισμένο με τα αρχικά μου ιδανικά. Ήθελα να είναι χαρούμενη η μουσική και γεμάτη φως, ακόμη κι όταν το αντικείμενό της είναι σκοτεινό».

Και για του λόγου το αληθές, ορίστε ένα απόσπασμα από το “Art Smock” που θα ανοίγει το άλμπουμ:


(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

14 Μαρ 2014

Επιτέλους λίγη ραπ που ακούγεται: γνωστοί hip-hop artists τραγουδούν το "Game Of Thrones"


Υπάρχουν κάποια κλισέ στο πώς η εικόνα συνδυάζεται με τη μουσική στις κινηματογραφικές παραγωγές. Στις αθλητικές βιογραφίες, για παράδειγμα, ειδικά αν μιλάμε για κάποιον τυπάκο που ξεκίνησε από συμμορία στο Μπρονξ για να καταλήξει άσος του ΝΒΑ, θα παίξεις ραπ. Σε ταινίες με πολλά σκυλοφτιαγμένα αυτοκίνητα που κυνηγάνε το ένα το άλλο χωρίς κάποιο προφανές κίνητρο, θα βάλεις Tiesto. Σε αργόσυρτα δράματα που διαδραματίζονται σε κάποιο δάσος στα βουνά της Γιούτα, θα ταιριάξεις απογόνους του Bob Dylan. Και σε επικές μεσαιωνικές ιστορίες με αλώσεις κάστρων και μονομαχίες στα πέτρινα αλώνια, θα κολλήσεις πομπώδη κλασική μουσική και καμιά χορωδία. Αλλά το ΗΒΟ αποφάσισε να κάνει την έκπληξη.

Μετρώντας τα δημογραφικά στοιχεία των τηλεθεατών της πιο επιτυχημένης του σειράς, του “Game Of Thrones”, το κανάλι αποφάσισε να προλογίσει την επερχόμενη, τέταρτη σεζόν του, με ένα mixtape όπου πρωταγωνιστούν μουσικοί με συγκεκριμένα γνωρίσματα. Είναι όλοι τους hip-hop καλλιτέχνες. Γιατί προχώρησε σ’ αυτήν την κίνηση το ΗΒΟ; Γιατί είδε ότι χρόνο με το χρόνο το κοινό των μαύρων και των ισπανόφωνων τηλεθεατών του "Game Of Thrones” πέφτει, οπότε αποφάσισε να κάνει το δυναμικό του comeback εκεί και όχι στο λευκό κοινό, που ούτως ή άλλως το έχει πιάσει μια χαρά.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάσαμε στα ραπαρίσματα τύπου “I’m tellin’ whoever messin’ with me / I can bring you that Khaleesi heat / Use my King, knack for words, as an actual sword / I can decapitate a rapper” από τον Big Boi και τους φίλους του, που θα τα απολαύσεις στο mixtape που ακολουθεί:
 
(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

11 Μαρ 2014

Οι 100 καλλίτεροι κιθαρίστες όλων των εποχών


Οι λίστες δεν έβλαψαν ποτέ κανέναν. Και η πρόσφατη λιστομανία που έχει πιάσει το Rolling Stone (500 καλύτερα τραγούδια, 500 καλύτερα άλμπουμ, 100 καλύτεροι τραγουδιστές, 100 καλύτερα άλμπουμ των 00s, 100 καλύτερα τραγούδια των Beatles κ.ο.κ.) είναι η καλύτερη μαύρη τρύπα για το πέρασμα σε ένα μουσικό γαλαξία που ξαφνικά θα σβήσει τα πάντα από το περιβάλλον γύρω σου. Δεν πα’ να βαράνε τα τηλέφωνα για τα deadlines σαν ντραμς από speed metal μπάντα ή με τα ντεσιμπέλ που βγάζουν στα live τους οι Manowar.

Το ακόμη καλύτερο με τις λίστες είναι ότι κάποιοι κάθονται και τρώνε μέρες από τις ζωές τους για να τις βγάλουν και να τις στηρίξουν με υπέροχα κείμενα και μετά πας εσύ, με τη χαρακτηριστική ευκολία του αναγνώστη στα χρόνια του Internet και τις ισοπεδώνεις με ένα σχόλιο στο Twitter. Η δική μας #blogovision, ας πούμε, είναι η χαρά της αποδόμησης. Ένα ακόμη παράδειγμα, η λίστα του Rolling Stone με τους 100 καλύτερους κιθαρίστες όλων των εποχών, που είπαμε να πιάσουμε στα χέρια μας σήμερα, είναι εντελώς άκυρη. Ρίξε μια διαγώνια ματιά. Όχι, δεν υπάρχει πουθενά ο Yngwie Malmsteen! (Στην ερώτηση «ποιος είναι ο Yngwie Malmsteen;», η απάντηση είναι ένα υποτιμητικό «πφφφφφ»).

10 Μαρ 2014

Η αξία του πιο "Greatest Hits" απ' όλα


Στου Φώτη μαζευόμασταν πιο συχνά απ’ ό,τι στων υπολοίπων. «Βόλευε». Δεν είχαμε διευκρινίσει ακριβώς τι βόλευε, αλλά ήταν μάλλον ένας συνδυασμός. Κάπνιζαν και οι δύο γονείς του, οπότε το μικρό του σπίτι ήταν συνέχεια νοτισμένο με τσιγαρίλα. Έλειπαν συχνά, επίσης –ειδικά ο πατέρας του γύριζε συνήθως αργά το βράδυ, αφού έκλεινε τη βιοτεχνία. Συν τοις άλλοις, υπήρχε εκείνη η υπέροχη τζαμαρία. Είχε μεν τον κίνδυνο ότι σε έβλεπαν εύκολα απ’ έξω, αλλά πρόσφερε την ευκολία ότι άνοιγες όλα τα παράθυρα και η ατμόσφαιρα καθάριζε αμέσως. Οπότε, με λίγη παραπάνω προσοχή, τα πρώτα, λίγα –αφού ήμασταν όλοι και αθλητές- εφηβικά τσιγάρα, τα καπνίζαμε εκεί πέρα.

Δεν ήταν κάποια αλητεία, ούτε ότι νιώθαμε πιο άντρες. Ήταν η δική μας εκδοχή της υποβοήθησης στην απόλαυση της αγαπημένης μας μουσικής. Νιώθαμε ότι γινόταν πιο έντονη, όταν ρουφούσαμε τον καπνό. Πού και πού φέρναμε και καμιά μπίρα. Γινόμασταν ξαφνικά οι Doors στην έρημο, σε τριπάρισμα LSD, γινόμασταν ο Burrows ή ο Kerouac την ώρα της έμπνευσης -ή κάποια άλλη τέτοια χαζομάρα που είχαμε μεγεθύνει μέσα στο κεφάλι μας. Η αλήθεια ήταν ότι την διαφορά δεν την έκαναν τα τσιγάρα και οι μπίρες, αλλά οι κασέτες του Φώτη. Και ειδικά εκείνη η μαύρη με τον αετό, τα λιοντάρια και το στέμμα στο θυρεό.

Είχα ξαναδεί το “Greatest Hits” των Queen σε διάφορα περιοδικά και πουθενά δεν υπήρχε το μαύρο εξώφυλλο της κασέτας του Φώτη. Αλλού πέτυχα τον θυρεό, αλλά σε μπορντό φόντο, αλλού τα πρόσωπα των τεσσάρων μελών του συγκροτήματος σε μια σύνθεση που έμοιαζε κάπως με το βίντεο του “Bohemian Rhapsody” που είχα δει κάποτε στο «Μουσικόραμα». Γενικά οι Queen, εκείνα τα χρόνια, στη μέση προς το τέλος της δεκαετίας του ’80, ήταν ακόμη κάτι ακαταλαβίστικο για μένα. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι η κασέτα του Φώτη ήταν παλιά, από το 1981, και ότι ήδη περιείχε τα “greatest hits”, όπως έλεγε, μού προκαλούσε τεράστια απορία. Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν παντού οι Duran Duran, ο Michael Jackson, η Whitney Houston –αυτοί ήταν ο ορισμός του hit. Hits ήταν αυτά που ακούγαμε και χορεύαμε στα σχολικά πάρτι. Πώς θα μπορούσε να είναι hit κάτι τόσο αλλοπρόσαλλο σαν το “Bicycle Race”; Ακόμη κι αν με γέμιζε με τόση ανατριχίλα κάθε φορά που το άκουγα, κάτι δεν κολλούσε.

Καθώς μεγάλωνα και συνειδητοποιούσα από τη μία πόσο τεράστια μπάντα ήταν οι Queen και από την άλλη ανακάλυπτα όλο και περισσότερα “Greatest Hits” διαφόρων καλλιτεχνών (απογοητευτικά ως επί το πλείστον), άρχισα να καταλαβαίνω ότι εκείνη η κασέτα του Φώτη δεν ήταν απλά μια συλλογή με επιτυχίες. Δεν ήταν απλά μια εμπορική κίνηση μιας μπάντας που κάποια Χριστούγεννα είπε να μαζέψει σε ένα άλμπουμ τα singles της για να πουλήσει εύκολα δώρα. Το “Greatest Hits” των Queen ήταν κάτι άλλο…
Η ειρωνεία, βέβαια, είναι ότι ο σκοπός του άλμπουμ δεν ήταν ποτέ διαφορετικός απ’ αυτόν του moneymaker. Γι’ αυτό και υπήρχαν τόσα πολλά εξώφυλλα (σε κάθε χώρα κυκλοφορούσε με την εικόνα που έκρινε ο υπεύθυνος της τοπικής αγοράς ότι θα πουλήσει περισσότερο). Γι’ αυτό και δεν υπήρχε καν μια ενιαία tracklist. Άλλα κομμάτια περιείχε η κασέτα του Φώτη, άλλη το βινύλιο που κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α, άλλη το γερμανικό CD. Σε κάποιες χώρες, οι Queen δεν θεωρούνταν καν τόσο σπουδαίοι το 1981 ώστε η συλλογή να αποτελείται πραγματικά από τα “Greatest Hits” τους. Είχαν κυκλοφορήσει λιγότερα singles, δηλαδή, από αυτά που περιλαμβάνονταν στον δίσκο. Στη Μεγάλη Βρετανία, πάλι, χώρεσαν μόνο τα 14 πιο επιτυχημένα εμπορικά τραγούδια τους (που αργότερα, στην επανέκδοση του άλμπουμ, έγιναν 20).

Αλλά, όπως έγραψα και πιο πάνω, το “Greatest Hits” ήταν κάτι διαφορετικό. Λειτούργησε σαν ένα ξεχωριστό άλμπουμ για τα σημεία του κόσμου που οι Queen δεν είχαν ακόμη κατακτήσει στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και επικύρωσε την κυριαρχία τους σε όλο τον υπόλοιπο πλανήτη. Δέκα χρόνια αργότερα, οι Queen κυκλοφόρησαν το “Greatest Hits II”. Περιείχε τα singles της περιόδου 1981-1991. Η επιτυχία του άλμπουμ ήταν επίσης τεράστια, αν και κατά κύριο λόγο οφείλεται στο ότι, ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του, έφυγε από τη ζωή ο Freddie Mercury. Ακολούθησε και ένα “Greatest Hits III” το 1999, με επιτυχίες από τις σόλο καριέρες των μελών των Queen ή τραγούδια που κυκλοφόρησαν μετά το θάνατο του frontman τους. Η πλήρης εμπειρία βγήκε ένα χρόνο αργότερα, με τον τίτλο “The Platinum Collection”. Ήταν ένα box set που περιείχε και τα τρία άλμπουμ. Αλλά, μη γελιόμαστε, ο σταρ ήταν πάντοτε το πρώτο.

Το “Greatest Hits” των Queen έχει πουλήσει περισσότερα από 25 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Είναι μία από τις πέντε πιο επιτυχημένες συλλογές και ένα από τα 50 πιο επιτυχημένα άλμπουμ της Ιστορίας. Τον Φεβρουάριο, ξεπερνώντας τα 6 εκατομμύρια αντίτυπα στη Μεγάλη Βρετανία, έγινε το πιο εμπορικό άλμπουμ όλων των εποχών για την πατρίδα των Queen. Παραμένει το αγαπημένο shortcut εκατομμυρίων ανθρώπων (ο υπογράφων είναι ένας από αυτούς) στο σύμπαν της κορυφαίας ίσως μπάντας όλων των εποχών. Δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη να φτιάξω ένα δικό μου “Best Of…” Queen, γιατί το “Greatest Hits” με κάλυπτε απόλυτα. Ήταν και οι αναμνήσεις από τη τζαμαρία του Φώτη, το παραδέχομαι –το σπίτι δεν υπάρχει πια. Άντεξε λίγο παραπάνω από τον Freddie Mercury, αλλά δεν είχε ελπίδα σε έναν κόσμο που δεν πολυκαταλαβαίνει τις τζαμαρίες.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

6 Μαρ 2014

Βαθμολογώντας όλες τις διασκευές του "Drunk In Love" της Beyoncé


Το “Drunk In Love” γράφτηκε πέρσι από την Beyoncé, τον σύζυγό της Jay-Z και τους Noel Fisher, Andre Eric Proctor, Rasool Diaz, Brian Soko, Timbaland, Jerome Harmon, και Boots και είναι το τρίτο κομμάτι του δίσκου που μας χάρισε απροειδοποιήτα, σαν χριστουγεννιάτικο δώρο, εκεί προς το τέλος του Δεκεμβρίου. Στην εκτέλεσή του στο “Beyoncé”, ακούγεται η ίδια με τον Jay-Z. Κατά κάποιο τρόπο, το “Drunk In Love” ήταν η, μετά από μια δεκαετία, συνέχεια του “Crazy In Love”, του τεράστιου εκείνου hit που είχαν κάνει οι Beyoncé και Jay-Z και που τόσο διασκευάστηκε στην πορεία. Είναι σαν το ζευγάρι να επιβεβαιώνει τον έρωτά του, δέκα χρόνια μετά, να λέει κάτι «σαν να μην πέρασε μια μέρα».

Κάπως έτσι και ο περιβάλλων χώρος τους, ο μουσικός, αποφάσισε –σε κάτι σαν μια σιωπηλή συνομωσία- να χειριστεί το “Drunk In Love” όπως τον προκάτοχό του στην αγάπη. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Δηλαδή, διασκευάζοντάς το με μανία. Πριν φύγει ο Φεβρουάριος του 2014, δηλαδή πριν καν κλείσουν τρεις μήνες από την κυκλοφορία του “Beyoncé”, έχουμε ήδη 9 διασκευές ή remix του κομματιού, το ένα καλύτερο από το άλλο. Κάτι συμβαίνει εδώ...

Η πιο εντυπωσιακή διασκευή είναι η πιο πρόσφατη. Αυτής της ανερχόμενης dance-pop βασίλισας της Μεγάλης Βρετανίας, της Katy B δηλαδή. Η φωνή της, δύο κοπέλες στα backing vocals, ένα πιάνο και λίγα κρουστά, σε μια βαθιά συναισθηματική μπαλάντα.
Βαθμολογία: 9 (στα 10)
Απόλαυσέ την εδώ:




Στην ίδια λογική το έχει πει ο James Blake. Αλλά με τον εντελώς προσωπικό του εκφραστικό τρόπο (που ομολογώ ότι ποτέ δεν με τρέλαινε).
Βαθμολογία: 5



Η Angel Haze θέλει να ραπάρει και να βγάλει οργή. Το σκοτώνει σε κάποια σημεία, το απογειώνει σε άλλα. (Κυρίως το σκοτώνει, όμως).
Βαθμολογία: 4



Το remix του Future δίνει περισσότερο βάρος στον «αντρικό» χαρακτήρα του κομματιού.
Βαθμολογία: 6


Ο Noel Fisher, που συνέγραψε το κομμάτι, έχει βγάλει το δικό του, «επίσημο» remix.
Βαθμολογία: 7



Από τη remixomania δεν θα έλειπε, βέβαια, ο Kanye West. Το δικό του είναι πομπώδες και εντυπωσιακό, ακριβώς όπως θα το περίμενε κανείς.
Βαθμολογία: 7

 


Αυτός όμως που εντυπωσιάζει είναι ο The Weeknd με την πραότητα τους αγγίγματός του. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μάλλον το τρίτο καλύτερο, μετά το πρωτότυπο και την διασκευή της Katy B.
Βαθμολογία: 8



Ο πρώτος που ασχολήθηκε ήταν ο Diplo. Το φόρτωσε με ό,τι περισσότερο μπορούσε να πατήσει πάνω στην κονσόλα του και του άλλαξε τα φώτα.
Βαθμολογία: 4



Από ‘κει και πέρα, έχουμε το remix του Τ.Ι. Χαοτικό και καγκούρικο αναμφισβήτητα.
Βαθμολογία: 2
 


Για την ιστορία, το πρωτότυπο είναι αυτό εδώ:




(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

5 Μαρ 2014

Η μέρα που πέθανε η μουσική


Πριν 55 χρόνια (55 χρόνια κι ένα μήνα -καθώς το έγραψα όταν έπρεπε, αλλά άργησα να το ποστάρω), στις 3 Φεβρουαρίου του 1959, πέθανε για λίγο η μουσική. Ο Buddy Holly, o Ritchie Valens και ο  J. P. "The Big Bopper" Richardson σκοτώθηκαν στην Αϊόβα, όταν το αεροπλάνο στο οποίο επέβαιναν, συνετρίβη. Ήταν ένα χρόνο πριν, όταν ο Buddy Holly τα έσπασε με τους υπόλοιπους Crickets και αποφάσισε να φτιάξει μια νέα μπάντα και να βγει σε περιοδεία σε όλες τις ΗΠΑ. Συνεργάστηκε με τους Waylon Jennings, Tommy Allsup και Carl Bunch και ονόμασε την τουρνέ του “Winter Dance Party”. Το Winter του τίτλου, όμως, συνδυασμένο με το 1958 και το 1959 της εποχής του, λέει πολλά για τις δύσκολες συνθήκες του ιδιότυπου εκείνου πάρτυ. Ο Ritchie Valens και ο Big Bopper ήταν οι δύο καλλιτέχνες που ανέλαβαν το support. Είχαν μόλις βγάλει δίσκους και μια περιοδεία παρέα με το θρύλο Buddy Holly ήταν ένας ιδανικός τρόπος για να αναδείξουν το νέο τους υλικό. Σύμφωνα με το πρόγραμμα του “Winter Dance Party”, οι 3 καλλιτέχνες θα εμφανίζονταν σε 24 διαφορετικές πόλεις μέσα σε διάστημα 3 εβδομάδων.

Σύντομα το πούλμαν που τους μετέφερε έγινε εστία ιώσεων και ο Carl Bunch αναγκάστηκε να αποχωρήσει από το σχήμα, αφού η γρίπη τον έστειλε στο νοσοκομείο. Ο Buddy Holly έβλεπε ότι το πρόγραμμα θα ήταν αδύνατον να βγει με τέτοιο καιρό, τόσο κρύο και με το πούλμαν για μέσο μεταφοράς. Μην ξεχνιόμαστε: Βρισκόμασταν στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και οι ανέσεις που πρόσφερε εκείνη την εποχή ένα λεωφορείο σε καμμία περίπτωση δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτές που προσφέρει σήμερα. Αλλά ο Buddy Holly ήταν πεισματάρης. Και είχε και λεφτά. Αποφάσισε να νοικιάσει ένα μικρό αεροπλάνο για τη μπάντα του στην Αϊόβα, για να φτάσει έγκαιρα στη Μινεσότα όπου ήταν η επόμενη εμφάνιση, στις αρχές Φεβρουαρίου του ’59. Ο Big Bopper έπεισε τον Jennings να ανταλλάξουν θέσεις, γιατί είχε κολλήσει κι αυτός γρίπη και ένιωθε πολύ αδύναμος για να κάνει το ταξίδι με το πούλμαν. O Allsup έπαιξε τη δική «κορώνα-γράμματα» με τον Valens, για να τη χάσει από τον δημιουργό του “La Bamba”. Λίγα λεπτά μετά την απογείωση, οι κακές καιρικές συνθήκες και ένα λάθος του Roger Peterson, του πιλότου του μικρού αεροπλάνου, έστειλαν τους τέσσερις επιβαίνοντες στον άλλο κόσμο.



Πέρασαν 12 χρόνια από τότε μέχρι να γράψει ο Don McLean το “American Pie”. Είναι ένα κομμάτι που έχει σκοπό χαρούμενο, όμως μιλά για μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στην ιστορία της μουσικής. Έγινε η πιο γνωστή επιτυχία του McLean, και για τέσσερις εβδομάδες βρέθηκε στο Νο. 1 των αμερικανικών charts το 1972 (ξαναβρέθηκε εκεί μετά από 28 χρόνια, χάρη στην διασκευή της Madonna). Ο McLean είχε αφιερώσει ολόκληρο το άλμπουμ που περιείχε το “American Pie” στον Buddy Holly. Κι όμως, όλο αυτό το έκανε με έναν αινιγματικό τρόπο, αφού σε κανένα τραγούδι του (ομώνυμου) δίσκου δεν αναφέρονταν τα ονόματα των μουσικών που σκοτώθηκαν το 1959. Επανειλημμένα ρώτησαν τον McLean για τη σημασία του τίτλου του τραγουδιού και του άλμπουμ, αλλά ποτέ δεν έδωσε σαφή απάντηση. Το μόνο που τα συνέδεε με το τρομερό δυστύχημα της 3ης Φεβρουαρίου του 1959 ήταν η αφιέρωση στον Buddy Holly και ο περίφημος στίχος “I can’t remember if I cried / When I read about his widowed bride / but something touched me deep inside / The day the music died”.

Η «μέρα που πέθανε η μουσική» ήταν μια έννοια που είχε γεννηθεί αμέσως μετά το δυστύχημα, όταν όλη η Αμερική θρηνούσε ένα θρύλο της ροκ ν’ ρολ και δύο από τους πιο ανερχόμενους καλλιτέχνες της. Όσο για τη χήρα του Buddy Holly, τη Maria Elena, η ιστορία της είχε σπαράξει τις ΗΠΑ όταν έγινε γνωστή. Έμαθε τα νέα από την τηλεόραση, έγκυος στον έκτο μήνα, και απέβαλε το επόμενο πρωί. Δεν πήγε στην κηδεία και ποτέ δεν επισκέφτηκε τον τάφο του Buddy Holly, κατηγορώντας για πάντα τον εαυτό της ότι εκείνη έφταιγε. Λόγω της εγκυμοσύνης της, ήταν η πρώτη και μοναδικη φορά που δεν συνόδευσε τον άντρα της σε μια περιοδεία. Οι αρχές στις ΗΠΑ, εξαιτίας της ιστορίας της Maria Elena, αποφάσισαν ότι στο εξής τα ονόματα των θυμάτων οποιουδήποτε δυστυχήματος δεν θα ανακοινώνονται στα ΜΜΕ πριν να ενημερωθούν πρώτα οι συγγενείς τους. Όσο για το “Winter Dance Party”… συνεχίστηκε κανονικά, από τους Waylon Jennings και Tommy Allsup, τους δύο που από τύχη δεν επιβιβάστηκαν στο μοιραίο αεροπλάνο.

(Γράφτηκε για τo Jumping Fish)

2 Μαρ 2014

Πριν μισό αιώνα: Beatlemania!


Πριν 50 χρόνια, το Φεβρουάριο του 1964, οι Beatles έφτασαν στις ΗΠΑ. Τα τέσσερα μέλη του γκρουπ ήταν μαζί 7 χρόνια, αλλά το πρώτο τους (και το δεύτερο) LP το είχαν κυκλοφορήσει μόλις την προηγούμενη χρονιά. Είχαν ήδη τραβήξει τα βλέμματα όλου του κόσμου επάνω τους. Αλλά η απόβαση στις ΗΠΑ μετέτρεψε το ενδιαφέρον σε κάτι άλλο, κάτι πιο μαγικό: σε μανία.

Οι Beatles προσγειώθηκαν στο JFK της Νέας Υόρκης με την πτήση 101 της PanAm στις 7 Φεβρουαρίου του 1964. Τον ίδιο μήνα εμφανίστηκαν κάμποσες φορές στο “Ed Sullivan Show”, με αποτέλεσμα να τους δει να παίζουν τα τραγούδια τους και ο πιο απομακρυσμένος Αμερικάνος. Πριν μπει η άνοιξη, οι ΗΠΑ είχαν υποκύψει ολοκληρωτικά στο φαινόμενο Beatles και ο όρος "Beatlemania ήταν πλέον μια λέξη που πιπίλιζε όλος ο κόσμος.



Μια παρόμοια λέξη είχε χρησιμοποιηθεί στα μέσα του 19ου αιώνα για να περιγράψει την τρέλα που είχε απλωθεί στην Ευρώπη με τον πρώτο μεγάλο ροκ σταρ. Σύμφωνοι, δεν υπήρχε ροκ μουσική το 1844, αλλά ο Franz Liszt ζούσε μια ζωή και συνέπαιρνε τα πλήθη με τρόπο που μόνο με των ροκ σταρ της σύγχρονης εποχής μπορεί να συγκριθεί. Από εκείνα τα χρόνια προέκυψε ο όρος Lisztomania. Στην εποχή του Liszt η υστερία αποτυπωνόταν σε μάχες για το ποιος (κυρίως ποια) θα έπιανε το μαντήλι ή το γάντι που πετούσε στο κοινό όταν ολοκλήρωνε τα ρεσιτάλ του, αλλά και στα σουβενίρ που δημιουργούσαν τα διάφορα ατυχήματά του: Αν έσπαγε τη χορδή ενός πιάνου, αυτή πουλιόταν ως ένα πολύτιμο κόσμημα από τον τυχερό που τη μάζευε. Οι τρίχες από την πλούσια κώμη του που έπεφταν στο πάτωμα γίνονταν φετίχ αντικείμενα που κοσμούσαν συλλογές και συλλογές…



Στην περίπτωση των Beatles προστέθηκαν τα ουρλιαχτά. Οι τσιρίδες… Οι fans, θηλυκού γένους, στόλιζαν με τις φωνές τους κάθε εμφάνιση των «σκαθαριών» στις συναυλίες αλλά και στον δρόμο. Κάθε δημόσια εμφάνιση των Beatles ήταν πηγή ντεσιμπέλ υψηλών συχνοτήτων. Ακόμη κι όταν οι Beatles έφυγαν από τις ΗΠΑ, αυτό που άφησαν πίσω τους κράτησε για χρόνια. Για τα επόμενα έξι χρόνια βρισκόντουσαν στην κορυφή των singles charts κατά μέσο όρο μια στις έξι εβδομάδες και στην κορυφή των album charts μία στις τρεις.





Τον τίτλο του ανθρώπου που επινόησε τον όρο Beatlemania διεκδικεί ο Andi Lothian, ένας Σκωτσέζος ατζέντης μουσικών που την είπε σε ένα δημοσιογράφο τον Οκτώβριο του 1963, όταν οι Beatles έκαναν τουρνέ στην πατρίδα του. Στις 15 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, η λέξη καταγράφηκε για πρώτη φορά στον Τύπο. Ήταν ένα ρεπορτάζ της Daily Mirror για τη συναυλία του γκρουπ το προηγούμενο βράδυ στο Τσέλτεναμ.

Η Beatlemania ήταν πια έντονη στις ΗΠΑ απ’ ότι στην Ευρώπη. Κάτι που κράτησε ως το τέλος. Η ύστατή της έξαρση ήταν στις 29 Αυγούστου του 1966 στο Σαν Φρανσίσκο, όταν οι Beatles εμφανίστηκαν για τελευταία φορά μπροστά σε ένα μεγάλο κοινό. Οι 25.000 fans τους εκείνο το βράδυ έχουν να λένε ότι ήταν παρόντες στην τελευταία συναυλία των fab four πριν την απόφασή τους να σταματήσουν τις περιοδείες…

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

Τα 10 καλλίτερα τραγούδια που κέρδισαν ποτέ Όσκαρ



“The Way You Look Tonight” από το “Swing Time” (1936)


To πρωτοτραγούδησε ο Bing Crosby με την Dixie Lee, την τότε σύζυγό του. Το είπε και η Billie Holiday, κι εκείνη το ’36. Αλλά ήταν ο Fred Astaire, όταν το τραγούδησε για χάρη της Ginger Rogers στο “Swing Time” που το εκτόξευσε στη σφαίρα του μυθικού, κερδίζοντας ένα Όσκαρ και καθιστώντας το ένα από τα Great American Classics.



“Somewhere Over The Rainbow” από το «Μάγο του Οζ» (1939)


Ένα ακόμη από τα Great American Classics, γραμμένο από τους Harold Arlen και E.Y.Harburg, έγινε το σήμα κατατεθέν της Judy Garland και βέβαια της θρυλικής ταινίας «Ο Μάγος του Οζ». Αλλά το 1939 το εκτέλεσε ως instrumental και ο Glenn Miller, στέλνοντάς το στην κορυφή των charts, σε μια εκδοχή που προσωπικά βρίσκω ανώτερη από της ταινίας.



“Moon River” από το «Πρόγευμα στο Tiffany’s» (1961)


Το τραγούδι που κυριαρχεί στην υπέροχη ταινία του Blake Edwards, είναι μια συγκλονιστική μελωδία του Henry Mancini. Οι στίχοι είναι του Johnny Mercer και το τραγουδούν τόσο ο Andy Williams (η κλασική του εκδοχή) όσο και η ίδια η Audrey Hepburn. Ήταν μάλιστα η δική της εκτέλεση με την κιθάρα, που κέρδισε το Όσκαρ.



“The Windmills Of Your Mind” από το «Υπόθεση Τόμας Κράουν» (1968)


Ένα αξεπέραστο τραγούδι που εύκολα διεκδικεί τον τίτλο του πιο ιδιαίτερου (ίσως και του καλύτερου) που κέρδισε ποτέ το βραβείο. Γραμμένο από το σπουδαίο Γάλλο συνθέτη Michel Legrand ντύνει υπέροχα τους στίχους των Alan και Marilyn Bergman που μιλούν για τους ανεμόμυλους κάποιου μυαλού –κι όντως το κομμάτι μοιάζει σαν ζαλιστικό στροβίλισμα ενός δονκιχωτικού ονείρου...



“Theme From Shaft” από το “Shaft” (1971)


Σόουλ, φανκ, ντίσκο, όλα μαζί σε ένα απογειωτικό τραγούδι που όχι τυχαία έδωσε το πρώτο Όσκαρ που πήγε ποτέ σε μαύρο (εκτός από τα βραβεία για τις κατηγορίες των ηθοποιών), που δεν ήταν άλλος από τον Isaac Hayes.




“Up Where We Belong” από το «Ιπτάμενος και Τζέντλεμαν» (1982)


Οφείλω να ομολογήσω ότι αυτό εδώ είναι το προσωπικό μου νούμερο 1 από τη σπουδαία αυτή δεκάδα. Ο Joe Cocker και η Jennifer Warnes είναι, πολύ απλά, φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον (φωνητικά) και η σύνθεση των  Jack Nitzsche, Buffy Sainte-Marie και Will Jennings είναι τόσο απογειωτική όσο υποδηλώνει κι ο τίτλος της.



“Flashdance… What a Feeling” από το “Flashdance” (1983)


Νομίζω ότι το ερώτημα “What a Feeling” ή “Maniac” στοιχειώνει ακόμη τους φίλους της ηλεκτρονικής μουσικής των ‘80s. Το δεύτερο (που προσωπικά είναι το πιο αγαπημένο μου από τα δύο) είχε την ατυχία να ακούγεται στην ίδια ταινία με μια από τις πιο εμβληματικές συνθέσεις του Giorgio Moroder στο απώγειο της δόξας του. Σε κάθε περίπτωση, ό,τι ακουγόταν εκείνη τη χρονιά στο “Flashdance” ήταν αριστούργημα και αυτό που βραβεύτηκε τελικά δεν θα μπορούσε να λείψει από τούτην εδώ τη δεκάδα.



“Take My Breath Away” από το “Top Gun” (1986)


Οι περισσότεροι νομίζουν ότι το “Take My Breath Away” ήταν αυτό που όρισε τους Berlin ως one hit wonder. Αλλά οι Berlin δεν θα ήταν ούτε καν αυτό αν δεν υπήρχε –ποιος άλλος;- ο Giorgio Moroder. Ο Ιταλός (μαζί με τον Tom Whitlock, βασικό του συνεργάτη σε όλο το soundtrack του “Top Gun” που αποτελείται αποκλειστικά από κομματάρες) έγραψε και αυτή την εμβληματική μπαλάντα, για να κερδίσει το δεύτερο από τα τρία συνολικά του Όσκαρ (το πρώτο ήταν για το soundtrack του «Εξπρές του Μεσονυχτίου» και το δεύτερο για το “What a Feeling” που λέγαμε πιο πάνω).




“My Heart Will Gon On” από τον «Τιτανικό» (1997)


Η αποθέωση του δακρύβρεχτου λυρισμού από μόνο του, αλλά πόσο επικά ταιριαστό στο αριστούργημα του James Cameron, είναι το κομμάτι που η γενιά μας έχει μάθει να συνδυάζει όσο κανένα άλλο με την έννοια του βραβείου Όσκαρ για το καλύτερο τραγούδι. Ίσως γιατί τα τελευταία είκοσι, εικοσιπέντε χρόνια, υπάρχει μια ένδεια από πραγματικά σπουδαία κομμάτια.




“Skyfall” από το “Skyfall” (2012)


Είναι το τραγούδι που ξαναέστρεψε το βλέμμα πάνω στο εν λόγω βραβείο μετά από πολλά χρόνια. Αριστουργηματικά τζεϊμσμποντικό, με τρόπο που θυμίζει απόλυτα John Barry, αποδεικνύει το τεράστιο ταλέντο τόσο της Adele, όσο και του σπουδαίου Paul Epworth, του παραγωγού – χαμαιλέοντα που μπορεί να συνθέσει ό,τι του ζητηθεί, βάζοντας τον εαυτό του έτσι πίσω από την επιτυχία μιας πλειάδας αστέρων της τελευταίας δεκαετίας.


Ολόκληρη η λίστα, για όσους χρησιμοποιούν το Spotify (το “Skyfall” ακούγεται σε διασκευή):



(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

28 Φεβ 2014

Οι 10 καλλίτερες διασκευές στους Smiths


O Twin Shadow, κατά κόσμον George Lewis Jr., έχει βαρεθεί να βλέπει στις δισκοκριτικές για τα άλμπουμ του να τον συγκρίνουν με τον Morrissey, Του κάνει φοβερή εντύπωση γιατί δεν τον γούσταρε ποτέ ιδιαίτερα, ούτε νιώθει ότι έχει κάποια ερμηνευτική ή δημιουργική σχέση μαζί του. Κι επειδή, μπορεί να κάνει συναισθηματική ηλεκτρονική μουσική, αλλά δεν του λείπει το χιούμορ, φρόντισε να κλείσει το μάτι σε όλους τους… συγκρίνοντες, διασκευάζοντας το “There Is A Light That Never Goes Out” των Smiths μ’ ένα τρόπο πολύ ιδιαίτερο κι έχοντας για παρέα την Samantha Urbani.

Το κομμάτι είναι το πιο πρόσφατο επεισόδιο σε μια σειρά βίντεο με τίτλο UNDER THE CVRS που ο Twin Shadow ανεβάζει στο κανάλι του στο YouTube, στα οποία διασκευάζει αγαπημένους του καλλιτέχνες. Ως τώρα, μας έχει χαρίσει Tori Amos, Lou Reed, U2, Bruce Springsteen, 10CC και άλλους. Η διασκευή του, πάντως, στο “There Is A Light That Never Goes Out” είναι υπέροχη.



Με έβαλε στο τριπάκι να συμπληρώσω με άλλες 9 την καλύτερη δεκάδα ενός από τα πιο πολυδιασκευασμένα συγκροτήματα (θα θυμάσαι και το προ διετίας Live tribute στους Smiths που έγινε στο Gagarin με Egg Hell, Ilia Darlin, Lumiere Brother, Pan Pan, Tax Collectors και τόσους άλλους, αλλά και το “The Queen Is 25”, μια συλλογή με διασκευές των παραπάνω και αρκετών ακόμη).

Τα υπόλοιπα 9 της δικής μου επιλογής λοιπόν είναι:

Jeff Buckley – “I Know It’s Over”




Radiohead – “The Headmaster Ritual”




Sandie Shaw – “Hand In Glove”




VV Brown – “This Charming Man”




The Puppini Sisters – “Panic”




At The Drive In – “This Night Has Open My Eyes”




Mark Ronson feat. Daniel Merriweather – “Stop Me If You Think You’ve Heard This One Before”




t.A.T.u. – “How Soon Is Now?”




Coheed & Cambria – “A Rush and a Push and the Land is Ours”


(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

27 Φεβ 2014

Οι AC/DC σαραντάρισαν. Ε, και;


Όποιος είχε βρεθεί στο προ τετραετίας live των AC/DC στο Ολυμπιακό Στάδιο θα αντιδράσει τουλάχιστον με ένα «Γιατί όχι;» στην είδηση ότι το γκρουπ ετοιμάζεται να ξεκινήσει περιοδεία, αλλά και να βγάλει νέο άλμπουμ, για να γιορτάσει το ότι σαραντάρισε. Σύμφωνοι, ξεκίνησαν την καριέρα τους στα τέλη του 1973, και τότε ήταν μια εντελώς αλλιώτικη εποχή, αλλά έχουν καταφέρει να μας πείσουν ότι η (σχεδόν αναλλοίωτη από τότε) μουσική που παίζουν, στέκει ακόμη. Και το πετυχαίνουν, κυρίως λόγω των επικών τους συναυλιών και όλων αυτών των ιστορικών ροκ ύμνων που κατά καιρούς έχουν βγάλει.

Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, η επόμενη περιοδεία των Αυστραλών πουρόκερς (sic) θα περιλάβει 40 εμφανίσεις, μια για κάθε κεράκι που κανονικά θα έπρεπε να σβήσουν. Δεν έχει γίνει γνωστό ακόμη, πάντως, πότε θα ξεκινήσει. Περισσότερα πράγματα έχουμε μάθει για το άλμπουμ που επίσης ετοιμάζουν για φέτος: ρον Μάιο θα μετακομίσουν στον Καναδά και θα μπουν για ηχογράφηση σε ένα στούντιο στο Βανκούβερ. Θα είναι το 16ο τους άλμπουμ, το πρώτο εδώ και έξι χρόνια.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

Τι άκουγα σαν σήμερα πριν 1, 10, 20, 30 χρόνια - Φεβρουάριος '14


Ο Φεβρουάριος, έχω παρατηρήσει, είναι ένας μήνας συναρπαστικός στη μουσική συγκομιδή. Όμως η σημερινή τετράδα –ή καλύτερα η τριάδα που αντιστοιχεί στα στρογγυλά 10, 20, 30 χρόνια πίσω- δύσκολα θα ξαναβγεί. Είναι άλμπουμ ιστορικά, άλμπουμ που μοσχοβολάνε ολόκληρη την εποχή τους και σου θυμίζουν και όλα αυτά που ακολούθησαν.


2013
Foals – “Holy Fire”



Γιατί;
Γιατί ο Γιάννης Φιλιππάκης είναι και γαμώ τα παιδιά και τού άξιζε κάποια στιγμή να συζητάει όλος ο κόσμος για το έργο του και όχι μόνο πέντε ψαγμένοι μουσικοκριτικοί. Με το “Holy Fire”, το τρίτο τους άλμπουμ, οι Foals κατέκτησαν charts, ακούστηκαν σε μέρη που δεν θα φανταζόσουν ποτέ ότι θα τους άκουγες όταν τους πρωτοανακάλυπτες πριν από 8 χρόνια και κέρδισαν (για δεύτερη φορά) μια υποψηφιότητα για βραβείο Mercury.

Τι έγραψε η ιστορία;
Μερικά εντυπωσιακά νούμερα, όχι πάντως ιδιαίτερα άγνωστα στους ίδιους τους Foals που κατάφερναν να πετυχαίνουν εμπορική επιτυχία ακόμη και με τα πιο «δύσκολα», πρώτα άλμπουμ τους. Το νούμερο 2 στη Μεγάλη Βρετανία, πάντως, και οι κορυφές των charts διαφόρων χωρών ήταν, αναμφισβήτητα, τα υψηλότερα μέρη που έχουν πετάξει ως τώρα. Πολλοί μουσικοκριτικοί έψεξαν την στροφή προς το πιο εύπεπτο (ακόμη κι αν δεν το κατέκριναν ως «εμπορικό» με την κακή έννοια), αλλά όλοι συμφώνησαν πως αυτό ήταν ένα άλμπουμ που ήξερες ότι κάποια στιγμή θα έβγαζαν οι Foals. Ο πρώιμος ήχος τους το περιείχε κατά κάποιο τρόπο. Ήταν σίγουρο ότι θα τους οδηγούσε εκεί...

Must listen;
Νομίζω ότι το “My Number”, που το πέρσι καλοκαίρι κυριαρχούσε και στο Ανώι, στο μοναδικό μπαρ σε όλη την Κάρπαθο (την πατρίδα του Φιλιππάκη) που αντέχεις ν’ ακούσεις τη μουσική του, είναι η πιο χαρακτηριστική στιγμή του άλμπουμ.



2004
Franz Ferdinand – “Franz Ferdinand”



Γιατί;
Γιατί το γεφύρωμα της «εναλλακτικής» με την ευρύτερα αποδεκτή ποπ γινόταν το 2004 με τον πιο στυλάτο τρόπο από ένα κουαρτέτο από τη Γλασκώβη που ήταν πιο arty απ’ αυτό που σού πρότειναν οι Strokes, αλλά το ίδιο relevant. Και γιατί οι Franz Ferdinand είχαν βρει τον τρόπο να κάνουν τους Stranglers και τους Duran Duran,  τους Roxy Music και τους Gang Of Four να μοιάζουν ένα.

Τι έγραψε η ιστορία;
Το 2004 ήταν μια υπέροχη χρονιά για την Ελλάδα. Διοργανώσαμε τους Ολυμπιακούς, πήραμε το Euro και ο κορυφαίος ροκ σταρ του πλανήτη λεγόταν Καπράνος. Το ομώνυμο ντεμπούτο των Franz Ferdinand τιμήθηκε με το βραβείο Mercury (και ήταν ένα από τα πιο δίκαια Mercuries των τελευταίων ετών, αφού χάρη σ’ αυτό το άλμπουμ ξαναβρήκε η βρετανική σκηνή το ρυθμό για να προλάβει τους Αμερικανούς και τους Καναδούς που είχαν ξεχυθεί σαν τρελοί στον στίβο στην εκκίνηση της δεκαετίας), πούλησε πάνω από τριάμισι εκατομμύρια κόπιες παγκοσμίως και έγραψε τον τίτλο του με ανεξίτηλη μπογιά στη σύγχρονη ροκ. Δέκα χρόνια μετά, ακούγεται το ίδιο φρέσκο, το ίδιο ξεσηκωτικό, το ίδιο σχετικό με το σήμερα όπως τότε.
Οι ίδιοι οι Franz Ferdinand, δυστυχώς, δυσκολεύτηκαν στην πορεία να δικαιολογήσουν την άμεση εκτόξευσή τους στη σφαίρα των ροκ ημίθεων. Το δεύτερό τους άλμπουμ “You Could Have It So Much Better” ήρθε βιαστικά την επόμενη χρονιά και ήταν μια σχετική απογοήτευση. Με το “Tonight” του 2009 οι φίλοι τους διχάστηκαν. Άλλοι μιλούσαν για την καλύτερη δουλειά τους, άλλοι για μια μπάντα που το έχασε όσο γρήγορα το βρήκε. Αυτό που, πάντως, δεν αμφισβητεί κανείς είναι ότι το περσινό “Right Thoughts, Right Words, Right Action” ήταν το οριστικό τους βατερλώ.

Must listen;
Το πολυπαιγμένο “Take Me Out”, με το καθηλωτικό του riff που μετατρέπεται σε ξέφρενο ρεφραίν, και είναι υπεύθυνο για τόσες και τόσες χαμένες ώρες ύπνου από πονεμένους, ξεχαρβαλωμένους σβέρκους που παλινδρομούσαν ουρλιάζοντας τους στίχους και χορεύοντας στα ατελείωτα πάρτυ της απίθανης χρονιάς που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ.



1994
Green Day – “Dookie”



Γιατί;
Γιατί θέλουμε να μείνουμε παιδιά για πάντα. Και να κάνουμε σκέιτ στα μαρμαρένια αλώνια.

Τι έγραψε η ιστορία;
Ήταν το τρίτο άλμπουμ μιας κάπως άγνωστης μπάντας από την Καλιφόρνια, που έπαιζε μια χαρωπή μετεξέλιξη του punk. Έγινε ένα από τα σύμβολα της γενιάς του grunge –κι ας είχε αρκετά διαφορετικό ήχο-, δίνοντας στους Green Day δικαίωμα να συγκρίνονται με μπάντες σαν τους Pearl Jam ή τους Nirvana. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης σ’ αυτό έφερε το MTV, ακόμη μεγαλύτερο όμως εκείνη η τραγουδάρα, το “Basket Case”. Εντελώς αναπάντεχα, πάντως, 10 χρόνια αργότερα, οι Green Day, απείρως πιο ώριμοι πια, μας πρότειναν το “American Idiot”, ένα διαφορετικό, πολύ πιο σοφιστικέ άλμπουμ σε σχέση με το “Dookie”. Το “American Idiot” έμοιαζε σαν αποτέλεσμα της ανάγκης τους να αποδείξουν ότι δεν ήταν τυχαία εκείνη η τρέλα που είχε ξεσπάσει για πάρτη τους το 1994.
Πίσω στο “Dookie”, όμως, που άσκησε τέτοια επιρροή ώστε λίγα χρόνια μετά να ξεκινήσει μια νέα μανία, το emo rock, και που έφτασε να πουλήσει περισσότερα από 20 εκατομμύρια αντίτυπα, χαρίζοντας και μια υποψηφιότητα για Grammy σ’ εκείνους τους παρανοϊκούς πιτσιρικάδες με τα γουρλωμένα μάτια, που ορκιζόσουν ότι ήταν οι ίδιοι που το προηγούμενο βράδυ είχαν γεμίσει γκράφιτι τον τοίχο της αυλής σου και είχαν πετάξει τα άδεια κουτιά από τα σπρέι στο σκύλο σου. Κι όμως, δεν ήταν μια μανία της στιγμής. Ξανακούγοντάς το μετά από είκοσι χρόνια, σου μοιάζει ίσως και καλύτερο. Είναι το σημείο αναφοράς της μοντέρνας punk κι ας ήρθε σε μια στιγμή και από εκεί που κανείς δεν το περίμενε. Όχι τυχαία έχει χωρέσει στις λίστες με τα καλύτερα ροκ (και όχι μόνο) άλμπουμ όλων των εποχών των μεγαλύτερων μουσικών περιοδικών και sites.

Must listen;
“Basket Case”. Θέλει κι ερώτημα;



1984
The Smiths – “The Smiths”



Γιατί;
Γιατί κάπου εδώ λήγει το new wave των synths και οι κιθάρες ξαναπαίρνουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο, φέρνοντας τη Μεγάλη Βρετανία στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των rock fans ανά τον κόσμο. Και με τι τρόπο!

Τι έγραψε η ιστορία;
Η επιτυχία για τους Smiths ήταν άμεση. Λατρεύτηκαν από τους κριτικούς, το κοινό, πούλησαν πολλά βινύλια, γέμισαν όλους τους χώρους που εμφανίστηκαν live. Είχε συμβάλει σ’ αυτό τα μέγιστα η ιδιαίτερη προσωπικότητα του Morrissey. Ένα χρόνο πριν είχαν βγάλει το “Hand In Glove” σε single μέσω της Rough Trade και οι συγκαλυμμένες αναφορές στην ομοφυλοφιλία, παρέα με τα riffs του, είχαν δημιουργήσει έντονο σούσουρο στην underground βρετανική κοινότητα. Οι συνεντεύξεις του frontman Morrissey, πάντα αιρετικές, και οι εμφανίσεις του με τις γλαδιόλες στην κωλότσεπη μετέτρεψαν το σούσουρο σε αγαπημένο θέμα για τα media. Η Rough Trade φρόντισε να τους κλείσει και για άλμπουμ. Το ντεμπούτο τους, το 1984, έγινε κάτι που περίμενε με αγωνία όλη η Αγγλία. Οι Smiths δεν απογοήτευσαν κανέναν.
Το κοινό τίμησε δεόντως το πρωτότυπο μείγμα των Smiths. Οι οσκαργουαλντικές ερμηνείες του κρούνερ Morrissey παρέα με την κομψή, αλλά παραδοσιακή ροκ του Johnny Marr δημιουργούσαν ένα νέο, εμβληματικό στυλ για τη βρετανική μουσική –και αυτό ήταν σαφές πριν καν τελειώσεις με την πρώτη πλευρά του “The Smiths”. Το άλμπουμ παρέμεινε ψηλά στα charts σχεδόν για το σύνολο του 1984, φτάνοντας μέχρι και το νούμερο 2 στη Μεγάλη Βρετανία. Τα επόμενα τρία χρόνια, ακολούθησαν τρία ακόμη αριστουργηματικά άλμπουμ από την ίδια μπάντα, πριν οι Marr και Morrissey τα σπάσουν οριστικά και την διαλύσουν. Η στάμπα που άφησαν μ’ εκείνη τη «μετεωρική» τετραετία που ξεκίνησε από το “The Smiths” δύσκολα θα σβήσει.

Must listen;
Για το “What Difference Does It Make?” ο Morrissey έχει πει ότι είναι ένα από τα λιγότερο αγαπημένα του κομμάτια. Ίσως γι’ αυτό και είναι τόσο μεγαλειώδες. Εμπεριέχει την δημιουργική κόντρα του με τον Marr και στην ερμηνεία του, πιο μπλαζέ, απαθή και αλαζονική απ’ οπουδήποτε αλλού, διακρίνεις την απίστευτη γκάμα των ερμηνευτικών του ικανοτήτων. Συμβολίζει ολόκληρο το άλμπουμ με την εσωτερική του σύγκρουση και το παράξενο μείγμα που οι Smiths είχαν να προτείνουν για μια νέα μουσική Αγγλία.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

24 Φεβ 2014

Ο Μάρκος Πρωθυπουργός


Έπεσα τις προάλλες πάνω σε μια είδηση που έλεγε «Εκτέλεσαν τον Γιώργο Παπανδρέου. Ο πρώην πρωθυπουργός και βουλευτής του ΠΑΣΟΚ είναι νεκρός». Ήταν ένα απόσπασμα από τη νέα ταινία του Δημήτρη Κολλάτου. Συνοδευόταν κι από ένα κομμάτι, σε μουσική Μάρκου Βαμβακάρη και στίχους του σκηνοθέτη – πολιτικού, παράξενο και άχαρο. Μεγάλωσα στον ίδιο δρόμο που έμενε ο Κολλάτος και αντιμετώπιζα πάντα με κάποια συμπαθή περιέργεια αυτό το κράμα σαλεμένης αντίστασης και δημιουργικής γραφικότητας που έβγαζε στο έργο του. Με τα χρόνια, βέβαια, έμεινε μόνο η γραφικότητα –ή εγώ απλά ωρίμασα- και κρατήθηκα μακριά του. Ισοπεδώθηκε και η μονοκατοικία του κι έγινε μια ογκώδης, απρόσωπη πολυκατοικία. Αλλά αυτό με το θάνατο του ΓΑΠ και η διασκευή στο κομμάτι του Βαμβακάρη μού έφεραν αναμνήσεις από το παρελθόν, τότε που φοιτητής ακόμη το είχα ρίξει στη μελέτη του ρεμπέτικου.

Δεν έχει και πολύ νόημα να μιλήσουμε για το ίδιο το ρεμπέτικο εδώ, αλλά αξίζει να θυμηθούμε την ιστορία του «Ο Μάρκος πρωθυπουργός» ή απλά «Οι πρωθυπουργοί», ενός από τα πιο γνωστά σατιρικά τραγούδια του, όπως την κατέγραφε ο ίδιος ο Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του... Μετά την παλινόρθωση της μοναρχίας τον Οκτώβριο του 1935, Πρωθυπουργός της χώρας γίνεται ο Συνταγματάρχης Γεώργιος Κονδύλης. Στις 30 Νοεμβρίου ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β’, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, θα διορίσει για Πρωθυπουργό έναν πολιτικό, τον Κωνσταντίνο Δεμερτζή, με σκοπό την διεξαγωγή εκλογών. Ο Δεμερτζής θα κυβερνήσει μέχρι τις 13 Απριλίου του 1936, όταν και θα πεθάνει από ανακοπή καρδιάς. Ενάμιση μήνα νωρίτερα, ο Κονδύλης είχε φύγει κι αυτός από τη ζωή, από καρδιακή προσβολή.

Αλλά ο θάνατος που είχε σημαδέψει περισσότερο από όλους την Ελλάδα εκείνη την άνοιξη ήταν αυτός που σημειώθηκε στις 18 Μαρτίου, όταν αποδήμησε εις Κύριον ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επίσης από καρδιά (είχε, βέβαια, προηγηθεί βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο). Μετά και το θάνατο του Δεμερτζή και καθώς η κυβέρνηση περνούσε πια στον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος στις 4 Αυγούστου θα εγκαθίδρυε δικτατορία, ο Μάρκος Βαμβακάρης κάθισε κι έγραψε ένα από τα σκωπτικά του τραγούδια, με θέμα τους θανάτους των πρωθυπουργών.

Ήταν αυτό εδώ:


Στην αυτοβιογραφία του, ο Μάρκος Βαμβακάρης αναρωτιόταν πώς έγινε και πέθαναν τέσσερις – πέντε πρωθυπουργοί μέσα σε μια μόνο χρονιά, αλλά και δήλωνε τυχερός που πρόλαβε κι έβγαλε το κομμάτι σε δίσκο, πριν ο Μεταξάς καταλύσει τη δημοκρατία, γιατί τότε δεν θα είχε ελπίδα να περάσει από τη λογοκρισία. Γιατί, όμως, ο Συριανός ρεμπέτης μιλούσε για πέντε θανάτους, ενώ εμείς θυμηθήκαμε τρεις;

Η ιστορία είναι ότι το σερί θανάτων πρωθυπουργών της Ελλάδας συνεχίστηκε στις 17 Μαΐου, όταν πέθανε ο Παναγής Τσαλδάρης, από ανακοπή καρδιάς. Είχε διατελέσει πρωθυπουργός από το 1932 ως το 1935, εναλλάξ με το Βενιζέλο, στα τελευταία 3 χρόνια της βραχύβιας Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας που εγκαθιδρύθηκε το 1924 όταν κηρύχθηκε έκπτωτη η βασιλική δυναστεία. Στις 16 Σεπτεμβρίου, ενάμιση μήνα μετά τη δικτατορία Μεταξά, έφυγε από τη ζωή –από γηρατειά αυτός- ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, που είχε διατελέσει 6 φορές Πρωθυπουργός στο παρελθόν, αλλά και Πρόεδρος της Δημοκρατίας, την περίοδο που ήταν έκπτωτος ο Βασιλιάς. Το μέτρημα του Βαμβακάρη σταματά κάπου εδώ, αλλά η Ιστορία λέει ότι εκείνη τη χρονιά οι Έλληνες Πρωθυπουργοί που έφυγαν για τον άλλο κόσμο ήταν έξι. Στις 17 Νοεμβρίου, από ανακοπή καρδιάς και αυτός, πέθανε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου που είχε διατελέσει το 1932 Πρωθυπουργός για μια εβδομάδα, μετά την 4η Πτώχευση της Ελλάδας και μέχρι ο Βενιζέλος να καταφέρει να ξανασυγκροτήσει την Κυβέρνηση που διαλύθηκε ως μια από τις συνέπειες του τραγικού εκείνου συμβάντος.

Πάμε όμως πίσω στο τραγούδι του Βαμβακάρη, γιατί όποιος το ακούσει σήμερα, δύσκολα θα το συνδέσει με την εποχή εκείνη. Στις τρεις στροφές που υπάρχουν στην ηχογράφηση της άνοιξης του ’36 δεν αναφέρεται ο θάνατος κάποιου πρωθυπουργού. Ακούγεται μόνο ο στίχος «όσοι γίνουν πρωθυπουργοί, όλοι τους θα πεθάνουν», κάπως προφητικός, σίγουρα επιθετικός. Η αλήθεια είναι ότι υπήρχε μία ακόμη στροφή, αυτή με την οποία ξεκινούσε το τραγούδι, την οποία ο Μάρκος τραγουδούσε στο μαγαζί που έπαιζε στην Άνω Σύρα, αλλά που δεν μπορούσε –για ευνόητους λόγους- να ηχογραφήσει. Η στροφή ήταν αυτή: Επέθανε ο Κονδύλης μας πάει και ο Βενιζέλος την πούλεψε κι ο Δεμερτζής που θα ‘φερνε ένα τέλος

Για την ιστορία, η σημερινή διασκευή του Δημήτρη Κολλάτου στο ιστορικό, σατιρικό ρεμπέτικο του Μάρκου Βαμβακάρη εμπλέκει, πέραν του Γιώργου Παπανδρέου, τον Ευάγγελο Βενιζέλο, τον Αντώνη Σαμαρά, το Φώτη Κουβέλη και τον Άκη Τσοχατζόπουλο. Αν αντέχεις να το ακούσεις, είναι αυτό εδώ –μαζί με σκηνές από τη νέα ταινία του σκηνοθέτη:


(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

19 Φεβ 2014

Νέο τραγούδι και άλμπουμ για τον Conor Oberst


Η τελευταία καλή (αλλά απλά καλή) δουλειά του κάποτε πολυπράγμονος Conor Oberst ήταν το “The People’s Key” που έβγαλε ως Bright Eyes το 2011. H τελευταία πραγματικά σπουδαία του δουλειά ήταν πάλι ως Bright Eyes, το 2007, όταν κυκλοφόρησε το “Cassadaga”. Αλλά όλοι εμείς οι πιστοί του φίλοι, που κάποτε είχαμε την ευτυχία να ακούμε ένα κορυφαίο άλμπουμ του το χρόνο (πολλές φορές και δύο), ελπίζουμε πάντα ότι σχεδιάζει μια εντυπωσιακή επιστροφή στην κορυφή.

Το “Hundreds of Ways”, το καινούργιο του τραγούδι, είναι έντονα επηρεασμένο από την κάντρι, αλλά χωράει και μπόλικα έθνικ στοιχεία, που το φέρνουν κοντά στον Paul Simon, και είναι το είδος κομματιού που σε κάνει να νιώθεις αισιόδοξος ότι ο Oberst το πάει για σπουδαίο comeback.


Παράλληλα με το κομμάτι, ο καλλιτέχνης ανακοίνωσε και λεπτομέρειες για το επόμενό του άλμπουμ. Δεν θα είναι Bright Eyes αυτή τη φορά, αλλά Conor Oberst και θα έχει τίτλο “Upside Down Mountain”. Πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 20 Μαΐου και όντως θα μυρίζει πολύ κάντρι. Το “Hundreds of Ways” θα είναι το πρώτο του single και θα βγει στις 19 Απριλίου, ανήμερα της «Ημέρας των Δισκοπωλείων» δηλαδή.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

18 Φεβ 2014

Πρωτομαγιά με τη Lana Del Rey


Τι συνέβη όταν ενθουσιώδεις fans σταμάτησαν την Lana Del Rey στη μέση του δρόμου για να της ζητήσουν αυτόγραφα; Πολλά και διάφορα υπέροχα. Κατ’ αρχάς ο ένας από αυτούς είχε γενέθλια και όταν το έμαθε η καλλιτέχνις αποφάσισε να του τραγουδήσει το “Happy Birthday” και να του δώσει κι ένα φιλάκι. Μια άλλη fan κατέγραψε τη σκηνή σε βίντεο και τόλμησε να ρωτήσει τη Lana πότε θα βγει το νέο της άλμπουμ. Κι εκείνη, αφηρημένη, απάντησε «την 1η Μαΐου». Και μετά, όταν συνειδητοποίησε ότι αυτό που είπε καταγραφόταν, προσπάθησε –μεσ’ στη γλύκα, πάντα– να το μαζέψει... Μέχρι προχθές δεν ήταν γνωστή η ημερομηνία κυκλοφορίας του, βλέπετε.

Αλλά αυτοί οι fans παραήταν ευγενικοί και η Lana Del Rey παραήταν καλή μαζί τους, οπότε μετά από λίγο συνέχισε να μιλά για το νέο άλμπουμ, που θα το λένε “Ultraviolence” και που «είναι τόσο καλό που κατάφερε να με κάνει να ξεχάσω το προηγούμενο. Το έχω ερωτευθεί», όπως χαρακτηριστικά είπε η τραγουδίστρια. Σύμφωνοι, παραήταν καλή και αποκαλυπτική για ένα τυχαίο συναπάντημα στο δρόμο και, επίσης σύμφωνοι, στην εποχή που το μάρκετινγκ παίζει πια με τους κανόνες των social media, μοιάζει λίγο στημένο όλο αυτό, αλλά δεν θα ήταν πιο ωραία αν δεν ήμασταν καχύποπτοι για τα πάντα;

Δες το βίντεο με τις αποκαλύψεις εδώ:


(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

17 Φεβ 2014

Η ιστορία του "The River" του Bruce Springsteen


Από την πρώτη κιόλας στιγμή που το άκουσε, η Ginny (απ’ το Virginia) κατάλαβε ότι το τραγούδι δεν μιλούσε για κάποια Mary, αλλά για την ίδια και για τον άντρα της. Η αδελφή του Bruce Springsteen είχε μείνει έγκυος από το αγόρι της, όσο ακόμη πήγαινε στο σχολείο. Εκείνη 17, εκείνος 19, παντρεύτηκαν χωρίς πολλά χαμόγελα, χωρίς να την παραλάβει στο τέλος του διαδρόμου της εκκλησίας, περίπου όπως τα λένε κι οι στίχοι του “The River”.

Τα πράγματα για το νεαρό ζευγάρι δεν εξελίχθηκαν εύκολα. Κανείς δεν περίμενε ότι θα εξελίσσονταν εύκολα, ούτως ή άλλως. Η φυσαρμόνικα που γεμίζει σαν κατάρα τα πρώτα δευτερόλεπτα του κομματιού στο κάνει σαφές από την αρχή: Εδώ δεν θ’ ακούσεις ευχάριστα πράγματα. Κι όμως, πάνω από τρεις δεκαετίες μετά, ο Mickey και η Ginny είναι ακόμη μαζί. Ιδωμένο από το 2014, το “The River” του 1980 (τότε κυκλοφόρησε, γράφτηκε ένα χρόνο πριν όμως), μεταμορφώνεται τελικά σε μια αισιόδοξη, σχεδόν νοσταλγική ματιά. Αυτή είναι η μαγεία με το έργο διαχρονικών καλλιτεχνών, όπως ο Bruce Springsteen.

Το 1979, όταν το «Αφεντικό» έγραψε το κομμάτι, το προόριζε για το “The Ties That Bind”, ένα άλμπουμ που δεν κυκλοφόρησε τελικά ποτέ. Το “The River” και τα έξι ακόμη τραγούδια που είχε ολοκληρώσει ο Bruce Springsteen το ’79, ενσωματώθηκαν στο “The River” του 1980, ένα διπλό άλμπουμ με 20 συνολικά τραγούδια. Αλλά το ομώνυμο ήταν ήδη γνωστό στο κοινό του. Το έπαιξε για πρώτη φορά στις 21 Σεπτεμβρίου του 1979 στο Madison Square Garden. Ήταν στο πλαίσιο μιας εμφάνισής του για τον φιλανθρωπικό έρανο “No Nukes” –όπου διάφοροι ευαισθητοποιημένοι καλλιτέχνες της εποχής προσπαθούσαν να ενεργοποιήσουν την κοινή γνώμη ενάντια στην πυρηνική ενέργεια. Ανάμεσα στο κοινό καθόταν και η Ginny…

Διαβάζω στην υπέροχη βιογραφία «Μπρους» του Peter Ames Carlin που εδώ και λίγες ημέρες κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ροδακιό (σειρά Λατέρνατιβ): «Για την Τζίνι, που δε γνώριζε ότι ο αδερφός της είχε γράψει ένα τραγούδι για κείνη, η ακρόαση της ζωντανής πρώτης του παρουσίασης στo Madison Square Garden ήταν, το λιγότερο, εξοντωτική. “Ήταν υπέροχο που το έγραψε κι όλα αυτά, αλλά κάθε λέξη του ήταν αλήθεια”, λέει. “Και να με εγώ εντελώς εκτεθειμένη (στο κοινό). Στην αρχή δε μου άρεσε – τώρα είναι το αγαπημένο μου τραγούδι”».

Τι λέει όμως το τραγούδι, που το καθιστά τόσο βαρύ; Περιγράφει τη σχέση από την αρχή και το πώς αλλάζει δραματικά, λόγω της εγκυμοσύνης. Στη μέση του, μάλιστα, μιλά για την εποχή που ο Mickey έχει απολυθεί από τη δουλειά που έπιασε βιαστικά, όταν αναγκάστηκε να παντρευτεί την Ginny, και περιγράφει το άγχος του για το πώς θα ζήσει την οικογένεια που αναγκάστηκε να αποκτήσει. Τα όνειρά του Mickey σβήστηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη –ή έπρεπε να αναβληθούν για καιρό. Τουλάχιστον αυτό λέει μια δεύτερη ανάγνωση του “The River”, που ανακαλύπτει μια αισιοδοξία στο στοιχειωμένο του ρυθμό. Ο ποταμός που συνεχίζει να ρέει είναι τα όνειρα που δεν πεθαίνουν ποτέ…

Ξαναγυρίζω στις σελίδες του «Μπρους»: «Ο Μπρους ήταν λίγο πιο προσεκτικός με την ηχογράφηση του “The River”, της λιτής ακουστικής μπαλάντας που αφηγείται την ιστορία ενός νεαρού ζευγαριού αναγκασμένου –από μια τυχαία εφηβική εγκυμοσύνη- να βιώσει την ίδια σκλαβιά της εργατικής τάξης που είχε καταστρέψει τις ζωές των γονιών τους και των παππούδων τους. Άλλη μια θυσία στους δίδυμους βωμούς της οργανωμένης θρησκείας και του αμερικανικού ταξικού συστήματος».

Πέρα από την περιγραφή του δράματος του Mickey και της Ginny, το παραπάνω απόσπασμα παραπέμπει και στην πολύ οργανωμένη δομή που είχε το κομμάτι, από τη φυσαρμόνικα της αρχής, μέχρι την κορύφωση στο ρεφρέν, κάθε φορά που ο νεαρός άντρας (οι στίχοι είναι σε α’ ενικό) κατεβαίνει στο ποτάμι και σκέφτεται ή θυμάται. Δεν είναι τυχαία ένα από τα πιο κλασικά τραγούδια του Bruce Springsteen. Χωρίς να κυκλοφορήσει ποτέ αυτόνομο σε single στις ΗΠΑ (μόνο στην Δυτική Ευρώπη), έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή κομμάτια του πίσω στην πατρίδα –και ακόμη περισσότερο στη δική μας ήπειρο, όπου είχε εξαιρετικές επιδόσεις στα charts της Σκανδιναβίας. Και βέβαια, παίζει διαχρονικά ένα σημαντικό ρόλο στα live του Bruce Springsteen και της E-Street Band. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι σε όλες του τις συλλογές και, σαφώς, δεν θα μπορούσα να το έχω αφήσει έξω από το απόλυτο Top 10 του, που δημοσίευσα πριν λίγες ημέρες εδώ.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

16 Φεβ 2014

Πώς να βγάλεις λεφτά μέσω Spotify


Όποιος χρησιμοποιεί το Spotify και δεν έχει Premium λογαριασμό, θα έχει ακούσει τον συμπαθή τυπάκο που μιλάει στα διαφημιστικά σποτ της εταιρείας, να του εξηγεί ότι «κάθε τραγούδι που ακούει στο Spotify σημαίνει έσοδα για το μουσικό». Η εξίσωση είναι απλή. Αν έχεις συνδρομή στην υπηρεσία, πληρώνεις ένα ποσό. Κομμάτι αυτού του ποσού πηγαίνει στους καλλιτέχνες που τιμάς με τα κλικ σου. Αν δεν έχεις συνδρομή, ακούς και βλέπεις διαφημίσεις. Κομμάτι των χρημάτων που πληρώνουν οι διαφημιζόμενοι πηγαίνει κι αυτό στους μουσικούς που ακούς μέσω της υπηρεσίας. Τίμιο. Έξυπνο. Απλό.

Πράγμα που σημαίνει ότι ο Avicii πρέπει να καθαρίζει εκατομμύρια. Αλλά ακόμη κι εσύ έχεις ελπίδα να βγάλεις ένα μεροκαματάκι. Πώς; Δεν είναι ανάγκη να έχεις συμβόλαιο με κάποια δισκογραφική για να ανεβάσεις τη μουσική σου στο Spotify. Ούτε να ηχογραφήσεις κάποιο δίσκο υπερπαραγωγή. Το ερώτημα, βέβαια, που θα θέσεις είναι «γιατί κάποιος να ακούσει το άλμπουμ μου, αν είμαι παντελώς άγνωστος και ο ήχος είναι χάλια;». Υπάρχει απάντηση…

Ο Matt Farley δεν έχει ιδιαίτερο ταλέντο στη μουσική. Παίζει 2-3 ακόρντα στην κιθάρα του και αυτό είναι όλο. Ηχογραφεί με τα ελάχιστα μέσα, αλλά το αποτέλεσμα είναι ικανοποιητικό. Έχει γράψει όμως και ανεβάσει στο Spotify πάνω από 14.000 τραγούδια. Βγάζει κάπου 1.500 ευρώ το μήνα χάρη στην προσπάθειά του αυτή. Πώς το πετυχαίνει; Έψαξε λίγο τον αλγόριθμό του Spotify (γιατί άμα δεν έχεις κάποιες προγραμματιστικές ικανότητες στις μέρες μας, δεν πας πουθενά) και είδε ότι στις αναζητήσεις πολύ συχνά ο κόσμος ψάχνει ό,τι να ‘ναι. Για παράδειγμα, κάποιος που είναι από το Newcastle θέλει να βρει αν υπάρχουν τραγούδια για την πόλη του. Με δεδομένο μάλιστα ότι Newcastle υπάρχουν πολλά ανά τις αγγλόφωνες πόλεις στον κόσμο, θα υπάρχουν και πολλοί Νεοκαστρίτες που θα έχουν ψάξει κάποια στιγμή για κάτι αντίστοιχο. Αν εσύ ήσουν από το Newcastle κι έπεφτες πάνω σ’ ένα κομμάτι με τον τίτλο «Newcastle is a Nice City in New South Wales, Yeah Yeah», δεν θα το έπαιζες;

Ο συγκεκριμένος τίτλος δεν είναι τυχαίος. Είναι το όγδοο από τα 45 τραγούδια του πρώτου μέρους από τα δύο που αποτελούν το άλμπουμ “These Australia Places Deserve These Nice Songs” από τον καλλιτέχνη The Guy Who Sings Songs About Cities & Towns, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον Matt Farley. Τα υπόλοιπα 90 τραγούδια του άλμπουμ είναι σχεδόν ίδια, αλλά ο Farley ξέρει ότι δεν θα κάτσεις να ακούσεις όλο το δίσκο του. Όποιος είναι από το Σίδνεϊ θα ακούσει το τραγούδι του για το Σίδνεϊ, όποιος είναι από τη Μελβούρνη, για τη Μελβούρνη –και πάει λέγοντας.

Τα αγαπημένα του θέματα είναι οι πόλεις, οι αθλητικές ομάδες και οι σελέμπριτις. Για να τα καλύψει έχει επινοήσει διάφορα γκρουπ και ψευδώνυμα. Για τις διασημότητες δηλαδή, τραγουδούν οι Papa Razzi and the Photogs, που δεν είναι άλλοι, φυσικά, από τον ίδιο τον Farley. O τύπος βρίσκεται πίσω από 65 περίπου καλλιτέχνες ή γκρουπ που έχουν λογαριασμό στο Spotify αυτή τη στιγμή. Έχει βγάλει πάνω από 200 άλμπουμ…

Αν έχεις Spotify, άκου το “Somebody Needed to Make These Songs” των Papa Razzi and the Photogs και μάθε μερικά πράγματα για τους Ναπολέοντα Βοναπάρτη, Ερρίκο τον Η’, Δαρβίνο, Καρλ Μαρξ, Καρλομάγνο, Justin Bieber και Priscilla Presley μεταξύ άλλων.



(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

14 Φεβ 2014

Το Internet οδεύει προς "φτηνά" και "ακριβά" δεδομένα;


Μια νέα καμπάνια που θυμίζει την προ διετίας (επιτυχημένη) προσπάθεια να ανακοπούν τα SOPA/PIPA φαίνεται πως θα μας απασχολήσει τις επόμενες ημέρες. Τότε το διακύβευμα ήταν η ροή δημιουργίας μέσω Internet. Τα Stop Online Piracy Act / Protect Intellectual Property Act επιχειρούσαν να φέρουν το Internet υπό τον έλεγχο των διαχειριστών των πνευματικών δικαιωμάτων, επικαλούμενα την ανάγκη να τιθασευτεί το πρόβλημα της πειρατείας. Σήμερα το ζήτημα έχει να κάνει με το τι είδους δεδομένα θα μπορούμε να κατεβάζουμε εύκολα και γρήγορα και για ποια θα «πληρώνουμε» κάτι παραπάνω.

Οι συζητήσεις σε ΕΕ και ΗΠΑ περιστρέφονται γύρω από την ανάγκη –την οποίαν έχουν θέσει οι ISPs και τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας- να γίνεται μια «λογική» διαχείριση της κίνησης δεδομένων μέσω Internet. Κοινώς, οι πολυεθνικές που διαχειρίζονται την ραχοκοκαλιά του δικτύου προσπαθούν να βρουν ένα τρόπο να κερδίσουν κάτι παραπάνω. Ήδη η AT&T παρουσίασε στο πρόσφατο CES την ιδέα της για “sponsored data”. Αν είσαι π.χ. το Netflix και μπεις στο πρόγραμμα χορηγίας δεδομένων, τότε ο συνδρομητής της AT&T θα μπορεί να κατεβάζει το “House of Cards” δωρεάν, χωρίς να επηρεάζεται ο λογαριασμός του. Αν κατεβάσει, όμως, μια ταινία –ας πούμε- από κάποια άλλη πηγή, θα κάνει χρήση των δεδομένων που έχει στο συμβόλαιό του.

Διεθνείς μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί όπως ο Avaaz.org έχουν σηκώσει ήδη τη σημαία κατά της πιθανότητας να αναιρεθεί η «ουδετερότητα του δικτύου» όπως ορίστηκε το 2010. Στις 21 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς η FCC (Federal Communications Committee) που είναι υπεύθυνη για τις επικοινωνίες στις ΗΠΑ απαγόρευσε στους ISPs να μπλοκάρουν «νόμιμη» κίνηση δεδομένων. Ωστόσο πριν λίγες ημέρες, το ομοσπονδιακό εφετείο αποφάσισε ότι η FCC δεν μπορεί να επιβάλει την απαγόρευση αυτή. Κάτι τέτοιο ανοίγει το δρόμο για τα πλάνα της AT&T και των υπολοίπων εταιρειών που πιέζουν για το διαχωρισμό των δεδομένων σε «φτηνά» (δωρεάν, μάλλον) και «ακριβά». Οι ακτιβιστές του Internet παίρνουν ήδη θέσεις στις επάλξεις…

Στην απορία «γιατί είναι κακό αυτό που προτείνει η AT&T;», η απάντηση είναι «δεν υπάρχει καλό και κακό στο Internet». Αλλά… Η κοινή λογική μας οδηγεί στο ότι, αν τελικά πάψει η ουδετερότητα του Internet, αυτός που θα πληρώνει περισσότερα θα είναι αυτός του οποίου τα δεδομένα θα διακινούνται πιο γρήγορα, πιο φτηνά, πιο εύκολα. Για τον τελικό χρήστη, στο υποθετικό παράδειγμα του Netflix που αναφέραμε πιο πάνω, θα είναι τελικά πιο δελεαστικό να κάνει μια συνδρομή εκεί και να κατεβάζει τα πάντα δωρεάν από τον πάροχό του, παρά να προσπαθεί να τα κατεβάσει «πειρατικά» από κάποιο torrent το “House of Cards”, χωρίς μεν να πληρώνει συνδρομή στο Netflix, αλλά πληρώνοντας για την πρόσβαση στο Internet.

Ακόμη πιο απλά, μικρές, ανεξάρτητες φωνές, που τώρα μπορούν να συντηρούν ένα site και να ανεβάζουν υλικό εκεί, θα γίνουν ξαφνικά πιο δυσπρόσιτες. Μπροστά π.χ. σε ένα «ακριβό» βίντεο για τις σφαγές στη Συρία, ένα «δωρεάν» βίντεο για τα καμώματα του Justin Bieber θα έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να πάρει το κλικ του χρήστη. Να το κάνουμε ακόμη πιο λιανό: Έστω ότι έχουμε ένα «ακριβό» βίντεο που λέει την ιστορία για τις σφαγές στη Συρία με τον α’ τρόπο και ένα «φτηνό» ή «δωρεάν» βίντεο που τη λέει με τον β’. Ποια εκδοχή της ιστορίας τελικά θα επικρατήσει;

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

4 Φεβ 2014

Χωράει ο νεορομαντισμός στο 2014;


Ταγγέρη, βαμπίρ, Κιτ Μάρλοου, το πανέμορφο Michigan Theater του Ντιτρόιτ... Βγαίνοντας από την αίθουσα που έπαιζε το «Μόνο Οι Εραστές Μένουν Ζωντανοί» του Jim Jarmusch, προσπάθησα για μια στιγμή να ταξιδέψω 20 χρόνια πίσω, να μπορέσω να ξαναρουφήξω με μια βαθιά ανάσα όσο νεορομαντισμό μπορώ να χωρέσω μέσα μου. Σύντομα είχα εγκαταλείψει την προσπάθειά μου και γύρευα να βρω ψεγάδια στην αφήγηση του Jarmusch: Μήπως παραήταν προφανείς οι αναφορές στον Μπάιρον και τον Σέλεϊ; Μήπως άξιζε λίγη περισσότερη σοφία σ’ ένα ρόλο σαν του Μάρλοου –κι εκείνη η μαχαιριά στο πορτρέτο του Σαίξπηρ μήπως ήταν κάπως κακόγουστο αστείο;

Τι συμβαίνει λοιπόν; Δεν χωράει ο νεορομαντισμός στο 2014; Φοβάμαι πως όχι. Και αυτό, τούτος ο λάθος συγχρονισμός, είναι το μόνο στοιχείο που απαγορεύει στην ταινία του Jarmusch να απογειωθεί στη σφαίρα του αριστουργήματος. Σκέφτομαι πως αν έβλεπα την ίδια ακριβώς ταινία το 1994, τότε που οι Suede έβγαζαν το “Dog Man Star” και που η Anne Rice ολοκλήρωνε το “Memnoch the Devil”, το πέμπτο βιβλίο της σειράς της “The Vampire Chronicles”, θα ερωτευόμουν με μιας την Eve – Tilda Swinton του Jarmusch, την κατάλευκή της σάρκα, τη σχεδόν ατάραχη κίνηση του μυαλού της, τον τρόπο που διακοσμεί το δωμάτιό της με στοίβες δερματόδετων βιβλίων. Και θα ταυτιζόμουν με τον Adam. Θα ξανάπιανα την κιθάρα μου για να κεντήσω κάποιο αργόσυρτο, μελαγχολικό σόλο. Θα σκάλιζα ξανά το έργο της Μαίρης Σέλεϊ, θα ξαναχόρταινα τον «Φράνκενστάιν», θα ξαναφόραγα μαύρα, θα άφηνα τα μαλλιά μου πιο μακριά και τους τρόπους μου πιο δανδικούς, θα έκλεινα επιτέλους ένα εισιτήριο για την Ταγγέρη.

Είναι θέμα στυλ; Ή είναι θέμα της διαδοχής των εποχών; Ο νέος ρομαντισμός που φούντωσε ξανά την περίοδο ’92 – ’99 μοιάζει παράταιρος στον καιρό της μεγάλης τρέλας. Η οικονομική κρίση, έτσι βιαστικά που ήρθε μετά το ξέσαλο πάρτυ, χωρά περισσότερο έναν ισοπεδικό κυνισμό ή μια ματιά avant garde, παρά το αυτομαστίγωμα των ρομαντικών, όση σήψη κι αν έχει φέρει μαζί της. Μη σου πω ότι στεγάζει πιο εύκολα Μάρκους Σεφερλήδες παρά Κόρε Ύδρους (που είναι και της μόδας να μιλάς γι’ αυτούς –αν κι έχω ακόμη ένσταση κατά πόσο είναι νεορομαντικοί ή απλά trolls).

Η ιστορία, βέβαια, θέλει να με διαψεύσει (γιατί συνηθίζει να επαναλαμβάνεται). Ο νεορομαντισμός κάνει υπέροχους κύκλους εικοσαετιών. Για είκοσι χρόνια ανδρώνεται, με αποκορύφωμα πάντα στο τέλος της περιόδου, πριν εξαφανιστεί για άλλα είκοσι και ξανάρθει μετά. Ίσως ο Jarmusch να βιάστηκε ν’ ανεβεί σ’ ένα νέο κύκλο του. Δεν έχουν καλά καλά περάσει οι δύο δεκαετίας από το αραχνιασμένο soundtrack των Suede. Ούτε κι οι ίδιοι δεν τόλμησαν τόσο βαθιά βουτιά σ’ εκείνη τους την δεκαετία με το, κατά τ’ άλλα, υπέροχο περσινό “Barriers”. Το μέλλον θα δείξει. Μετά από κάθε μεγάλη αναταραχή, μετά από κάθε τρέλλα ή επιδημία, έρχεται αυτός ο υπέροχος βάλτος όπου μόνο οι αλλοπαρμένοι, φαινομενικά απαθείς ρομαντικοί ξεχωρίζουν.

Δεν θα με χαλούσε λίγος Lewis Carroll με την "Αλίκη και τη Χώρα των Θαυμάτων", δεν θα με χαλούσε μια νέα σειρά από «Αν» του Kipling, λίγη νεογοτθική αρχιτεκτονική, λίγο πιο σκοτεινή μουσική. Όλα αυτά γίνονται υπέροχα φρένα σε μια έξαλλη πορεία. Σε βοηθούν να πάρεις πέντε ανάσες, να ξανασκεφτείς από πού ήλθες και πού θες να πας. Παίρνουν μαζί τους μερικά θύματα, είναι η αλήθεια, και με μια βαμπιρική δαγκωματιά σε βυθίζουν για αρκετό καιρό στο δαντικό προαύλιο της κόλασης, στην αιώνια ζαλάδα που μουδιάζει την όρεξη, αλλά προετοιμάζει το μάτι. Και μετά, όσο περισσότερο έχεις παρατηρήσει, τόσο πιο εύστοχα γίνονται τα βέλη σου για την επόμενη μέρα. Αλλά ας εγκαταλείψω το παραλήρημα τώρα. Στα ηχεία έχουν ήδη ορμήξει οι Mercyful Fate και έχω καλωσορίσει παράδοξα θετικά την εισβολή τους. Ήρθε η ώρα να τους ανακαλύψω ξανά (και να θυμηθώ πώς ήταν τα πράγματα εκεί στην αρχή του προηγούμενου νεορομαντικού κύκλου...)

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

24 Ιαν 2014

Κυριακή, κοντή γιορτή


Την Κυριακή κάποιοι από εμάς θα ξημερωθούν για να μάθουν πρώτοι τους νικητές των βραβείων Grammy. Κάποιοι άλλοι, πάλι, θα διαβάσουν το παρακάτω κείμενο και απλά θα τσεκάρουν την επόμενη ημέρα αν οι προβλέψεις τους (του Shazam και του Spotify δηλαδή) ήταν σωστές. Που θα είναι. Τουλάχιστον εκεί που συμπίπτουν. Οι μουσικές υπηρεσίες επηρεάζουν σήμερα περισσότερο από ποτέ τη μουσική βιομηχανία και το Spotify και το Shazam, το καθένα κορυφαίο στο είδος του, είναι οι δύο υπηρεσίες που έχουν να πουν τα περισσότερα για τη συμπεριφορά μας απέναντι στη μουσική που ακούμε. Τι μας έλκει, τι μας απορροφά, τι ψάχνουμε περισσότερο.

Αν λοιπόν ψηφίζαμε εμείς τους νικητές των Grammys, ποιοι θα ήταν αυτοί; Με βάση αυτά που ακούμε στο Spotify και ταυτίζουμε στο Shazam, την Κυριακή που μας έρχεται τα αποτελέσματα θα πρέπει να είναι τα εξής:

Άλμπουμ της Χρονιάς:

Υποψήφιοι:
Sara Bareilles – “The Blessed Unrest”
Daft Punk – “Random Access Memories”
Kendrick Lamar – “Good Kid, M.A.A.D City”
Macklemore and Ryan Lewis – “The Heist”
Taylor Swift – “Red”

Νικητής (κατά το Spotify και το Shazam):
Macklemore and Ryan Lewis - “The Heist”


Ηχογράφηση της Χρονιάς:

Υποψήφιοι:
Daft Punk - "Get Lucky"
Imagine Dragons - "Radioactive"
Lorde - "Royals"
Bruno Mars - "Locked Out Of Heaven" by;
Robin Thicke feat. T.I. and Pharrell - "Blurred Lines"

Νικητές:
Imagine Dragons - "Radioactive" (κατά το Spotify)
Robin Thicke feat. T.I. and Pharrell - "Blurred Lines" (κατά το Shazam)


Καλύτερος Νέος Καλλιτέχνης

Υποψήφιοι:
James Blake
Kendrick Lamar
Macklemore and Ryan Lewis
Kacey Musgraves
Ed Sheeran

Νικητής (κατά το Spotify και το Shazam):
Macklemore and Ryan Lewis


Τραγούδι της Χρονιάς
Σύμφωνα με το Shazam, θα το πάρει το “Just Give Me a Reason" της Pink feat. Nate Ruess.

Καλύτερη Ποπ Σόλο Εκτέλεση
Σύμφωνα με το Spotify, θα πάει στη Lorde, για το “Royals”.

Καλύτερη Εκτέλεση από Ποπ Ντουέτο ή Γκρουπ
Εδώ το Spotify το δίνει στο “Get Lucky” των Daft Punk.

Καλύτερο Κάντρι Άλμπουμ
Το Shazam λέει Taylor Swift – “Red”.

Καλύτερο Ραπ Άλμπουμ
Το Shazam ψηφίζει”The Heist” από Macklemore και Ryan Lewis.

Καλύτερο Dance / Electronica Άλμπουμ
Το Shazam προβλέπει “18 Months” από Calvin Harris.


Εδώ ολόκληρη η λίστα που έστησε το Spotify για τα Grammys. Καλή απόλαυση.


(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

22 Ιαν 2014

Jameson Done In 60 Seconds ξανά


Νά 'το πάλι το Done in 60 Seconds που στήνει κάθε χρόνο το ουίσκι Jameson παρέα με το περιοδικό Empire. Έρχεται εκεί πάνω που ο κόσμος χαζεύει Χρυσές Σφαίρες και σχολιάζει τις υποψηφιότητες για τα Όσκαρ και σε βάζει στο τριπάκι να γίνεις κι εσύ Σκορτσέζε ή Μάθιου ΜακKόναχι και να ονειρευτείς καριέρες στα Χόλιγουντ και πασαρέλες στις Κάννες. Βέβαια, έχεις μόνο 60 δευτερόλεπτα...

Για όποιον δεν κατάλαβε, το τι ακριβώς είναι το Done In 60 Seconds το εξηγούσα πέρσι εδώ.

Τι αλλάζει φέτος; Το concept είναι ίδιο, η κριτική επιτροπή για την Ελλάδα είναι η ίδια (Ρένος Χαραλαμπίδης, Νίκος Περάκης, Ορέστης Ανδρεαδάκης) και έχει ήδη πιάσει δουλειά, αφού κατατέθηκαν οι συμμετοχές. Ο νικητής θα ανακοινωθεί σύντομα και θα ταξιδέψει στον παγκόσμιο τελικό Jameson Empire Done in 60 Seconds στο Λονδίνο την Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014. Αυτό λοιπόν που αλλάζει είναι ότι η Ελλάδα κατεβαίνει με τη εμπειρία μιας ολόκληρης χρονιάς, αφού πέρσι ήταν η πρώτη φορά που συμμετείχε. Και κατέβασε 54 ταινίες. Περίπου τόσες παίζουν και φέτος, αλλά οι βλέψεις είναι για πιο ψηλά. Δεν πάμε απλά για τη συμμετοχή, πάμε για βραβείο.