Μού ζήτησαν από το Mad TV ένα κειμενάκι (άφησαν ελεύθερο το θέμα της έκθεσης) για το micro-site που έστησαν εν όψει της προβολής των Brit Awards απ' το κανάλι το Σαββατοκύριακο 12 & 13 Μαρτίου. Δεν κρατήθηκα. Έγραψα ακριβώς αυτό που περιμένεις. Για τους Mumford & Sons:
Με έναν πρωτοφανή συγχρονισμό στην αναγνώριση των κυρίαρχων ρευμάτων του σήμερα, τα σημαντικότερα μουσικά βραβεία για το 2010, το αμερικανικό Grammy και το Brit Award για το καλύτερο άλμπουμ (αμφότερα απονεμήθηκαν τον Φεβρουάριο του ‘11) είχαν για παραλήπτες τις μπάντες που χαρακτήρισαν πέρσι την αγγλόφωνη σκηνή στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Κι αν για την αμερικανική μουσική βιομηχανία η επιλογή του “Suburbs” των Arcade Fire ήταν ένα τολμηρό βήμα μακριά από το τέλμα του εμπορικού κατεστημένου που έφερνε ως αντιπάλους τους τα απομεινάρια του ντεμπούτου της Lady Gaga, τους βαρετά «ασφαλείς» Lady Antebellum με την ανάλατη country pop τους και τις δοκιμασμένες επιλογές της Κέιτι Πέρι και του Eminem, για τη Μεγάλη Βρετανία η βράβευση του “Sigh No More” των Mumford & Sons σημαίνει εντελώς διαφορετικά πράγματα.
Τα Brit Awards παραδοσιακά είναι πιο «ανοικτόμυαλα» από τα Grammys και με πιο ανεπτυγμένα αντανακλαστικά στην όσφρηση του επόμενου trend. Οι ΗΠΑ είχαν μουσικά την ανάγκη να βρουν μια νέα πηγή για να γεμίσει το αυλάκι που θα ποτίσει την καταταλαιπωρημένη τους καλλιέργεια και την έψαξαν στο indie rock. Τους δόθηκε μια εξαιρετική ευκαιρία: Η σημαντικότερη indie μπάντα στον πλανήτη κυκλοφόρησε ένα εύληπτο άλμπουμ που εύκολα θα το αποδεχόταν το ευρύ κοινό –και το ότι οι Arcade Fire είναι Καναδοί, μικρή σημασία παίζει. Καναδός είναι κι ο Τζάστιν Μπίμπερ εξάλλου. Οι Βρετανοί, πάλι, απαλλαγμένοι από το άγχος του διλήμματος «indie ή mainstream;», έψαχναν απλά να ανακαλύψουν την μπάντα που θα τους επαναφέρει στην πρωτοκαθεδρία των μουσικών δρωμένων. Κι αν αυτήν την μπάντα την ακολουθεί από πίσω μια ολόκληρη, αναπτυσσόμενη μουσική σκηνή, ακόμη καλύτερα. Αν όχι, οι Βρετανοί ήταν έτοιμοι να την κατασκευάσουν.
Είναι άλλο πράγμα οι σκέτοι Oasis κι άλλο πράγμα οι Oasis ως εκπρόσωποι ενός trend που λέγεται Britpop, ας πούμε, κι έχει για χερουβείμ και σεραφείμ τους Suede και τους Blur.
Δεν λέω ότι η nu-folk σκηνή του Δυτικού Λονδίνου θα εξελιχθεί στη νέα Britpop. Οι ίδιοι οι Mumford & Sons αμφισβητούν την ίδια την ύπαρξή της εξ άλλου. Επιμένουν ότι την παρέα τους με την Λόρα Μάρλινγκ, τους Noah & The Whale και μερικές μπάντες που μουσικά κινούνται εκεί κοντά, τα media έσπευσαν να την βαπτίσουν «σκηνή» για τους λόγους που περιέγραψα παραπάνω. Αυτό όμως που δεν διαπραγματεύομαι είναι πως, απ’ όλα αυτά που μας παρουσίασε η Μεγάλη Βρετανία τα τελευταία χρόνια, το οργιαστικό folk του Μάρκους Μάμφορντ και της παρέας του, ένα αμάλγαμα Byrds, Waterboys, Λέοναρντ Κοέν, Ντέμιεν Ράις και ρυθμικής indie rock είναι το πιο ανεβαστικό και «φρέσκο» άκουσμα. Γι’ αυτό και το υποστήριξα μετά μανίας στην “Blogovision” του 2010, ψηφίζοντάς το στο #2 μου. Την κορυφή την είχα κρατημένη για τους Arcade Fire...
Με έναν πρωτοφανή συγχρονισμό στην αναγνώριση των κυρίαρχων ρευμάτων του σήμερα, τα σημαντικότερα μουσικά βραβεία για το 2010, το αμερικανικό Grammy και το Brit Award για το καλύτερο άλμπουμ (αμφότερα απονεμήθηκαν τον Φεβρουάριο του ‘11) είχαν για παραλήπτες τις μπάντες που χαρακτήρισαν πέρσι την αγγλόφωνη σκηνή στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Κι αν για την αμερικανική μουσική βιομηχανία η επιλογή του “Suburbs” των Arcade Fire ήταν ένα τολμηρό βήμα μακριά από το τέλμα του εμπορικού κατεστημένου που έφερνε ως αντιπάλους τους τα απομεινάρια του ντεμπούτου της Lady Gaga, τους βαρετά «ασφαλείς» Lady Antebellum με την ανάλατη country pop τους και τις δοκιμασμένες επιλογές της Κέιτι Πέρι και του Eminem, για τη Μεγάλη Βρετανία η βράβευση του “Sigh No More” των Mumford & Sons σημαίνει εντελώς διαφορετικά πράγματα.
Τα Brit Awards παραδοσιακά είναι πιο «ανοικτόμυαλα» από τα Grammys και με πιο ανεπτυγμένα αντανακλαστικά στην όσφρηση του επόμενου trend. Οι ΗΠΑ είχαν μουσικά την ανάγκη να βρουν μια νέα πηγή για να γεμίσει το αυλάκι που θα ποτίσει την καταταλαιπωρημένη τους καλλιέργεια και την έψαξαν στο indie rock. Τους δόθηκε μια εξαιρετική ευκαιρία: Η σημαντικότερη indie μπάντα στον πλανήτη κυκλοφόρησε ένα εύληπτο άλμπουμ που εύκολα θα το αποδεχόταν το ευρύ κοινό –και το ότι οι Arcade Fire είναι Καναδοί, μικρή σημασία παίζει. Καναδός είναι κι ο Τζάστιν Μπίμπερ εξάλλου. Οι Βρετανοί, πάλι, απαλλαγμένοι από το άγχος του διλήμματος «indie ή mainstream;», έψαχναν απλά να ανακαλύψουν την μπάντα που θα τους επαναφέρει στην πρωτοκαθεδρία των μουσικών δρωμένων. Κι αν αυτήν την μπάντα την ακολουθεί από πίσω μια ολόκληρη, αναπτυσσόμενη μουσική σκηνή, ακόμη καλύτερα. Αν όχι, οι Βρετανοί ήταν έτοιμοι να την κατασκευάσουν.
Είναι άλλο πράγμα οι σκέτοι Oasis κι άλλο πράγμα οι Oasis ως εκπρόσωποι ενός trend που λέγεται Britpop, ας πούμε, κι έχει για χερουβείμ και σεραφείμ τους Suede και τους Blur.
Δεν λέω ότι η nu-folk σκηνή του Δυτικού Λονδίνου θα εξελιχθεί στη νέα Britpop. Οι ίδιοι οι Mumford & Sons αμφισβητούν την ίδια την ύπαρξή της εξ άλλου. Επιμένουν ότι την παρέα τους με την Λόρα Μάρλινγκ, τους Noah & The Whale και μερικές μπάντες που μουσικά κινούνται εκεί κοντά, τα media έσπευσαν να την βαπτίσουν «σκηνή» για τους λόγους που περιέγραψα παραπάνω. Αυτό όμως που δεν διαπραγματεύομαι είναι πως, απ’ όλα αυτά που μας παρουσίασε η Μεγάλη Βρετανία τα τελευταία χρόνια, το οργιαστικό folk του Μάρκους Μάμφορντ και της παρέας του, ένα αμάλγαμα Byrds, Waterboys, Λέοναρντ Κοέν, Ντέμιεν Ράις και ρυθμικής indie rock είναι το πιο ανεβαστικό και «φρέσκο» άκουσμα. Γι’ αυτό και το υποστήριξα μετά μανίας στην “Blogovision” του 2010, ψηφίζοντάς το στο #2 μου. Την κορυφή την είχα κρατημένη για τους Arcade Fire...