24 Αυγ 2009

Μια φίλη για το καλοκαίρι


Μελαχρινό μου πιτσιρικάκι,
Τι ηλιόλουστη, τι κόπερτον συζήτηση είναι αυτή! Θες, αλήθεια, να σου πω κι εγώ; Να θυμηθώ τους απίθανους «άγνωστους κολλητούς» των διακοπών; Πρόσωπα που άπλωσαν τη μυρωδιά τους σε κάποιο καλοκαίρι μου και μετά απλώς χάθηκαν; Δύο e-mails (ή γράμματα!) όλα κι όλα, το δεύτερο με την απατηλή υπόσχεση ότι θα έστελνα / έστελναν εκείνες τις φοβερές μας φωτογραφίες απ’ το νησί, τις στιγμές που μοιραζόμασταν τα πάντα, χωρίς ερωτήσεις. Θες, ε; Κάτσε να σκεφτώ... Μα μη με κοιτάζεις μ’ αυτό το μπλε ύφος, μη μου τηγανίζεις τις μνήμες με το λέιζερ των ματιών σου. Χάζεψε το απέραντο γαλάζιο απέναντι κι άσε με εμένα να σκεφτώ σε ασπρόμαυρο, σε παρελθόν, σε σκονισμένα άλμπουμ. Να, εκεί κοίταξε. Εκεί που θα δύσει ο ήλιος.

Ο Νικήτας: Μύκονος, πριν από δεκαπέντε χρόνια. Και εγώ και το κορίτσι που κοκκινίζει με ζουμερά φιλιά το γιακά του λευκού μου Lacoste είμαστε ανήξερα φοιτητόπαιδα, εκστασιασμένα προσκοπάκια σε εκπαιδευτική εκδρομή, Μικρή Βενετία, χασκόγελα έξω απ’ το Pierro’s, χρωματιστά κοκτέιλ και ατέλειωτες πράξεις έρωτα. Ο Νικήτας -κύριο Νικήτα τον έλεγα στην αρχή, μου το έκοψε γρήγορα, «σκέτο Νικήτας»- είναι φίλος του μπαμπά της. Είναι γκέι και είναι στρέιτ. Είναι πάντα κομψός, με ριγέ, πλουσιοπάροχα στο χρώμα, πουκάμισα και λινά λευκά παντελόνια, μ’ ένα περιποιημένο μουσάκι και πρεσβυωπικά -διακριτικότατα και τόσο σικ- γυαλιά, πενηνταπεντάρης, εξηντάρης ίσως. Εχει γυρίσει τον κόσμο με το Club Med, έχει κάνει τον μάγειρα στο Βιετνάμ, στην Καμπότζη μάλλον, μάγειρα - πολεμιστή το ’68 (κάποιο θολό αμερικανικό παρελθόν, δεν μαθαίνουμε ποτέ περισσότερα, δεν ξέρει καν ο πατέρας της λεπτομέρειες), έχει ένα μαγικό σπίτι στην Ελιά, μα ποιος πάει στην Ελιά; Κι όμως, τα βράδια είναι μαζί μας να μας συνοδεύσει στα πρώτα μας κοσμικά Ματογιάννια, να μας συστήσει στη Βεγγέρα, να μας κεράσει στον Φιλιππή. Ιδανικός «μπάρμπας». Οταν συζήσαμε με το κορίτσι, μετακόμισε στη γειτονιά μας τυχαία. Δεν τον επισκεφτήκαμε ποτέ. Αλλά του το υποσχεθήκαμε στο τηλέφωνο. Μετά χωρίσαμε.

Η Βαλεντίνα: Ρόδος, ακόμη πιο παλιά, τελευταίες διακοπές με την αδελφή μου και τους γονείς. Εκείνες είναι τρεις Ιταλίδες, κοριτσάκια, η Βαλεντίνα η πιο μεγάλη, ενήλικη μόλις (ή σχεδόν). Η πιο ωραία γυναίκα που γνώρισα ποτέ. Τόσο νωρίς. Κόρες Μιλανέζου μεγαλογιατρού, όλη μέρα μαζί στο resort, τα βράδια το σκάμε οι δυο μας. Τελειώνουν οι διακοπές, θέλει να έλθει στην Αθήνα. «Θα σπουδάσω εκεί», λέει. Το σκάω μόνος. Μια ζωή μετά, ο Μιχαλάκης έχει φέρει δύο φίλες στο Μπρίκι. Η μία Ιταλίδα. Μιλανέζα που ζει στη Βιέννη. Καμία πιθανότητα. «Το επίθετο της Βαλεντίνας;» ρωτάει. Της το λέω. «Η κολλητή μου»! Μικρός που είναι ο κόσμος. Της τηλεφωνεί. Δεν το σηκώνει.

Οι Αμερικανοί: Πριν από δυο - τρία καλοκαίρια στις Σπέτσες, εκείνος είναι ένας πρώην σταρ νεανικής σειράς. Στο Παλιό Λιμάνι τον αναγνωρίζουν πού και πού τα κορίτσια της γενιάς μου. Χαμογελάει συνέχεια. Αμήχανα. Η κοπέλα του θέλει να γίνει διάσημη. Σπουδαία. Μέριλιν (στο μελαχρινό). Είναι ένα όμορφο μοντέλο, κοιτάζει παντού, ψάχνεται. Χαμογελάει συνέχεια. Προκλητικά. Ενα βράδυ, ο Μπράιαν καταρρέει λιώμα στη Φιγκαρό (ή όπως τη λένε πια). Στηρίζεται επάνω μου. Εχει βλέμμα άδειο και ανάγκη από κάποιον να μιλήσει. Τον φέρνω σπίτι. Η Μέγκαν άφαντη.

Εϊ, μελαχρινό πιτσιρικάκι, Μέγκαν δεν είπες ότι σε λένε κι εσένα;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Exitorial, GK Αυγούστου 2009)

Δεν υπάρχουν σχόλια: