12 Φεβ 2010

Συζήτηση με την απόλυτη χήρα της τζαζ

Την ώρα που μιλούσα με την Σου Μίνγκους στο τηλέφωνο, μια αγαπημένη φίλη και συνάδελφος, που λατρεύει την μουσική του Τσαρλς Μίνγκους μπήκε στο chat του gmail (είχα ανοιχτό τον υπολογιστή, για να κρατάω σημειώσεις): «Τι κάνεις;» «Μιλάω στο τηλέφωνο με την Σου Μίνγκους». «Wow! Αυτό είναι το πιο κοντινό που έχω βρεθεί ποτέ με τον Μίνγκους!». Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν το είχα συνειδητοποιήσει, αλλά είναι κάπως έτσι. Για όλους εμάς, που ορκιζόμαστε στη μουσική του Μίνγκους, στις συναισθηματικές εκρήξεις που προκαλούν οι συνθέσεις του, στην ενορχηστρωτική του ιδιοφυΐα, στην δεξιοτεχνία του, στον Λόγο του, για να θέτω τα πράγματα στις σωστές τους βάσεις, για όλους εμάς τους πιστούς, λοιπόν, η Σου Μίνγκους, η χήρα του, είναι κάτι σαν εκπρόσωπός του επί Γης. Βαρύ φορτίο για έναν άνθρωπο, όχι ότι η φωνή της ηλικιωμένης γυναίκας στην άλλη άκρη της γραμμής πρόδιδε κάτι τέτοιο. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Πρόκειται για μια γυναίκα που έχει αφιερώσει την ζωή της στο να διατηρήσει ζωντανή την μνήμη του άντρα που γνώρισε και ερωτεύτηκε το 1964, του άντρα που πέθανε στα χέρια της το 1979, και την κληρονομιά του οποίου – μια μεγάλη, γενναιόδωρη μουσική παρακαταθήκη στον παγκόσμιο πολιτισμό – διαχειρίζεται με πάθος και επιχειρηματικό δαιμόνιο.



Έψαχνα μια λέξη για να περιγράψω αυτό που κάνει η Σου Μίνγκους – την οργάνωση και διοίκηση τριών σχημάτων – της επταμελούς Mingus Dynasty, της εντεκαμελούς Mingus Orchestra και της 14μελούς Mingus Big Band, που εναλλάσονται κάθε Δευτέρα στο Jazz Standard της Νέας Υόρκης, περιοδεύοντας παράλληλα ανά τον κόσμο – και άλλων περιστασιακών (όπως η 30μελής Mingus Epitaph που ερμηνεύει κατά καιρούς το ομώνυμο φιλόδοξο έργο του Μίνγκους). Οι λέξεις που μου έρχονταν στο μυαλό είχαν μαχητική διάσταση: «αποστολή», «σταυροφορία», «μαραθώνιος». Η ίδια προτιμά την λέξη «περιπέτεια». «Είναι μια μεγάλη, συναρπαστική περιπέτεια, στην οποία μπήκα χωρίς να το σκεφτώ, όταν μου πρότειναν να σχηματίσω μια μπάντα για ένα αφιέρωμα στον Μίνγκους», λέει με χαρακτηριστική ηρεμία. Το έχει μετανιώσει ποτέ; Λύγισε ποτέ μπροστά στις δυσκολίες ενός τέτοιου έργου; «Δεν υπήρξαν δυσκολίες», ξεκαθαρίζει. «Η αλήθεια είναι ότι η δουλειά μου είναι πολύ εύκολη, γιατί είναι πάρα πολλοί οι καλοί μουσικοί που θέλουν να παίξουν την μουσική του Μίνγκους. Εντάξει, έχω καταφέρει να διαλέξω τους κατάλληλους, ας πάρω κι εγώ κάποια εύσημα», γελάει. «Αλλά έχω την τύχη να δουλεύω με καταπληκτικούς μουσικούς. Η μουσική του Μίνγκους αποτελεί πρόκληση γι’ αυτούς, τους αφήνει μεγάλα περιθώρια ελευθερίας. Όπως λέει ο Ερλ Μακιντάιρ (που έχει κάνει ενορχηστρώσεις για την Mingus Orchestra) ‘όταν παίζεις την μουσική του Μίνγκους, καλό είναι να φοράς τη διαστημική σου στολή’», συμπληρώνει γελώντας. Είναι αλήθεια αυτό. Της λέω ότι, κάθε φορά που μιλάω με κάποιον μουσικό της τζαζ για την απόλυτη μουσική του φαντασίωση, το να παίζει με τον Μίνγκους είναι μια φαντασίωση που έχω συναντήσει πολλές φορές. «Αλήθεια;», γελά εκείνη: «Φανταζόμουν πως θα τους απέτρεπε το ότι ήταν τόσο δύσκολος με τους συνεργάτες του». Χρησιμοποιώ αυτήν την ιστορία ως αφορμή για να την ρωτήσω αν σκέφτεται ποτέ τι θα έκανε σήμερα ο Μίνγκους αν ζούσε, με ποιους μουσικούς θα ήθελε να συνεργαστεί. «Φαντάζομαι πως θα τον είχε στραφεί σε πιο κλασικές συνθέσεις, σε μια σύγκλιση της τζαζ με την κλασική μουσική. Προτού πεθάνει, τον ενδιέφερε πολύ το Τρίτο Ρεύμα», θυμάται. Η συζήτησή μας περνά από το παρελθόν στο μέλλον, από τα δεκάδες μουσικά προγράμματα στα ωδεία και τα σχολεία της Αμερικής που είναι αφιερωμένα στην μουσική του Μίνγκους: «Όλοι όσοι εμπλέκονται σ’ αυτό, μουσικοί και εκπαιδευτικοί λένε το ίδιο πράγμα: πως τα παιδιά που μαθαίνουν την μουσική του Μίνγκους αλλάζουν μέσα από αυτήν, ωριμάζουν, βελτιώνονται, αποκτούν περισσότερα ερεθίσματα, γιατί είναι μια μουσική που έχει τόσα πολλά στοιχεία, είναι τρυφερή, περιπετειώδης, έχει αλλαγές, πλούτο», λέει χωρίς να κρύβει την υπερηφάνειά της. Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε ο ίδιος ο Μίνγκους αν στην δεκαετία του ’60 του έλεγε κάποιος πως η μουσική του κάποια μέρα θα διδάσκεται στα σχολεία. «Θα του φαινόταν εξωπραγματικό», παραδέχεται η χήρα του. Πριν κλείσουμε, την ρωτάω τι κάνει για τον εαυτό της, αν έχει χρόνο γι’ αυτόν, όταν αφήνει πίσω της την συνεχή της ενασχόληση με το έργο του Μίνγκους, τις ορχήστρες, τις ηχογραφήσεις, τα βιβλία που γράφει. «Μα, έχω την ζωή μου», λέει. «Έχω παιδιά, έχω εγγόνια, έχω το γράψιμό μου. Είμαι πλήρης».


(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Jazz & Τζαζ #203, που κυκλοφορεί αυτόν τον καιρό στα περίπτερα - αγόρασέ το, γιατί συνοδεύεται από ένα καταπληκτικό cd με θεούς πιανίστες. Όσο για την Mingus Dynasty, έρχεται στο Half Note - μην την χάσεις, είναι εμπειρία, όπως είχα πει κι εδώ πριν από μερικούς μήνες)

1 σχόλιο:

animal είπε...

κι εμείς εδώ ξεμείναμε με τους θεοδωράκηδες τους τσιτσάνηδες και τους σαββόπουλους που νομίζαμε μικροί ότι είναι μουσική...