19 Ιουλ 2012

Μήπως θα ήταν καλλίτερα στον Morrissey χωρίς τους δημοσιογράφους;


Τα δύο δικά μας χθεσινά δημοσιεύματα (ένα, δύο) και τα δεκάδες ακόμη που ακολούθησαν το φιάσκο της διοργάνωσης της προχθεσινής συναυλίας του Morrissey στον Λυκαβηττό προκάλεσαν ογκώδεις (και οργίλες) συζητήσεις όλη την Τρίτη. Κάποια στιγμή η κουβέντα, όπως πάντα, κατευθύνθηκε και στα σκουλήκια, τους ρουφιάνους, τους δημοσιογράφους. Όχι κι άδικα. Έχουμε κι εμείς ένα σημαντικό μερίδιο ευθύνης –ίσως όχι για το συγκεκριμένο χάλι που ζήσαμε την Δευτέρα, αλλά για το ότι έχουν καλλιεργηθεί οι συνθήκες για να συμβεί κάτι τέτοιο.

Να εξηγηθώ: Όπως μια εταιρεία διοργάνωσης συναυλιών, σαν την Detox που έχει βρεθεί αυτήν την στιγμή στο μάτι του κυκλώνα (αλλά δεν είναι η συγκεκριμένη το ευρύτερο πρόβλημά μας -θυμηθείτε τι είχε γίνει με την DiDi Music και τους Depeche Mode, ας πούμε…), δεν δείχνει ότι ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να δείξει σεβασμό στον κόσμο που έρχεται στα events της, έτσι και οι δημοσιογράφοι δεν δείχνουμε ιδιαίτερο σεβασμό στον κόσμο που θεωρητικά πρέπει να ενημερώνουμε. Αντ’ αυτού, ασχολούμαστε απλώς με το να εξασφαλίσουμε μια πρόσκληση για να δούμε τσάμπα τον καλλιτέχνη. Γιατί αυτό θα μας καταξιώσει και όχι η απήχηση των κειμένων μας –έτσι νομίζουμε.

Για την συναυλία της Δευτέρας φαντάζομαι ότι όλοι μας (οι δημοσιογράφοι) είχαμε απορίες σαν τις παρακάτω:

- Τι άλλαξε στον Λυκαβηττό και ξανάνοιξε για συναυλίες;
- Πόσο κόσμο είναι ασφαλές να χωρέσει;
- Πόσα εισιτήρια θα τυπώσει η Detox;
- Πώς θα γίνει η προσέλευση του κόσμου και η είσοδος στο χώρο;

Προσοχή: όλες οι απορίες που καταγράφω είναι κοινά ερωτήματα που είχαμε στο κεφάλι μας πολλές μέρες ΠΡΙΝ φτάσει η διαβόητη Δευτέρα. Όχι πράγματα με τα οποία φρικάραμε όταν φτάσαμε εκεί ή σκεφτήκαμε μετά. Είναι –νομίζω– οι πρώτες σκέψεις που μας ήλθαν στο μυαλό όταν διαβάσαμε τις λέξεις “Morrissey” και “Λυκαβηττός” στην ανακοίνωση της Detox τον Μάιο.

Τι κάναμε τους δύο μήνες από τότε που αναρωτηθήκαμε όλα αυτά μέχρι την Δευτέρα που ζήσαμε την απόλυτη κόλαση; Σίγουρα όχι αυτό που θεωρητικά είναι η δουλειά ενός δημοσιογράφου. Κανείς μας δεν έκανε ρεπορτάζ. Να σηκώσει, έστω, το τηλέφωνο και να ρωτήσει την Detox πώς είχε σκοπό να χειριστεί τον κόσμο. Όσα τηλέφωνα απαντήθηκαν από την Detox ήταν για προσκλήσεις. Για τίποτε άλλο. Ούτε καν ένα έξυπνο θεματάκι του τύπου «10 τρόποι για να μην περάσεις χάλια απόψε στον Λυκαβηττό» δεν σκεφτήκαμε να ανεβάσουμε, βλέποντας ότι θα είχε καύσωνα και υπολογίζοντας το πλήθος του κόσμου. Όχι. Αυτό που μας ένοιαζε περισσότερο απ’ όλα ήταν το πώς θα μπούμε εμείς τσάμπα. Γιατί είμαστε δημοσιογράφοι. Και οι δημοσιογράφοι ΠΡΕΠΕΙ να μπαίνουμε τσάμπα, γιατί, ξέρεις, είναι η δουλειά μας. [Editor's note: το Jumping Fish επικοινώνησε με την Detox μετά τη συναυλία, η οποία γνώριζε τα παράπονα αλλά αρνήθηκε να σχολιάσει on the record. Το Jumping Fish θα πάρει την αλήθεια στον τάφο του, στο βάθο της γυάλας του.]

Αυτή η νοοτροπία έχει οδηγήσει στα εξής δεδομένα: πάρα πολλές κριτικές για «πολύ καλό ήχο», «άριστη διοργάνωση», «φανταστική βραδιά» για δεκάδες συναυλίες όπου συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Όταν σου έχουν δώσει μια πρόσκληση, δεν σού πάει η καρδιά να κράξεις –ανθρώπινο είναι αυτό. Υπάρχει και το ανάποδο: Κράζεις επειδή δεν πήρες μια πρόσκληση, ακόμη κι αν δεν πήγες καν τελικά. Γιατί δεν σε νοιάζει να πεις τι έγινε, σε νοιάζει να είσαι στην λίστα την επόμενη φορά. Πού οδηγούμαστε; Στο ότι τα live reviews τελικά δεν έχουν καμία σημασία. Κανείς δεν γράφει τι είδε ή πώς του φάνηκε του ίδιου προσωπικά. Όλοι γράφουν αυτό που επιτάσσει το συμφέρον τους.

Από μικρός είχα την απορία γιατί όλες οι συναυλίες ήταν πάντα «φανταστικές», ενώ στις μισές είχα παράπονα για δεκάδες πράγματα. Όταν έγινα δημοσιογράφος, κατάλαβα γιατί. Δουλεύοντας σε ο,τιδήποτε άλλο παρά μουσικά έντυπα και sites για πολλά χρόνια, είχα πάντα ένα παραπονάκι ότι κάποιοι άλλοι έμπαιναν τσάμπα κι εγώ έπρεπε πάντα να πληρώνω. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι όλο αυτό ήταν πλεονέκτημα και όχι το αντίθετο. Όταν ξεκίνησα το Πο Πο Culture! και μού πρότειναν προσκλήσεις για διάφορες συναυλίες, αποφάσισα ότι θα πληρώνω πάντα ο ίδιος το εισιτήριό μου, για να έχω έλεγχο του περιεχομένου του blog μου.

Δεν θα μπορούσα, βέβαια, να αγνοώ τα CDs που μού έστελναν. Γι’ αυτά αποφάσισα το εξής (ελπίζω) τίμιο: Αν αξίζουν, γράφω, αν όχι, δεν γράφω. Αν πρέπει να γράψω (γιατί, ας πούμε, είναι το νέο άλμπουμ του Θανάση Παπακωνσταντίνου, όχι κάτι που το αγνοείς εύκολα), λέω αυτό που πιστεύω, αδιαφορώντας για το αν θα συνεχίσουν να μου στέλνουν δισκάκια. Για τον Morrissey δεν τέθηκε ποτέ θέμα. Θα έδινα τα 35 ευρώ, εννοείται. Στη συνέχεια έμαθα ότι γενικά δεν δόθηκαν και πολλές προσκλήσεις σε δημοσιογράφους, έτσι κι αλλιώς.

Κάτι που μας οδηγεί σε μια άλλη παγίδα: αν οι δημοσιογράφοι δεν πήραν προσκλήσεις, μήπως βρήκαν μια ωραία αφορμή για να βγάλουν χολή κατά της Detox; Πιθανότατα κάποιοι ναι. Αλλά θα απαντήσω για τον εαυτό μου: Δεν γνωρίζω κανέναν στην Detox και δεν έχω ζητήσει ποτέ να πάω δωρεάν σε συναυλία που διοργάνωσε. Άρα δεν έβγαλα χολή. Έγραψα τι είδα. Τι ένιωσα. Πόσο χάλια ήταν. Τα έγραψα όπως θα τα έγραφε ο οποιοσδήποτε αγόρασε ένα εισιτήριο και πήγε στον Λυκαβηττό –αλλά δεν έχει τον τρόπο να τα μοιραστεί με πολύ κόσμο.

Δεν φέρω ευθύνη; Φυσικά και φέρω. Αν ήθελα να είμαι σωστός δημοσιογράφος, θα έπρεπε το Μάιο να πάρω τηλέφωνο και να ρωτήσω αυτά που ανέφερα πιο πάνω: «Γιατί στο Λυκαβηττό ρε παιδιά;». Γιατί δεν το έκανα; Δεν έχω άλλη δικαιολογία από αυτήν: Δεν είναι η κύρια δουλειά μου να είμαι «μουσικός δημοσιογράφος» – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Βασικά, εδώ και λίγο καιρό δεν είναι καν η δημοσιογραφία εν γένει η κύρια δουλειά μου. Αλλά, εντάξει, απλά αποποιούμαι των ευθυνών μου τώρα. Το πρόβλημά μου, όμως, με το να εμπλέκομαι κάπως παραπάνω με το «συναυλιακό ρεπορτάζ» αρχίζει να γίνεται πρακτικό, μετά: Αν το κάνω επάγγελμα, χωρίς να το πληρώνομαι, τότε πολύ φοβάμαι ότι θα καταντήσω να παίρνω δωρεάν προσκλήσεις, για να είμαι πάντα παντού. Και τότε θα αρχίσω να γράφω για «φανταστικές βραδιές», «τέλειους ήχους» και «άψογες διοργανώσεις». Φαίνεται ότι δεν έχω καμμία ελπίδα να γίνω σωστός επαγγελματίας τελικά… Γιατί η Ελλάδα είναι η απόλυτη πατρίδα του ερασιτεχνισμού. Είτε μιλάμε για δημοσιογράφους, είτε μιλάμε για διοργανωτές συναυλιών.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

Δεν υπάρχουν σχόλια: