Η αμερικανική μουσική βιομηχανία αναζητάει νέο κοινό στην «ανεξάρτητη» μουσική κοινότητα, προκαλώντας την έκπληξη όσων νόμιζαν πως μουσική σήμερα σημαίνει... μεταμφιέσεις της Lady Gaga.
«Και το βραβείο πηγαίνει στο...», ξεκινάει χαμογελαστή η Μπάρμπρα Στρέιζαντ, ανοίγοντας τον φάκελο για να διαβάσει το νικητή του σημαντικότερου Γκράμι, αυτού για το καλύτερο άλμουμ της χρονιάς. «...Sssssssssuburbs». Tο μακρόσυρτο “s” της 69χρονης ηθοποιού και τραγουδίστριας δεν το προκαλεί κάποιος ενθουσιασμός. Το χαμόγελό της έχει μετατραπεί σε μια έκφραση έκπληξης. Σαν ν’ αναρωτιέται μέσα της: «Ποιοι στο καλό είναι οι Arcade Fire;» Δευτερόλεπτα μετά, το Facebook και το Twitter γεμίζουν με την ίδιαν ακριβώς απορία. Ποιοι είναι αυτοί οι κακοντυμένοι Καναδοί και ποιος έχει ακούσει το “The Suburbs” που αναδείχθηκε καλύτερο άλμπουμ της χρονιάς; Αρκετοί από εσάς θ’ αναρωτιέστε το ίδιο τώρα –ή θα το είχατε αναρωτηθεί όταν στις αρχές του φθινοπώρου το περιοδικό που κρατάτε στα χέρια σας τούς είχε αφιερώσει δύο σελίδες, δηλώνοντας από τότε ότι το «Suburbs» έβαζε σοβαρή υποψηφιότητα ως το καλύτερο άλμπουμ του 2010.
Μια καταγραφή στο blog http://whoisarcadefire.tumblr.com περιγράφει με ξεκαρδιστικό τρόπο τις αντιδράσεις του κοινού στην βράβευση των Arcade Fire στα Γκράμι της 13 Φεβρουαρίου (αλλά και στα Brit Awards, δύο ημέρες αργότερα, ως καλύτερου «διεθνούς» συγκροτήματος): Απλά τις παραθέτει. Από αφελή 12χρονα που εκνευρίστηκαν με την ήττα του Τζάστιν Μπίμπερ στην κατηγορία του «πρωτοεμφανιζόμενου καλλιτέχνη» (από την Εσπεράντσα Σπόλντινγκ, την τζαζ συνθέτρια που έκανε την άλλη μεγάλη έκπληξη στα Γκράμι) μέχρι μεσήλικες φίλους της ανάλατης country pop που παίζουν οι Lady Antebellum (οι οποίοι κέρδισαν τα περισσότερα βραβεία, αλλά όχι και το σημαντικότερο) και το μέσο Αμερικανό τηλεθεατή που η επαφή του με τη μουσική περιορίζεται στην Lady Gaga και την Μπρίτνεϊ Σπιρς, τις οποίες έχει συνηθίσει να χαζεύει στα κουτσομπολίστικα μαγκαζίνο, το αίσθημα είναι μια μείξη οργής και χαβαλέ (π.χ. «Μα γιατί η Ακαδημία βραβεύει αυτούς τους άγνωστους, κακάσχημους ανθρώπους; Τα έχει βάλει με τους διάσημους;»). Και επιτείνεται από τις απαντήσεις όσων σπεύδουν να δηλώσουν την δική τους «γνώση και έγκριση» των Arcade Fire. Ένας ανούσιος πόλεμος μεταξύ της mainstream και της indie μουσικής ξεσπάει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα θα καταλάβουν οι μεν τους δε, όσα επιχειρήματα κι αν παρατεθούν εκατέρωθεν. Γι’ αυτό και ο διάλογος μετατρέπεται σε γηπεδική ανταλλαγή συνθημάτων.
Η πιο σημαντική, όμως, αλήθεια είναι ότι η βράβευση των Arcade Fire στα Γκράμι δείχνει την αγωνία της αμερικανικής μουσικής βιομηχανίας να ανακαλύψει ένα καινούργιο κοίτασμα χρυσού που θα χρηματοδοτήσει την σωτηρία της από το εμπορικό τέλμα των τελευταίων ετών. Τα Γκράμι είναι ένας γερασμένος θεσμός που απέχει δυόμισι δεκαετίες πια από τις μεγάλες του στιγμές (το 1984 τα παρακολούθησαν πάνω από 50 εκατομμύρια τηλεθεατές, φέτος οι μισοί –κι όμως ήταν η μεγαλύτερη τηλεθέαση την τελευταία δεκαετία) και που σπάνια επιδεικνύει αντανακλαστικά προς «αυτό που έρχεται». Η στροφή του προς την indie rock σκηνή φέτος (μια δεκαετία μετά την καθιέρωσή της) έγινε χάρη σε μιαν εξαιρετική αφορμή: Οι Arcade Fire, η σημαντικότερη μπάντα της «ανεξάρτητης» δισκογραφίας κυκλοφόρησε το τρίτο -και πιο εύληπτο για το ευρύ κοινό- άλμπουμ της, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ του indie και του mainstream για όποιον είναι πρόθυμος να το διασχίσει.
Στην ανεξάρτητη σκηνή, όπου κουμάντο δεν κάνουν οι μεγάλες δισκογραφικές με το εξαντλητικό promotion και το στοχευμένο image making, όπου το βάθος του μπούστου της Κέιτι Πέρι, τα κοστούμια της Lady Gaga και το χρώμα των μαλλιών της Rihanna θα έπαιζαν μικρότερο ρόλο από τα τραγούδια τους, είναι το ταλέντο στην συγγραφή μουσικής που κάνει έναν καλλιτέχνη να ξεχωρίζει. Και από τον Αύγουστο, όταν κυκλοφόρησε το «The Suburbs», χωρίς να συνοδεύεται από κάποιο βίντεοκλιπ ή από εξώφυλλα στα μεγάλα περιοδικά (μέχρι και λίγες ημέρες πριν τα Γκράμι, τίτλοι όπως το Vanity Fair και το Rolling Stone πόνταραν στο λάθος άλογο, χαρίζοντας το εξώφυλλό τους στον Τζάστιν Μπίμπερ...) οι μουσικοκριτικοί παραληρούσαν. Δεδομένης της καθολικής αποδοχής των Arcade Fire και του συμφωνικού, θεατρικού, πομπώδους ανεξάρτητου rock που παίζουν από την indie κοινότητα, που θεωρεί το ντεμπούτο τους, το «Funeral» του 2004 ως τον σημαντικότερο δίσκο για την δεκαετία που έφυγε, η επιλογή της Μουσικής Ακαδημίας των ΗΠΑ να τούς δώσει το Γκράμι φέτος δεν ενείχε και πολύ μεγάλο ρίσκο. Σύμφωνοι: θα εξόργιζε την αυτοαναφορική κοινότητα της σύγχρονης εμπορικής μουσικής σκηνής που πολιτεύεται ανταλλάσσοντας συνθέτες, φωνές και στυλίστες, στήνοντας ένα φτηνό θέαμα που καταναλώνεται εύκολα και αφειδώς από το ναρκωμένο τηλεοπτικό κοινό της μεσημεριανής ζώνης (κάτι αντίστοιχο με το καθ’ ημάς μπουζουκοπόπ ιδίωμα και, τους πρόθυμους για κουτσομπολίστικη δημοσιότητα, σταρ του). Αλλά θα έδινε επιτέλους μια εναλλακτική διέξοδο σε όλο αυτό το κοινό που είχε βαρεθεί την σύγχρονη αμερικανική μουσική και απαξιούσε θεσμούς όπως τα Γκράμι και, βεβαίως, την αγορά καινούργιας μουσικής. Σύμφωνα με το Rolling Stone, οι πωλήσεις των Arcade Fire και της Εσπεράντσα Σπόλντινγκ εκτοξεύθηκαν την πρώτη εβδομάδα μετά την βράβευσή τους. Χιλιάδες κόσμου ανταποκρίθηκαν θετικά στην τολμηρή επιλογή της Ακαδημίας κι έσπευσαν να τους γνωρίσουν.
Η ειρωνία είναι πως για τους ίδιους τους Arcade Fire η ξαφνική αυτή συνάντηση με την δημοσιότητα δεν είναι και τόσο ευτυχές γεγονός. Προς το παρόν την διαχειρίζονται με εξαιρετικό τρόπο, διατηρώντας τους ήπιους τόνους της indie κοινότητας μέσα στην οποία μεγάλωσαν, αλλά γνωρίζουν καλά και οι ίδιοι πως σύντομα θα πέσουν πάνω σ’ ένα σημαντικό δίλημμα: Θα ικανοποιήσουν το νέο τους κοινό ή θα τού γυρίσουν την πλάτη για να μην απογοητεύσουν το παλιό; Πριν καν επιβεβαιωθεί το φλερτ τους με το mainstream μέσω των βραβεύσεών τους, οι Arcade Fire είχαν αρχίσει να φυλλοροούν στο επίπεδο των πρώιμων φαν τους. Οι hipsters φίλοι τους, πάντα ανήσυχοι και πάντα πρόθυμοι να ανακαλύψουν την επόμενη «απίθανη μπάντα που γράφει μουσική που δεν έχει ξαναγραφτεί ποτέ», δεν είδαν με καλό μάτι την ακτιβιστική και φιλανθρωπική ρητορική των Arcade Fire στις συνεντεύξεις τους, ούτε την στήριξή τους στον Μπάρακ Ομπάμα και τη σύνδεση του αποκαλυπτικού τους ήχου με τα ακούσματα της γενιάς που αποκαλείται «The Obama Generation». Και, φυσικά, δεν αισθάνονται καθόλου βολικά στην ιδέα της εισβολής των μέχρι χθες φαν της Κάιλι Μινόγκ, της Μπιγιονσέ, ή –ακόμη χειρότερα- του «διαβόλου σε σώμα μικρού παιδιού» Τζάστιν Μπίμπερ στον μικρόκοσμό τους, στα υποφωτισμένα μπαρ τους, στις γκαλερί και τις ομαδικές ποδηλατάδες όπου συχνάζουν. Στους πιο «ψαγμένους» κύκλους των «εναλλακτικών» η φράση που κυριαρχεί είναι: «Οι Arcade Fire είναι οι νέοι U2». Και, όχι, δεν το λένε με θετικό τρόπο.
(Το κείμενο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο περιοδικό "Κ" που κυκλοφόρησε μαζί με την "Καθημερινή" στις 6.3.2011)
1 σχόλιο:
Πολύ ωραίο κείμενο!
Δημοσίευση σχολίου