22 Μαΐ 2013

Iron & Wine - Ghost On Ghost

Iron & Wine
Ghost On Ghost
(Απρίλιος 2013)


Ο Samuel Beam κάποτε ηχογραφούσε για την Sub Pop. Και τραγουδούσε ψιθυριστά, αλλά επιβλητικά, σκοτεινά, αλλά σαφή διηγήματα. Ήταν lo-fi και indie, όσο lo-fi και indie μπορεί να είναι κάτι τόσο ρουστίκ, όσο η μουσική του. Και ο Samuel Beam, ο μουσικός από τη Νότια Καρολίνα που προτιμούσε να τον φωνάζουν Iron & Wine, ήταν πάνω απ’ όλα folk. Ένα παιδί του λαού, του αγρού, της φύσης. Εσωστρεφής, ωστόσο, και λιγάκι μυστήριος, έμοιαζε κάθε φορά που έβγαζε δίσκο να σού δίνει μια πρόσκληση για να μπεις στο υπνοδωμάτιό του, να τον ακούσεις την ώρα που γρατζουνούσε την κιθάρα ή το μπάντζο του, γυρεύοντας να σκαρώσει νέες μελωδίες.

Όλα αυτά μέχρι το 2007, όταν η μουσική του άρχισε να πλαισιώνεται από γεμάτες ενορχηστρώσεις, από μουσικούς βιρτουόζους, που έπαιζαν τα πάντα και την έκαναν ξαφνικά να ακούγεται τόσο, μα τόσο πλούσια –κοίτα να δεις τι δυναμική έκρυβε μέσα της τόσο καιρό. Ο Iron & Wine είχε βγει απ’ το υπνοδωμάτιο και είχε πάει κατ’ ευθείαν στο Μέγαρο Μουσικής, χωρίς να χάσει ούτε ένα γραμμάριο από την αυθεντικότητα ή την έμπνευσή του στην διαδρομή. Κάποιοι, βέβαια, δίσταζαν να τον ακολουθήσουν σ’ αυτό του το ταξίδι. Διέκριναν μια τάση για μεγαλείο, μια λέξη που δεν θες να την πολυλές αν είσαι indie. 4 χρόνια αργότερα, όντως, η Beam ηχογραφούσε πια για την Warner Bros. Και η μουσική του ήταν ακόμη πιο εύπεπτη. Μπορούσαν πια να την ακούν ακόμη κι εκείνοι που δεν θεωρούσαν εαυτούς indie ή ο,τιδήποτε άλλο παρόμοιο με τους αντίστοιχους περιορισμούς. Όμως η μουσική του παρέμενε αυθεντική και η μοναδική του ικανότητα στο να γράφει γλυκά τραγούδια, χωρίς να καταντά αηδία από το πολύ μέλι, δεν μας άφησε ασυγκίνητους. Προσωπικά, δεν θεωρώ το “Kiss Each Other Clean” (2011) υποδεέστερο των προηγούμενων άλμπουμ του. Ίσα-ίσα που οι ασκήσεις μεγαλείου του με κέρδισαν, αντί να με αποτρέψουν.

Δύο χρόνια μετά πηγαίνει ακόμη παραπέρα τη μετάλλαξή του από έναν κλεισμένο στο σύμπαν του, μελαγχολικό χωριατάκο, σε έναν λαμπερό crooner. Παραδόξως δεν το κάνει με τα εργαλεία της arena rock που έδειχνε να τιθασεύει στο πρόσφατο παρελθόν. Δεν ανεβάζει ρυθμούς, δεν παρακάνει ηλεκτρικό τον ήχο του. Στο πέμπτο του άλμπουμ προτιμά απλά να αφήσει στην άκρη τη μελαγχολία και να προσθέσει λίγο παραπάνω χαμόγελο. Τραγουδά για την αγάπη με έναν τρόπο κάπως ποπ και σε κομμάτια όπως το “The Dessert Babbler” δεν διστάζει να φλερτάρει ακόμη και με τη soft rock. Jazz, soul, funk στοιχεία ξεπετιούνται μια στο τόσο, ήπια πάντα και μετρημένα, τραβώντας πάντως το “Ghost on Ghost” μακριά από τη σφαίρα της folk –το έχουν ξανακάνει κι άλλοι στο παρελθόν αυτό, οι Simon & Garfunkel, ας πούμε, ή οι Beach Boys. Το αποτέλεσμα θα ξενίσει τους παλιούς του οπαδούς. Αλλά θα κερδίσει όσους τον ακολούθησαν σε κάθε του βήμα και επικρότησαν την κάθε του μεταμόρφωση. Ο Iron & Wine στέκεται πια κάπου ανάμεσα στους Belle & Sebastian, τον George Michael και τον δικό του, παλιό, σκοτεινό εαυτό –και μοιάζει να είναι πολύ άνετος με αυτό. Εσύ μπορείς μόνο να τον κατηγορήσεις ότι έχει πια χάσει τον αυθορμητισμό του, αλλά κι αυτό πόσο να του στερήσει από την τελική σούμα, όταν το όλο αποτέλεσμα είναι τόσο μα τόσο ευχάριστο; Ένα; Άντε ενάμισι αστεράκι στα πέντε…


Iron & Wine - Joy

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

Δεν υπάρχουν σχόλια: