Δεν είναι η πρώτη φορά που μας συμβαίνει τέτοιο εθνικό πολιτισμικό σοκ. Και πριν από λίγα χρόνια είχαμε όλοι παραδοθεί στις ιστορίες που ταλάνιζαν την οικογένεια Μπακλαβατζίογλου, παρακολουθώντας την ερωτική ιστορία ενός (κατάξανθου) Ελληνα και μιας σεμνής Τουρκάλας. Τότε, όμως, η συγκυρία ήταν διαφορετική. Ημασταν ακόμη σε κατάσταση ευφορίας μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, νιώθαμε ανώτεροι, έτοιμοι να αφήσουμε στην άκρη προαιώνια μίση και να παραδοθούμε στην ιδέα της ελληνοτουρκικής φιλίας. Ειδικά από την στιγμή που το ελληνικό στοιχείο ενσάρκωνε ένας όμορφος και ζάπλουτος νεαρός, και το τουρκικό μια λαϊκή φωνακλάδικη οικογένεια. Ναι, από την σύγκριση βγαίναμε κερδισμένοι, με το εθνικό μας φρόνημα κολακευμένο από τους γείτονές μας.
Τώρα όμως; Τι είναι αυτό που μας κάνει να σνομπάρουμε τις ελληνικές σαπουνόπερες και να παραδινόμαστε άνευ όρων στην ιστορία μιας όμορφης και μορφωμένης πλην πάμφτωχης χήρας που αμαρτάνει για το παιδί της; Α ναι, είναι η εθνική μας ροπή στο μελό, αυτό που αποτελεί πνευματική μας τροφή χρόνια τώρα, από την εποχή που ο Νίκος Ξανθόπουλος περιφρονούσε τα πλούτη των εφοπλιστών ενσαρκώνοντας το αδούλωτο φιλότιμο του Ελληνα. Ασφαλώς παίζει ρόλο και το σεξ απίλ του κεντρικού ήρωα, η επίδραση του οποίου στον γυναικείο πληθυσμό ίσως καταδεικνύει ένα έλλειμμα τεστοστερόνης στην ελληνική τηλεόραση, η οποία πιθανόν να χρειάζεται ορμονοθεραπεία, προκειμένου να αποφευχθεί η εισαγωγή ανδροπρέπειας από την γείτονα χώρα.
Αλλά δεν πρέπει να παραβλέψουμε κάτι εξίσου σημαντικό: η ύφεση έχει προκαλέσει ρωγμές στις σχέσεις της Ελλάδας με την Ευρώπη. Παλεύουμε χρόνια τώρα να πείσουμε τους εαυτούς μας για την ευρωπαϊκή μας εθνική ταυτότητα και την κρίσιμη στιγμή, οι Ευρωπαίοι μας αντιμετωπίζουν σαν μαύρα πρόβατα. Βαθιά πληγωμένοι (οικονομικά και πολιτισμικά) στρεφόμαστε για παρηγοριά στους γείτονές μας κι αυτό είναι συγκινητικό: είναι σαν να αποδεχόμαστε επιτέλους τον οριεντάλ εαυτό μας, αυτόν που αρνούμαστε χρόνια τώρα. Στο πρόσωπο των γειτόνων μας βρίσκουμε έναν ιδανικό καθρέφτη. Πόσω μάλλον που οι πρωταγωνιστές της σειράς είναι εξωφρενικά πλούσιοι, μεν, αλλά με ατόφια τα συντηρητικά, μικροαστικά χαρακτηριστικά τους. Υπάρχει καλύτερο πρότυπο;
Τώρα όμως; Τι είναι αυτό που μας κάνει να σνομπάρουμε τις ελληνικές σαπουνόπερες και να παραδινόμαστε άνευ όρων στην ιστορία μιας όμορφης και μορφωμένης πλην πάμφτωχης χήρας που αμαρτάνει για το παιδί της; Α ναι, είναι η εθνική μας ροπή στο μελό, αυτό που αποτελεί πνευματική μας τροφή χρόνια τώρα, από την εποχή που ο Νίκος Ξανθόπουλος περιφρονούσε τα πλούτη των εφοπλιστών ενσαρκώνοντας το αδούλωτο φιλότιμο του Ελληνα. Ασφαλώς παίζει ρόλο και το σεξ απίλ του κεντρικού ήρωα, η επίδραση του οποίου στον γυναικείο πληθυσμό ίσως καταδεικνύει ένα έλλειμμα τεστοστερόνης στην ελληνική τηλεόραση, η οποία πιθανόν να χρειάζεται ορμονοθεραπεία, προκειμένου να αποφευχθεί η εισαγωγή ανδροπρέπειας από την γείτονα χώρα.
Αλλά δεν πρέπει να παραβλέψουμε κάτι εξίσου σημαντικό: η ύφεση έχει προκαλέσει ρωγμές στις σχέσεις της Ελλάδας με την Ευρώπη. Παλεύουμε χρόνια τώρα να πείσουμε τους εαυτούς μας για την ευρωπαϊκή μας εθνική ταυτότητα και την κρίσιμη στιγμή, οι Ευρωπαίοι μας αντιμετωπίζουν σαν μαύρα πρόβατα. Βαθιά πληγωμένοι (οικονομικά και πολιτισμικά) στρεφόμαστε για παρηγοριά στους γείτονές μας κι αυτό είναι συγκινητικό: είναι σαν να αποδεχόμαστε επιτέλους τον οριεντάλ εαυτό μας, αυτόν που αρνούμαστε χρόνια τώρα. Στο πρόσωπο των γειτόνων μας βρίσκουμε έναν ιδανικό καθρέφτη. Πόσω μάλλον που οι πρωταγωνιστές της σειράς είναι εξωφρενικά πλούσιοι, μεν, αλλά με ατόφια τα συντηρητικά, μικροαστικά χαρακτηριστικά τους. Υπάρχει καλύτερο πρότυπο;
*Ναι, ξέρω, υπάρχει και μια κατηγορία που βλέπει «True Blood», αλλά οι βαμπιρολάγνοι χρήζουν ειδικής αντιμετώπισης, έτσι κι αλλιώς.
**Εσύ τι βλέπεις; Ψήφισε στην δεξιά στήλη...
***(δημοσιεύτηκε την Κυριακή 4/7 στο περιοδικό Big Fish του "Πρώτου Θέματος")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου