24 Σεπ 2012

Dead Can Dance στο Λυκαβηττό: Κατάνυξη, μαστούρα και τριπλό encore.


Δεν πηγαίνεις να δεις live τους Dead Can Dance με προσδοκία να γυρίσεις πίσω έχοντας πάθει αφυδάτωση από τον πολύ χορό. Ούτε με το φόβο ότι τα αυτιά σου θα βουίζουν για όλη την επόμενη εβδομάδα. Επίσης, δεν ελπίζεις σε κάποια συγκλονιστική σκηνική παρουσία, από αυτές που επιβάλουν το στριμωξίδι σου στην πρώτη σειρά, για να μη χάσεις τα καλύτερα. Κοινώς: πηγαίνεις στους Dead Can Dance, ψάχνοντας για μια ωραία καρέκλα να κάτσεις.

Όπερ και έπραξα. Από τα ψηλά της κερκίδας λοιπόν, και απορώντας κομματάκι για τις χιλιάδες του κόσμου που επέλεξαν την αρένα, απόλαυσα χθες στο Λυκαβηττό το δίωρο σόου (αν μπορείς να το πεις έτσι) των Αυστραλών προπατόρων του World Fusion. Ήρεμα, ήσυχα, με ένα ζακετάκι για την δροσιά.

Και στην αρχή ήταν κάπως ανατριχιαστικά. Με τον ήχο τους να μη χάνει στον αθηναϊκό αέρα παρά ελάχιστα από την επιβλητικότητα που έχουν και την κατάνυξη που επιβάλουν οι στούντιο ηχογραφήσεις τους και με το μπρίο της Lisa Gerrard και του Brendan Perry να παραμένει αναλλοίωτο παρά τα 50 και βάλε χρόνια του καθενός τους, με ρούφηξαν αμέσως βαθιά μέσα στο παραμύθι τους, υπενθυμίζοντάς μου γιατί λάτρευα στα νιάτα μου αυτό το παράξενο δίδυμο: oι Dead Can Dance δεν εξερευνούν απλά μουσικές από διάφορα σημεία του κόσμου. Δεν είναι “ethnic”. Είναι μυστικιστές. Είναι φορείς μιας προαιώνιας αλήθειας που η μουσική μεταλαμπάδευε από γενιά σε γενιά μέσα στους αιώνες, όταν ο ρόλος της ήταν λίγο διαφορετικός από αυτόν που παίζει σήμερα. Στο DNA του ήχου της υπάρχουν τα κλειδιά που αποκρυπτογραφούν κάποια μυστικά του δικού σου γονιδιώματος –πράγματα που κουβαλάς μέσα σου από τους μακρινούς σου προγόνους, αλλά δύσκολα τα καταλαβαίνεις. Προκαταλήψεις, φόβους, παρηγοριές, αποκαλύψεις μεταφυσικές.

Αλλά αυτό ήταν απλά μια συναυλία. Και από μια καριέρα 30 ετών (20 στην ουσία, αφού είχαμε και μια δεκαετία χωρισμού του ντουέτου) έπρεπε να διαλέξουν κάποια κομμάτια. Και αυτά τα κομμάτια, όσο περνούσε η ώρα, γινόταν σαφές ότι θα περιορίζονταν στα πιο πρόσφατα, τα πιο «γεμάτα», από τα (δυστυχώς) πιο ethnic άλμπουμ τους. Τα gothic στοιχεία της πρώτης τους εποχής και οι απογυμνωμένες από περιττούς ήχους προσευχές της Gerrard από τα αριστουργηματικά “The Serpent’s Egg” και “Aion” δεν ήταν κυρίαρχα στο setlist. Η κορύφωση δεν ερχόταν, η ανατριχίλα μειωνόταν, κάποια πρώτα χασμουρητά πήραν τη θέση της.

Υπήρχε και ένα ακόμη πρόβλημα, εγγενές στους Dead Can Dance, αλλά που δεν σε πειράζει ότι ακούς τα άλμπουμ τους χωρίς να τους βλέπεις κιόλας. Η Lisa Gerrard, με την εικόνα μιας ιέρειας, και ο Brendan Perry, με την εικόνα ενός συμπαθή παππούλη, είναι δύο διαφορετικά σύμπαντα. Εντελώς. Ο τρόπος που ερμηνεύουν, επίσης, είναι αρκετά ανόμοιος. Μέσα στο άλμπουμ ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, αλλά στην συναυλία έμοιαζαν σαν να δίνουν δύο διαφορετικές παραστάσεις. Κι αυτό γινόταν πιο έντονο από το γεγονός ότι η Gerrard αποχωρούσε εντελώς από την σκηνή στα κομμάτια που τραγουδούσε ο Perry (δες το βίντεο του πιο γνωστού κομματιού που έπαιξαν χθες, του “The Ubiquitous Mr. Lovegrove”, για παράδειγμα). Αλλά και από το ότι η set list ήταν έτσι δομημένη που να πηγαίνει από ένα κομμάτι Gerrard σε ένα κομμάτι Perry κ.ο.κ. Ελάχιστες φορές τραγουδούσαν μαζί (και αυτές ήταν οι κορυφώσεις της συναυλίας). Κάτι που ναι μεν επέτρεψε στο σόου να κρατήσει δύο ολόκληρες ώρες (με 3 encore παρακαλώ!, αλλά που –σε συνδυασμό με την επιλογή των κομματιών όπως προανέφερα– εξαφάνισε τον ενθουσιασμό του κοινού σχετικά νωρίς.

Ο Perry έκανε μια τίμια προσπάθεια να τον επαναφέρει παίζοντας στο μπουζουκάκι του και τραγουδώντας το «Σαν μαστουρωθείς, γίνεσαι ευθύς, βασιλιάς, δικτάτορας, Θεός και κοσμοκράτορας» (είναι γνωστή η λατρεία του για το ρεμπέτικο –εκφράζεται έντονα και στο φετινό τους άλμπουμ) και η Gerrard φρόντισε να κρατήσει τα πιο δυνατά της ρίγη προς το φινάλε και, γενικά, το επίπεδο ανταπόκρισης του κοινού το κράτησαν αρκετά ψηλά. Απλά έχω την αίσθηση πως με λίγο πιο σοφή διαχείριση του απίστευτα πλούσιου υλικού τους και λίγο περισσότερο δέσιμο μεταξύ τους, θα μπορούσαν να κάνουν την εμπειρία μας αξέχαστη (sic).


Όσον αφορά στα οργανωτικά της συναυλίας τώρα, το ότι η σκηνή πήγε δέκα μέτρα πιο πίσω απέδειξε πώς θα έπρεπε να είχαν χειριστεί το πρόβλημα του (πολύ) κόσμου οι διοργανωτές εκείνου του εφιάλτη με τον Morrissey. Χθες, με περίπου 7.000 ανθρώπους στον Λυκαβηττό, όλα κύλησαν ομαλά, χωρίς σπρώξιμο και ασφυξία, πολιτισμένα και όπως θα έπρεπε. Μόνο παράπονο το εξής: στην προπώληση το εισιτήριο θεωρητικά είχε 35 ευρώ, αλλά η DiDi Music εκτύπωσε 4.000 τέτοια. Τα οποία έκαναν φτερά πολύ γρήγορα, οπότε όποιος πήγαινε στον αγενή τυπάκο του Ticket House για να προμηθευτεί το χαρτάκι του, μάθαινε ότι έπρεπε να πληρώσει 40 (η τιμή που θα είχαν τα εισιτήρια που έμειναν για το ταμείο, την ώρα της συναυλίας). Μόνο σε μένα φαίνεται κάπως λάθος αυτό;

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

Δεν υπάρχουν σχόλια: