21 Νοε 2013

Μερικές φορές δεν είναι κακό να μένεις σ' αυτά που ξέρεις


Πρώτο βήμα λάθος. Δεύτερο. Τρίτο. Στρίβω προς τ’ αριστερά. Κι ας λέει ο εγκέφαλος «ευθεία». Βάζω δύναμη στο πόδι να κρατήσει πορεία προς τα ‘κει που βλέπουν τα μάτια, αλλά αρνείται. Λοξοδρομώ στη μέση της οδού και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου τρομοκρατούμαι. Όχι γιατί κάτι δεν λειτουργεί σωστά στο νευρικό μου σύστημα. Αλλά γιατί θυμάμαι πριν λίγο που είχα κοιτάξει πίσω πως ένα αυτοκίνητο είχε την ίδια κατεύθυνση με μένα. Θα πρέπει να βρίσκεται πολύ κοντά πια. Σταματώ στη μέση του δρόμου, γελώντας με την κατάντια μου. Ευτυχώς ο οδηγός έχει βγει από την παράδρομο στην Συγγρού. Είμαι ακινητοποιημένος, θέλω να πάω δεξιά, να ακουμπήσω κάπου μέχρι να περάσει, αλλά μπορώ να πάω μόνο αριστερά, να βγω κι εγώ στη Συγγρού. Πάλι καλά που είναι η κοπέλα μου μαζί. Με βοηθάει να κινηθώ προς τα εκεί που πρέπει. Μετά από δύο λεπτά έχουν όλα επιστρέψει στο κανονικό.

Δεν έχω ακόμη καταλάβει τι συνέβη. Η μόνη ερμηνεία που μού στέκει είναι ότι έπαθα κάποια μορφή αγκύλωσης. Δεν είναι και λίγες τρεις ώρες χωρίς διάλειμμα στο θέατρο. Εγώ φταίω, βέβαια. Στο πρώτο δεκάλεπτο της είπα «πάμε να φύγουμε, δεν αντέχεται», αλλά δεν το έκανα με τρόπο πειστικό. Όταν μετά από μιάμιση ώρα μού το πρότεινε εκείνη, μπήκα στη λογική του «αφού αντέξαμε ως εδώ, ας το πάμε μέχρι το τέλος». Κακώς. Ο «Κυκλισμός του Τετραγώνου» είναι μια ανυπόφορη αβανγκαρντίλα. Ανούσιο ως κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη, ματαιόδοξο ως σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά, είναι από αυτές τις παραστάσεις που ξέρεις ότι θα σού σερβίρει η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών ως πρωτοποριακές και θα στις διαφημίσει τόσο ώστε να νιώθεις ένοχος αν δεν πας να τις δεις, αλλά μετά θα νιώθεις περισσότερο ένοχος που δεν τις κατάλαβες ή δεν τις «έζησες». Δεν τσιμπάω πια. Τα μισά πράγματα που κάνει η Στέγη είναι δήθεν, απέραντα δήθεν, και την επόμενη φορά –αν δεν κάνω σωστή έρευνα αγοράς- θα φύγω όντως στο δεκάλεπτο, χωρίς να σκέφτομαι τα λεφτά που χάλασα για το εισιτήριο.

Ή άλλη λύση είναι να πηγαίνω μόνο στο Εθνικό. Ανεβάζουν πιο συμβατά θεάματα με τη δική μου αντίληψη περί θεάτρου. Την «Οδύσσεια» του Wilson πέρσι, ας πούμε. Που δεν την αποθέωσαν οοοοοοοοοοοοοόλοι οι κριτικοί όπως τον «Κυκλισμό του Τετραγώνου». Ίσα ίσα που την έκραξαν όσο τίποτε. Όσο τον Μάρκο Σεφερλή τέλος πάντων. Αλλά που άρεσε σε όποιον πήγε να τη δει. Σε αντίθεση με το σίχαμα των Δημητριάδη - Καραντζά που εκνεύρισε, κοίμισε, ξενέρωσε τους πάντες, πλην της απάλευτης αυτής ομάδας ανθρώπων που αυτοπροσδιορίζονται ως κριτικοί θεάτρου.

BTW, είδα την «Γκόλφω» τις προάλλες στο Εθνικό. Ναι, την αυθεντική. Το βουκολικό δραματικό ειδύλλιο του Σπυρίδωνος Περεσιάδου, που γράφτηκε τότε που η Ελλάδα προσπαθούσε να αυτοπροσδιοριστεί μέσα από Ολυμπιακούς Αγώνες και ατελέσφορους πολέμους κόντρα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Γράφτηκε το 1893 για τα μπουλούκια. Αλλά έγινε σουξέ στον κινηματογράφο 21 χρόνια αργότερα, με τον Τάσο, τον Κίτσο, το Γιάννο και τ’ άλλα παιδιά να μιλούν στην ψυχή του Έλληνα που ήθελε να πιάσει την καλή. Η παράσταση στο Εθνικό, πανέμορφα σκηνοθετημένη από τον Νίκο Καραθάνο, λατρεύτηκε πέρσι στο Rex και φέτος μεταφέρθηκε στο ιστορικό κτήριο του θεάτρου, στην Αγίου Κωνσταντίνου. Μοντέρνα αισθητική, χωρίς τις αβανγκαρντίλες της Στέγης, σε αφήνει να συνδεθείς αυτάρεσκα με τα ρυάκια του Χελμού και τα βράχια της Στύγας, και κυρίως με τη γλωσσική παράδοση του τόπου, το μόνο πράγμα για το οποίο πραγματικά δικαιούμαστε να περηφανευόμαστε σαν Έλληνες.

Τέλος πάντων, κάτι τέτοιες συγκρίσεις, της «Γκόλφως» και του «Κυκλισμού του Τετραγώνου» (μα από τον τίτλο κιόλας δεν θες να λήξει το ματς με 5-0 υπέρ της πρώτης;) με κάνουν να αναρωτιέμαι μπας και γέρασα πια. Μπας και δεν αντέχω την πρωτοπορία, μπας και γίνομαι συντηρητικός, μπας και βολεύομαι στην στασιμότητα όσων ξέρω. Σκάσανε και οι νέοι Arcade Fire πάνω στα δυο θέατρα και έκαναν τις σκέψεις πιο έντονες. Από την άλλη, τι ψυχαναγκασμός είναι αυτός; Γιατί πρέπει με το ζόρι να κυνηγάμε το meta, το αβανγκάρντ, το πρωτοποριακό για να θεωρούμαστε φρέσκοι; Δηλαδή είναι καλύτεροι οι αμήχανοι Arcade Fire που καβαλάνε το άρμα του James Murphy, λίγο τρομαγμένοι με την ίδια τους τη μετάλλαξη (που «έπρεπε» να γίνει, για να μην τους πούνε οι κριτικοί -οι μουσικοκριτικοί τώρα- ότι μπατάλεψαν κι αυτοί στη δεκαετία πάνω), από τους Arcade Fire του “The Suburbs” μόλις τρία χρόνια πίσω, που ζύμωσαν όλη την οργή και την δραματικότητα των δύο πρώτων τους άλμπουμ για να φτιάξουν κάτι προσιτό στους πολλούς; Δηλαδή δεν θα χωνεύαμε και δύο και τρία ακόμη “The Suburbs” πριν νιώσουμε την ανάγκη για ένα “Reflektor”; Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω.

Και μετά πάει και πεθαίνει και ο Lou Reed και με αναγκάζει να φτιάξω δεκάδα με τα καλύτερά του τραγούδια, έτσι ως φόρο τιμής, δεκάδα που περιέχει και κάτι από το “Metal Machine Music”, την απόλυτη μουσική αβανγκαρντίλα, και τα ξανασκέφτομαι όλα από την αρχή. Στον μακαρίτη γιατί το συγχωρώ και στο θέατρο το θεωρώ ανεπίτρεπτο; Με τους Arcade Fire γιατί απογοητεύομαι αλλά τον Lou Reed τον αποθεώνω ως χαμαιλέοντα; Τελικά τι είναι πιο επιθυμητό; Το γνωστό, το σταθερό, το στάσιμο; Ή εκείνο που κινείται σε άγνωστα νερά;

Η απάντηση είναι πως όλα είναι σχετικά. Ο «Κυκλισμός του Τετραγώνου» θα έστεκε σε μια σκηνή με είκοσι θέσεις. Θα χωνευόταν ιδανικά από ένα ειδικευμένο κοινό, που θα μας τον σέρβιρε μετά σωστά ή θα τον απέρριπτε (το πιθανότερο) ως πολύ βαρύ για τα στομάχια μας. Στην Στέγη των 500 θέσεων είναι μια πρόκληση.΄Η «Γκόλφω» του δεκαπεντασύλλαβου ιαμβικού και των χίπστερ μουστακιών ζυμώθηκε έναν αιώνα και δυο δεκαετίες πριν παρουσιαστεί τόσο όμορφα όσο σήμερα. Ο Lou Reed καθιέρωσε έναν ήχο, όρισε πράγματα στη μουσική, πολλά πράγματα, έγινε «γκουρού» πριν καν κλείσει τα 30 του –και άρα είχε κάθε δικαίωμα να δοκιμάσει κι άλλες ουσίες, ξένες στην εικόνα, αλλά παρόμοιες στην υφή μ’ εκείνες που ρουφούσε (και μοιραζόταν με μας) άπληστα μέχρι τότε. Οι Arcade Fire θα μπορούσαν να κάνουν το «διαφορετικό» τους άλμπουμ να ακούγεται σαν δικό τους. Όχι σαν remixes των b-sides τους. Όχι σαν την περιττή παρένθεση μιας απίστευτης πορείας στη μουσική. (Ελπίζω να συνεχιστεί η πορεία όπως έφτασε ως εδώ και να μην διαψευστώ).

Για να μην παρεξηγηθώ, δεν θεωρώ το “Reflektor” κακό άλμπουμ. Αλλά και μόνο το ότι χρησιμοποιώ τη λέξη «κακό», ακόμη και με το «δεν» -που θεωρητικά την ακυρώνει- δίπλα του, αντί να μιλάω για ένα αριστούργημα, κάτι σημαίνει. Αναρωτιέμαι λοιπόν μία ακόμη φορά Τι πειράζει να μένεις στάσιμος σ’ αυτά που ξέρεις, αν τα πειράματά σου με καινούργια παιχνίδια δεν σε γεμίζουν ούτε εσένα τον ίδιο; Γιατί πρέπει ντε και καλά να αποδεικνύεις κάθε χρόνο, κάθε μήνα, κάθε λεπτό ότι έχεις κάτι καινούργιο να πεις; Είναι πια τόσοι πολλοί αυτοί που έχουν να πουν κάτι, που από έναν παλιό που λέει κάτι καινούργιο, είναι λογικό να προτιμήσουμε να ακούσουμε κάποιον καινούργιο που λέει κάτι για πρώτη φορά.

(Γράφτηκε για το Jumping Fish)

2 σχόλια:

margkw είπε...

ρισπεκτ και παλαμακια.

Homo Ludens είπε...

@margkw: Ωωωω, ευχαριστώ.