"Θα τον ονομάσουμε Τζάνγκο" (συνέχεια από το προηγούμενο)
Το ίδιο εκείνο απόγευμα του μαρτίου, μόλις σήμανε τέσσερις η ώρα, στο ξεκίνημα του χορού, ο Τζάνγκο έκανε το ντεμπούτο του στην εξέδρα της αίθουσας χορού του Μοντάνιε Σεντ Ζενεβιέβ, όπου συναθροίζονταν φοιτητές, ξένοι δημοσιογράφοι, και όπου σύχναζαν τυχοδιώκτες κάθε είδους αλλά και νωθροί πλούσιοι σε αναζήτηση δυνατών συγκινήσεων. (Ο Χέμινγουεϊ είχε κάνει μια πολύ γραφική αναπαράσταση αυτής της κοσμοπολίτικης ατμόσφαιρας του Μοντάνιε της περιόδου '20-'25 στο "Ο ήλιος ανατέλλει ξανά"). Ο Τζάνγκο έπαιζε ένα ολοκαίνουριο μπάντζο δανεικό από έναν φίλο του Γκερίνο. Φορούσε ένα κοστούμι αγορασμένο σε τιμή ευκαιρίας από έναν παλιατζή της οδού Εστραπάντ και έβγαζε (με όλα τα έξοδα πληρωμένα) δέκα φράγκα για κάθε παράσταση, δηλαδή είκοσι τις κυριακές και τις αργίες, ποσό διόλου ευκαταφρόνητο εκείνη την εποχή, αν σκεφτεί κανείς ότι ένα πακέτο τσιγάρα κόστιζε ενενήντα πέντε λεπτά. Φορώντας ρούχα λιγότερο λαμπερά από τα δικά του, ένας μάνατζερ, αφοσιωμένος και λιγομίλητος πρόσεχε τον Τζάνγκο: ο αδελφός του.
[συνεχίζεται]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου