"Θα τον ονομάσουμε Τζάνγκο" (συνέχεια από το προηγούμενο)Οι Αμερικανοί στρατιώτες, φεύγοντας, άφησαν πίσω τους στο Σανς Ελιζέ τα πρώτα ράγκταϊμ. Στις οθόνες, ένας συγκινητικός παλιομοδίτης ανθρωπάκος, με ένα καπέλο "μελόν" υπερβολικά μεγάλο για το κεφάλι του, που έμοιαζε να χορεύει όπως περπατούσε και να κουνά το μπαστούνι του σαν προέκταση του χεριού του: ήταν ο Σαρλό. Αν τα παιδιά είχαν δικαίωμα ψήφου, εκείνος θα ήταν ο βασιλιάς του κόσμου. Ο κινηματογράφος στην λεωφόρο Ιταλί λεγόταν "Le Luxor". Το συνηθισμένο του πρόγραμμα περιλάμβανε τουλάχιστον δύο ταινίες χωρισμένες με ένα διάλειμμα ενός τετάρτου. Αυτό το τέταρτο, ήταν η στιγμή του Τζάνγκο, και του μικρότερου κατά δεκαοκτώ μήνες αδελφού του, του "Νεν-Νεν". Συνήθως κρύβονταν σε μια γωνιά, περιμένοντας την έξοδο των θεατών, ώστε, λίγο αργότερα, όταν ηχούσε το καμπανάκι που σήμαινε το τέλος του διαλείμματος (δεν υπήρχε ακόμη ηλεκτρικό κουδούνι), να γλιστρήσουν μέσα στην αίθουσα, κρυμμένοι μέσα στο πλήθος που επέστρεφε στις θέσεις του: κλασικό κόλπο τζαμπαζήδων.
Το κόλπο του Τζάνγκο λειτούργησε με επιτυχία για πολλές εβδομάδες. Αλλά μια Πέμπτη, όλα χάθηκαν. Το "Luxor", εκείνη την ημέρα, έκανε μια πρωινή προβολή για τους μαθητές ενός γειτονικού λυκείου. Είχε ασφαλώς διάλειμμα, στο οποίο οι αδελφοί Ράινχαρντ - κακοντυμένοι, βρόμικοι, με τα μαλλιά στο πρόσωπο - έκαναν το λάθος να γλιστρήσουν ανάμεσα στους καλοσαπουνισμένους και περήφανους για την μπλε-μαρέν στολή τους μαθητές. Μέσα στην αίθουσα δεν υπήρχε ούτε μια θέση κενή. Για μερικά δευτερόλεπτα, ο Τζάνγκο και ο "Νεν-Νεν" παρέμειναν στον διάδρομο, ψάχνοντας με τα αχόρταγα μάτια τους για ένα πτυσσόμενο κάθισμα, παρά το ότι βρίσκονταν στο στόχαστρο όλων των μαθητών.
Ξαφνικά, ο Τζάνγκο ένιωσε ένα χέρι να του τραβά δυνατά το αυτί, ενώ ο Ζοζέφ, με το κεφάλι κάτο και τα πόδια στο λαιμό, έτρεχε προς την έξοδο: ήταν ο αιθουσάρχης του "Luxor".
- Είναι πολλές μέρες τώρα που σας παρατηρώ, μικροί κατεργάρηδες, είπε θυμωμένα. Αυτή τη φορά, σας τσάκωσα. Άντε, ουστ!
Το σκοτάδι έπαισε στην αίθουσα. Η προβολή ξεκίνησε. Ο αιθουσάρχης οδηγούσε με βία τον Τζάνγκο στο φουαγιέ. Ήταν Ιούνιος. Είχε ξεσπάσει μια δυνατή μπόρα. Το χαλάζι μαστίγωνε τις αφίσες και τις φωτογραφίες του Σαρλό στρατιώτη.
- Έλα, βοήθησέ με να βάλω μέσα τους πίνακες με τις φωτογραφίες, είπε ο αιθουσάρχης στον Τζάνγκο. Τουλάχιστον να φανείς για κάτι χρήσιμος.
Ο Τζάνγκο έφερε τα δυο δάχτυλα του δεξιού του χεριού στα χείλη. Αυτό το σφύριγμα του αρχηγού της συμμορίας έκανε τον "Νεν-Νειν" να εμφανιστεί.
- Βοήθησέ μας, τον διέταξε ο Τζάνγκο.
Μάνι-μάνι, οι πίνακες μετακινήθηκαν στο υπόστεγο. Ικανοποιημένος, ο αιθουσάρχης πρότεινε στους αδελφούς Ράινχαρντ την εξής συμφωνία: "Θα με βοηθάτε κάθε βράδυ να μαζεύω τις αφίσες και, σε αντάλλαγμα, θα σας αφήνω να βλέπετε δωρεάν τις ταινίες. Δεν θα χρειάζεται πια να κρύβεστε..."
Τα μυστήρια της Νέας Υόρκης, Η ακτή των βαρβάρων, Η φωλιά του Αετού... Ο Τζάνγκο μπορούσε να βλέπει ξανά και ξανά ένα πλήθος από ταινίες, γνωρίζοντας έτσι τόσες εντυπωσιακές συγκινήσεις: ήταν οι διακοπές του κιθαρίστα. Γιατί έπαιζε, έπαιζε σε όλα τα μπιστρό της γειτονιάς: στο "Au Petit Bicetre", δύο βήματα από το αστυνομικό τμήμα, στο "A la Route de Dijon"... Έπαιζε ό,τι του περνούσε από το κεφάλι, ό,τι τραγουδούσε ο κόσμος στο δρόμο αρκεί να ήταν μελωδικό, όμορφο, ευχάριστο στο αυτί. Έπαιζε χωρίς να γνωρίζει ούτε μια νότα. Γιατί δεν ήξερε ούτε να διαβάζει ούτε να γράφει και το λεξιλόγιό του, όπως αυτό των αναλφάβητων, δεν περιλάμβανε παρά καμιά εκατοστή λέξεις.
Στηνόταν στα πεζοδρόμια του Κρεμλέν Μπισέτρ, τις μέρες της αγοράς, ανάμεσα σε δύο από τους πάγκους και ο "Νεν-Νεν", μόλις τελείωνε το κονσέρτο, έκανε έρανο. Στα καφέ, την Κυριακή, αμέσως μετά την έξοδο από τη λειτουργία, την ώρα του απεριτίφ, στηριζόταν σε ένα μαρμάρινο τραπέζι και, σκύβοντας στην κιθάρα του, ξεκινούσε το ρεσιτάλ του. Δεν καθόταν ποτέ, ώστε να μπορεί να ξεκουμπιστεί πιο γρήγορα, στην περίπτωση που τον έδιωχναν. Κι όμως, μια Κυριακή, το αφεντικό του "La Route de Dijon", τον κάλεσε να καθήσει σε μια καρέκλα.
- Κοίτα, μικρέ, του είπε, είναι κάποιος που πρέπει να του μιλήσεις. Παίξε τώρα τον Γαλάζιο Δούναβη, αλλά όχι σαν φοξ-τροτ, σαν αληθινό βαλς.
Αυτός ο κάποιος που έπινε ένα αψέντι στον πάγκο, πλαταγίζοντας ηδονικά την γλώσσα του, ήταν ένας πράος Ιταλός που εκείνη την εποχή στο Παρίσι θεωρείτο ο βασιλιάς της μυζέτ: ο ακορντεονίστας Γκερίνο. Άκουγε το χαρισματικό παιδί με ένα αυτί αφηρημένο στην αρχή, και στη συνέχεια ενδιαφερόμενο, στοργικό, πατρικό.
- Λοιπόν, τι σκέφτεστε, κύριε Γκερίνο; ρώτησε το αφεντικό.
- Ο σπόρος έχει στόφα, απάντησε ο Γκερίνο. Και στη συνέχεια γύρισε στο αγόρι: "έχεις δοκιμάσει το μπάντζο";
- Ναι, από αυτό άρχισα.
- Έχεις;
- Το έχασα.
- Θα το φροντίσω αυτό. Πού μένεις;
- Στην Πορτ. Με τη μαμά μου.
- Θα είναι εκεί το μεσημέρι;
- Ναι.
- Ωραία, θα πάμε να τη δούμε.
Δέκα λεπτά αργότερα, ένα ταξί σταματούσε μπροστά από το τροχόσπιτο. Η "Νεγκρό" μαγείρευε λαγό με χυλοπίτες για τα μικρά της.
[συνεχίζεται]
2 σχόλια:
http://www.sendspace.com/file/8ex21o
κρίνετε με επιείκια παρακαλώ...
Δημοσίευση σχολίου