Αγαπητή Στέφανι,
στο Numéro του Οκτωβρίου πρωταγωνιστείς σε μια μόδα. 18 σελίδες. Μόνη απέναντι στο φακό του Γκρεγκ Κάντελ. Οι δυο σας. 18 σελίδες κι ένα εξώφυλλο. Πώς μου φάνηκες; Απόκοσμη. Σέξι. Σχεδόν τρομακτική. Ωρες ώρες τρομάζω με τη σκοτεινή πλευρά του ερωτισμού. Με τους μακάβριους συμβολισμούς ενός βέλου. Με μια σηκωμένη κατάμαυρη φούστα πάνω από δυο πορσελάνινα, γλυπτά πόδια, μια κατάμαυρη φούστα κάτω από ένα πρόσωπο αγέλαστο, από ένα βλέμμα επιθετικό, από δυο χείλη που μοιάζουν να προτιμούν ένα κραγιόν από αίμα, παρά ένα φιλί.
Γίνομαι ακατανόητος; Ανόητα ποιητικός; Είναι μια διέξοδος. Ζω εδώ και μία εβδομάδα σε μια παράξενη αθηναϊκή twilight zone. Ο κόσμος γύρω μου συνεχίζει να λειτουργεί όπως τον ήξερα, όπως μου αρέσει. Οι φίλοι μου βγαίνουν, πίνουν Tanqueray Ten με τόνικ και Schlosser Alt εκεί που τους άφησα. Μαθαίνω τα νέα τους. Αλλά δεν πίνω μαζί τους. Μπαίνω στο ασανσέρ και καχύποπτα σκανάρω τον εκάστοτε συνταξιδιώτη. Σφίγγω το χέρι, έτοιμος να του επιτεθώ, αν νιώσω απειλή. Πίνω μόνο βότκα μαρτίνι, από σέικερ, όχι ανακατεμένη με τον αναδευτήρα. Ξαπλωμένος στον καναπέ. Βλέπω τρεις ταινίες την ημέρα - κι έχουν όλες τον ίδιο ήρωα. Εντυπωσιάζω τα κορίτσια με τις ατάκες μου. Τις ατάκες του. Αλλά δεν έχει και πολύ νόημα αυτό. Ολη αυτή η παρέα με τον Μποντ, για τις ανάγκες των σελίδων 214 - 217 του νέου GK, με έχει φορτώσει με πρόσθετο άγχος. Με φανταστικούς εχθρούς. Με πιθανές συνωμοσίες που ξερνούν δεδομένα στο μυαλό μου. Με φίλτρα που σκουραίνουν τα πάντα και τα κάνουν επιθετικά - πεδίο δράσης για τους πιο κοφτερούς διαλόγους, μα χωρίς στασίδι για ανάσα. Κάνουν τα πάντα απόκοσμα. Σχεδόν τρομακτικά. Ακόμη και τη μόδα σου. Και είναι και το άλλο...
Εμαθα να οδηγώ καβάλα σ’ ένα κατακίτρινο Golf πρώτης γενιάς, στα στενά της Φιλοθέης. Aνήκε στον αδελφό ενός φίλου μου. Το κλέβαμε κρυφά. Ο φίλος, τρία, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος, στο ρόλο του εκπαιδευτή. Στο ρόλο του κλειδοκράτορα ενός από τα πρώτα κάστρα που ένας άντρας πρέπει να αλώσει. Το ίδιο Golf εμφανιζόταν πού και πού έξω από το Λύκειο, ο ίδιος φίλος έμπαινε στην αίθουσα των καθηγητών, προσποιόταν τον αδελφό μου και έσβηνε τις αδικαιολόγητες απουσίες μου. Γράφαμε μαζί τραγούδια. Εκείνος ήξερε από νότες. Εγώ ήξερα από λέξεις. Τα ηχογραφούσαμε σε κασέτες. Τα ακούγαμε μετά πίνοντας μπίρα. Από μέσα μας ίσως και να ονειρευόμασταν μια ξέσαλη καριέρα. Sex & drugs & rock ’n’ roll. Κάναμε τραμπουκισμούς στους δρόμους. Μικρές αλητείες - όσες αλητείες μπορεί να κάνει κανείς γύρω από το Πάρκο Πικιώνη. Δεν γίνεσαι άντρας αν δεν γίνεις πρώτα πιλότος της Formula 1, αν δεν την κοπανάς απ’ το σχολείο για να τις συναντήσεις στα κρυφά, αν δεν γίνεις ροκ σταρ, αν δεν τους πετάξεις νεράντζια στα παράθυρα όταν σου ρίξουν χυλόπιτα. Δεν γίνεσαι άντρας χωρίς ένα φίλο δίπλα σου, να σε επικροτεί, να σε συμβουλεύει, να σε μαζεύει, να σε καρπαζώνει. Με τον Γιάννη χαθήκαμε όταν πια μπήκα στο Πανεπιστήμιο.
Ξέρεις τι μου ήλθε πρώτο στο μυαλό όταν σε είδα σ’ αυτή τη φωτογράφιση; Οτι παίζεις το ρόλο της χήρας. Χήρας - femme fatale. Μιας Βερόνικας Λέικ, ξεβρασμένης στα ’00s. Ηρωίδας σ’ ένα δράμα, θύματος και θύτη. Πιο πολύ θύτη. Αλλά τα πράγματα δεν παίρνουν πάντα την τροπή που προβλέπουμε. Ο φέρων το όπλο μπορεί τρία δευτερόλεπτα μετά να βρεθεί πυροβολημένος κι ανήμπορος. Απ’ το δικό του όπλο. Το ’μαθα από τον Τζέιμς Μποντ κι αυτό.
Γύρνα στη σελίδα 138. Η ιστορία του Πάνου είναι αληθινή. Ο καλύτερός του φίλος όντως βρέθηκε μ’ ένα κουζινομάχαιρο από πάνω του, έτοιμος να τον σκοτώσει. Μεγάλα εγκλήματα μεταξύ φίλων. Ακαταλαβίστικες συμπεριφορές, μαύρες χήρες, αναπάντεχα μέτρα και σταθμά για την αξία μιας ανθρώπινης ζωής. Τι θα έκανα αν βρισκόμουν στη θέση του Πάνου; Δεν ξέρω. Ξέρω τους φίλους μου. Δεν θα βρισκόμουν στη θέση του Πάνου. Δεν θα έφτανα ώς εκεί. Είμαι σίγουρος; Για τίποτε δεν είμαι σίγουρος πια.
Κλείναμε το προηγούμενο τεύχος, είχα ξυπνήσει αργά μετά από ξενύχτι -δουλειά, ποτό μετά, φίλοι, φίλες- ο χρόνος πίεζε, το τυπογραφείο περίμενε, άφηνα τον ατμό της εσπρεσιέρας να σφυρίζει βίαια, να καλύπτει τον ήχο της τηλεόρασης. Επαιζε ειδήσεις. Εστρεψα το διακόπτη του ατμού πίσω στο κλειστό, έβαλα το φλιτζάνι κάτω απ’ το έμβολο, περίμενα το λαμπάκι να ανάψει. Ακουγα στο βάθος την εκφωνήτρια. Οικογενειακό δράμα στη Φιλοθέη. Σκόρπιες λέξεις. Καθηγητής Μουσικής. Πάρκο Πικιώνη. Λαμπάκι. Σκότωσε κι έθαψε τη σύζυγό του. Πάτησα το κουμπί του εσπρέσο. Επόμενη είδηση, Μπαράκ Ομπάμα. Το νυσταγμένο ακόμη μυαλό τριγυρνούσε στη Φιλοθέη. Πάρκο Πικιώνη. Εκεί όπου μάθαινα να οδηγώ. Στο κίτρινο Golf. Εκεί όπου γινόμουν άντρας. Εκεί τα πάντα ήταν ασφαλή. Για τίποτε δεν είμαι σίγουρος πια.
Ωρες ώρες με τρομάζει η σκοτεινή πλευρά του ερωτισμού. Με τρομάζει η σκοτεινή πλευρά μιας ερωτικής σχέσης. Μιας σχέσης ενός άντρα και μιας γυναίκας. Μιας σχέσης ανάμεσα σε δύο φίλους. Ο καλύτερος φίλος του Πάνου πήγε να τον σκοτώσει. Φιλοθέη. Καθηγητής Μουσικής. Πάρκο Πικιώνη. Με τον Γιάννη χαθήκαμε όταν μπήκα πια στο Πανεπιστήμιο. Μου ’μαθε να οδηγώ. Μου ’σβηνε τις απουσίες στο σχολείο. Μου ’δειξε πώς να παίζω κιθάρα. Σκότωσε τη γυναίκα του. Την έθαψε στο πάρκο απέναντι απ’ το σπίτι τους. Εριξε τσιμέντο από πάνω, για να μην την ξεθάψουν τα σκυλιά. Είχαν δύο παιδιά. Είναι ένας στυγνός δολοφόνος πια. Φταις κι εσύ μ’ αυτή τη φωτογράφιση. Το βέλο, τη μαύρη φούστα. Στυγνός δολοφόνος. Ναι, αλλά είναι φίλος μου. Τίποτε από τα δύο δεν αλλάζει.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
(Exitorial, GK Νοεμβρίου '08)
στο Numéro του Οκτωβρίου πρωταγωνιστείς σε μια μόδα. 18 σελίδες. Μόνη απέναντι στο φακό του Γκρεγκ Κάντελ. Οι δυο σας. 18 σελίδες κι ένα εξώφυλλο. Πώς μου φάνηκες; Απόκοσμη. Σέξι. Σχεδόν τρομακτική. Ωρες ώρες τρομάζω με τη σκοτεινή πλευρά του ερωτισμού. Με τους μακάβριους συμβολισμούς ενός βέλου. Με μια σηκωμένη κατάμαυρη φούστα πάνω από δυο πορσελάνινα, γλυπτά πόδια, μια κατάμαυρη φούστα κάτω από ένα πρόσωπο αγέλαστο, από ένα βλέμμα επιθετικό, από δυο χείλη που μοιάζουν να προτιμούν ένα κραγιόν από αίμα, παρά ένα φιλί.
Γίνομαι ακατανόητος; Ανόητα ποιητικός; Είναι μια διέξοδος. Ζω εδώ και μία εβδομάδα σε μια παράξενη αθηναϊκή twilight zone. Ο κόσμος γύρω μου συνεχίζει να λειτουργεί όπως τον ήξερα, όπως μου αρέσει. Οι φίλοι μου βγαίνουν, πίνουν Tanqueray Ten με τόνικ και Schlosser Alt εκεί που τους άφησα. Μαθαίνω τα νέα τους. Αλλά δεν πίνω μαζί τους. Μπαίνω στο ασανσέρ και καχύποπτα σκανάρω τον εκάστοτε συνταξιδιώτη. Σφίγγω το χέρι, έτοιμος να του επιτεθώ, αν νιώσω απειλή. Πίνω μόνο βότκα μαρτίνι, από σέικερ, όχι ανακατεμένη με τον αναδευτήρα. Ξαπλωμένος στον καναπέ. Βλέπω τρεις ταινίες την ημέρα - κι έχουν όλες τον ίδιο ήρωα. Εντυπωσιάζω τα κορίτσια με τις ατάκες μου. Τις ατάκες του. Αλλά δεν έχει και πολύ νόημα αυτό. Ολη αυτή η παρέα με τον Μποντ, για τις ανάγκες των σελίδων 214 - 217 του νέου GK, με έχει φορτώσει με πρόσθετο άγχος. Με φανταστικούς εχθρούς. Με πιθανές συνωμοσίες που ξερνούν δεδομένα στο μυαλό μου. Με φίλτρα που σκουραίνουν τα πάντα και τα κάνουν επιθετικά - πεδίο δράσης για τους πιο κοφτερούς διαλόγους, μα χωρίς στασίδι για ανάσα. Κάνουν τα πάντα απόκοσμα. Σχεδόν τρομακτικά. Ακόμη και τη μόδα σου. Και είναι και το άλλο...
Εμαθα να οδηγώ καβάλα σ’ ένα κατακίτρινο Golf πρώτης γενιάς, στα στενά της Φιλοθέης. Aνήκε στον αδελφό ενός φίλου μου. Το κλέβαμε κρυφά. Ο φίλος, τρία, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος, στο ρόλο του εκπαιδευτή. Στο ρόλο του κλειδοκράτορα ενός από τα πρώτα κάστρα που ένας άντρας πρέπει να αλώσει. Το ίδιο Golf εμφανιζόταν πού και πού έξω από το Λύκειο, ο ίδιος φίλος έμπαινε στην αίθουσα των καθηγητών, προσποιόταν τον αδελφό μου και έσβηνε τις αδικαιολόγητες απουσίες μου. Γράφαμε μαζί τραγούδια. Εκείνος ήξερε από νότες. Εγώ ήξερα από λέξεις. Τα ηχογραφούσαμε σε κασέτες. Τα ακούγαμε μετά πίνοντας μπίρα. Από μέσα μας ίσως και να ονειρευόμασταν μια ξέσαλη καριέρα. Sex & drugs & rock ’n’ roll. Κάναμε τραμπουκισμούς στους δρόμους. Μικρές αλητείες - όσες αλητείες μπορεί να κάνει κανείς γύρω από το Πάρκο Πικιώνη. Δεν γίνεσαι άντρας αν δεν γίνεις πρώτα πιλότος της Formula 1, αν δεν την κοπανάς απ’ το σχολείο για να τις συναντήσεις στα κρυφά, αν δεν γίνεις ροκ σταρ, αν δεν τους πετάξεις νεράντζια στα παράθυρα όταν σου ρίξουν χυλόπιτα. Δεν γίνεσαι άντρας χωρίς ένα φίλο δίπλα σου, να σε επικροτεί, να σε συμβουλεύει, να σε μαζεύει, να σε καρπαζώνει. Με τον Γιάννη χαθήκαμε όταν πια μπήκα στο Πανεπιστήμιο.
Ξέρεις τι μου ήλθε πρώτο στο μυαλό όταν σε είδα σ’ αυτή τη φωτογράφιση; Οτι παίζεις το ρόλο της χήρας. Χήρας - femme fatale. Μιας Βερόνικας Λέικ, ξεβρασμένης στα ’00s. Ηρωίδας σ’ ένα δράμα, θύματος και θύτη. Πιο πολύ θύτη. Αλλά τα πράγματα δεν παίρνουν πάντα την τροπή που προβλέπουμε. Ο φέρων το όπλο μπορεί τρία δευτερόλεπτα μετά να βρεθεί πυροβολημένος κι ανήμπορος. Απ’ το δικό του όπλο. Το ’μαθα από τον Τζέιμς Μποντ κι αυτό.
Γύρνα στη σελίδα 138. Η ιστορία του Πάνου είναι αληθινή. Ο καλύτερός του φίλος όντως βρέθηκε μ’ ένα κουζινομάχαιρο από πάνω του, έτοιμος να τον σκοτώσει. Μεγάλα εγκλήματα μεταξύ φίλων. Ακαταλαβίστικες συμπεριφορές, μαύρες χήρες, αναπάντεχα μέτρα και σταθμά για την αξία μιας ανθρώπινης ζωής. Τι θα έκανα αν βρισκόμουν στη θέση του Πάνου; Δεν ξέρω. Ξέρω τους φίλους μου. Δεν θα βρισκόμουν στη θέση του Πάνου. Δεν θα έφτανα ώς εκεί. Είμαι σίγουρος; Για τίποτε δεν είμαι σίγουρος πια.
Κλείναμε το προηγούμενο τεύχος, είχα ξυπνήσει αργά μετά από ξενύχτι -δουλειά, ποτό μετά, φίλοι, φίλες- ο χρόνος πίεζε, το τυπογραφείο περίμενε, άφηνα τον ατμό της εσπρεσιέρας να σφυρίζει βίαια, να καλύπτει τον ήχο της τηλεόρασης. Επαιζε ειδήσεις. Εστρεψα το διακόπτη του ατμού πίσω στο κλειστό, έβαλα το φλιτζάνι κάτω απ’ το έμβολο, περίμενα το λαμπάκι να ανάψει. Ακουγα στο βάθος την εκφωνήτρια. Οικογενειακό δράμα στη Φιλοθέη. Σκόρπιες λέξεις. Καθηγητής Μουσικής. Πάρκο Πικιώνη. Λαμπάκι. Σκότωσε κι έθαψε τη σύζυγό του. Πάτησα το κουμπί του εσπρέσο. Επόμενη είδηση, Μπαράκ Ομπάμα. Το νυσταγμένο ακόμη μυαλό τριγυρνούσε στη Φιλοθέη. Πάρκο Πικιώνη. Εκεί όπου μάθαινα να οδηγώ. Στο κίτρινο Golf. Εκεί όπου γινόμουν άντρας. Εκεί τα πάντα ήταν ασφαλή. Για τίποτε δεν είμαι σίγουρος πια.
Ωρες ώρες με τρομάζει η σκοτεινή πλευρά του ερωτισμού. Με τρομάζει η σκοτεινή πλευρά μιας ερωτικής σχέσης. Μιας σχέσης ενός άντρα και μιας γυναίκας. Μιας σχέσης ανάμεσα σε δύο φίλους. Ο καλύτερος φίλος του Πάνου πήγε να τον σκοτώσει. Φιλοθέη. Καθηγητής Μουσικής. Πάρκο Πικιώνη. Με τον Γιάννη χαθήκαμε όταν μπήκα πια στο Πανεπιστήμιο. Μου ’μαθε να οδηγώ. Μου ’σβηνε τις απουσίες στο σχολείο. Μου ’δειξε πώς να παίζω κιθάρα. Σκότωσε τη γυναίκα του. Την έθαψε στο πάρκο απέναντι απ’ το σπίτι τους. Εριξε τσιμέντο από πάνω, για να μην την ξεθάψουν τα σκυλιά. Είχαν δύο παιδιά. Είναι ένας στυγνός δολοφόνος πια. Φταις κι εσύ μ’ αυτή τη φωτογράφιση. Το βέλο, τη μαύρη φούστα. Στυγνός δολοφόνος. Ναι, αλλά είναι φίλος μου. Τίποτε από τα δύο δεν αλλάζει.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
(Exitorial, GK Νοεμβρίου '08)
2 σχόλια:
Είσαι ο 2ος άνθρωπος που ξέρω και έχει σχέση με αυτό το φονικό... spooky.
Ωραίο, σκοτεινό κείμενο, μου είχε αρέσει ακόμη περισσότερο 3 Κυριακές πίσω, τυπωμένο.
Δημοσίευση σχολίου