
Metallica - Death Magnetic
Robyn


H Βέσπερ Λιντ της Εύας Γκριν είναι μακράν το πιο ενδιαφέρον bond girl ever. Μάλλον γιατί δεν είναι "bond girl" στην ουσία, αλλά μια γυναίκα ένα σκαλί πάνω από τον 007. Ο Μποντ τη θαυμάζει κι εκείνη τα έχει με άλλον, κάνει πράγματα που ο ήρωάς μας δεν μπορεί να φαντασθεί, κρυφά από εκείνον, χωρίς να χρειαστεί να του εξηγήσει. Από ανδρείκελο (20 ταινίες τώρα), το "κορίτσι του Μποντ" γίνεται αυτό που είπα παραπάνω: Κινητήριος μοχλός. Μέχρι και τις τρεις λέξεις που δεν πιστεύαμε ότι θα ξέρναγε ποτέ το στόμα αυτού του παράξενου πράκτορα ακούμε εδώ. "I Love You". Το κακό είναι ότι την Βέσπερ Λιντ την κληρονομεί ως εμμονή και η επόμενη ταινία της σειράς (μαζι με τον νέο, μαύρο, πολύ καλό Φίλιξ Λέιτερ, που υποδύεται ο Τζέφρι Ράιτ) με αποτέλεσμα ο Μποντ - Μπορν να γίνεται πια προβληματικός.

H αφίσα περιείχε όλες τις πληροφορίες:

Τρεις εβδομάδες μετά το τελευταίο post του αφιερώματος, επιστρέφω επιτέλους στην τελική του ευθεία, που ανειλημμένες υποχρεώσεις (το GK που κυκλοφορεί εκτάκτως αυτή την Κυριακή, δηλαδή, συν ένα ταξίδι στο Παρίσι και την indie pop σκηνή του, που της ετοιμάζω -εννοείται- ένα χορταστικό δημοσίευμα), αλλά κυρίως άπειρες απρόβλεπτες εξελίξεις είχαν διακόψει. Και επειδή η ταινία που έρχεται στη σειρά είναι το "The World is not Enough", μια από τις μέτριες ταινίες του 007, δηλαδή, δεν θα ασχοληθώ με τα τετριμμένα. Δηλαδή με το τέλειο three pieces suit που έφτιαξε ο οίκος Brioni για τον Μπρόσναν, με τον Τζον Κλιζ που αναλαμβάνει κάπως αδέξια (επίτηδες, μάλλον) διάδοχος του Q, με το heliski στο απάτητο (δώσε μου Μποντ και χιόνι και πάρε μου την ψυχή), με τα θεϊκά γυαλιά με ακτίνες Χ που βλέπουν τις ζαρτιέρες των κοριτσιών και τα πιστόλια των αγοριών μέσα από τα ρούχα ή με την δεύτερη Rolls Royce που χάνεται στο νερό (η πρώτη ήταν στο "A View to a Kill").

Εδώ και δέκα, δεκαπέντε μέρες δυσκολεύομαι να σηκωθώ από το κρεββάτι το πρωί. Από την πρώτη αναμέτρηση του ενός ματιού με το φως μέχρι την τελική συνάντηση της πατούσας του αριστερού ποδιού με το γουνάκι δίπλα στο κρεββάτι ο χρόνος κυλά νωχελικά, μεθυσμένα και απελπιστικά καταθλιπτικά. Σαν μπαλάντα από το Wilderness του Μπρετ Άντερσον.
Αν αληθεύει η ιστορία πως οι λύκοι που εκθρέφει ο Αξλ Ρόουζ στην βίλα του στο Μαλιμπού εισέβαλαν στο κοτέτσι που απαίτησε ο Buckethead να χτισθεί μέσα στο στούντιο όπου γράφτηκε το νέο άλμπουμ των Guns n' Roses και θέρισαν τα πουλερικά, τότε βρισκόμαστε ενώπιον της μεγαλύτερης στιγμής στην ιστορία του ροκ ν' ρολ από τότε που ο Τσακ Μπέρι γνώρισε την μαύρη Μπέτι...
Μου κάνει εντύπωση που κανείς πια δεν πίνει Black&White. Όχι ότι πρόκειται για κανένα σπουδαίο ουίσκι, αλλά δεν είναι περισσότερο ανυπόφορο από όλα αυτά τα Johnny Walker, τα Cutty Sark, τα Dewars και τα Famous Grouse που πίνει ο κόσμος γύρω μου. Προσωπικά, τις σπάνιες φορές που θα πιω ουίσκι θα προτιμήσω κανένα ιρλανδέζικο, ένα Tullamore Dew, ας πούμε, ή, ακόμα καλύτερα, ένα Black Bush, αλλά αναρωτιέμαι συχνά για τη μόδα που έστειλε στα αζήτητα ρετρό ετικέτες όπως το White Horse ή το Black&White, που θυμάμαι πιτσιρικάς να χαζεύω, νιώθοντας ότι ένα ποτό που έχει στην ετικέτα του αυτά τα σκυλάκια δεν μπορεί να είναι τόσο μεγαλίστικο όσο ισχυρίζονται οι μεγάλοι. Ναι, το θέμα μου δεν είναι το ουίσκι, είναι η νοσταλγία για την παιδική ηλικία, συναισθηματικό μοτίβο που δυναμώνει κάθε χρόνο τέτοια εποχή, όταν τα εποχιακά γεμίζουν φωτάκια και κιτς αγιοβασίληδες. Επιστρέφω από ένα τέτοιο εποχιακό κατάστημα, στο οποίο εγκαινίασα τη φετινή χριστουγεννιάτικη περίοδο, αγοράζοντας χαζά στολίδια. Μπορεί να φταίει ο μπαμπούλας της οικονομικής κρίσης που έχει κάνει το σύμπαν να μοιάζει περισσότερο από ποτέ διψασμένο για λίγη χριστουγεννιάτικη ευδαιμονία, εγώ όμως ήμουν έτσι κι αλλιώς πάντα επιρρεπής. Σε βαθμό που, συνεχίζοντας τις προγραμματικές δηλώσεις του Homo Ludens, δεσμεύομαι ότι εκτός από τον ψυχαναγκασμό του 007 και τον ψυχαναγκασμό της μπλογκοψηφοφορίας για τα 20 καλύτερα άλμπουμ του 2008, να αναλάβω μια ακόμη ψυχαναγκαστική ενότητα στο ΠΠC - πιθανότατα με τιτλο 12 days of Christmas - με τα ομορφότερα χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Όχι, το Black&White του Django Reinhardt δεν περιλαμβάνεται σ' αυτά, απλώς στάθηκε αφορμή για όλο αυτό το παραλήρημα.

Κυρίως, έχουμε δείξει ψυχραιμία ως καταναλωτές. Βοήθησε ασφαλώς και το ότι είχαμε προετοιμαστεί. Μας έκαναν εντατικά φροντιστήρια οι οικονομολόγοι της πρωινής ζώνης της τηλεόρασης, με τις δραματικές εκκλήσεις τους να αποταμιεύουμε τις οικονομίες μας με τον παλιό, καλό τρόπο: κάτω από το στρώμα, σε κανένα κουτί παπουτσιών, στο στρίφωμα της κουρτίνας. Οι πιο κοσμογυρισμένοι από εμάς σκέφτηκαν μια άλλη λύση: τις θυρίδες των τραπεζών. Οι πληροφορίες μου λένε ότι δεν έχει μείνει τραπεζική θυρίδα ελεύθεροι, καθώς οι καταθέτες έχουν φροντίσει να τις γεμίσουν με χρήματα, τιμαλφή, τίτλους ιδιοκτησίας, χρυσόβουλα – ό,τι πολυτιμότερο έχουν. Το καλύτερο μου το περιέγραψε, απελπισμένη, υπάλληλος μεγάλης τράπεζας, που βρέθηκε να δίνει κλειδί θυρίδας σε κυρία, η οποία ήθελε να αποθηκεύσει για τις δύσκολες ώρες ένα κιβώτιο γάλα εβαπορέ.
Το σκέφτομαι από τη στιγμή που το έμαθα και, όσο το σκέφτομαι, τόσο καταλήγω ότι αυτή η συμβολική κίνηση είναι το μέτρο της κρισιμότητας της κατάστασής μας. Πρέπει δηλαδή να καθιερωθεί ένας «δείκτης εβαπορέ» βάσει του οποίου θα μετριέται ο κοινωνικός πανικός του Ελληνα. Μπορεί πλέον η διατροφή των παιδιών να γίνεται κατά κύριο λόγο με υπερτιμολογημένο φρέσκο γάλα από μεταλλαγμένες αγελάδες – ή με το ακόμη ακριβότερο «βιολογικό» αντίθετό του – αλλά το εβαπορέ παραμένει δομικό στοιχείο του ελληνικού πολιτισμού. Βασικό συστατικό του εθνικού μας «φραπόγαλου» είναι το τρόφιμο στο οποίο καταφεύγει ο Ελληνας κάθε φορά που η καταστροφή του χτυπά την πόρτα, είτε ως απειλή σύρραξης με την Τουρκία, είτε όταν το πυρηνικό σύννεφο απλώνεται πάνω από την Ευρώπη, είτε τώρα, που οι πιστωτικές κάρτες του πλανήτη χτύπησαν κόκκινο.



Δηλαδή πόσο θεός πρέπει να είσαι για να γράψεις ένα κομμάτι με αυτόν τον τίτλο; Πόσο θεός; Πόσο υπεράνω μετριοφροσύνης;
Σύμφωνα με τον Sandman, κάτι ιστορικό συνέβη χθες βράδυ στη Θεσσαλονίκη. Περισσότερες λεπτομέρειες εδώ.ΧΙΛΙΑ ΣΥΓΝΩΜΗ για τη Τετάρτη 6/11 στο Μύλο Θεσσαλονίκης
Πραγματικά αυτό που έγινε τη Τετάρτη με τον κόσμο δε μπορώ ούτε εγώ η ίδια να το χωνέψω. Ήταν αδιανόητο. Κανείς δε περίμενε τόσο πολύ κόσμο και όταν μου είπαν για την ουρά έξω φρίκαρα γαιτί δε μπορύσα να κάνω τίποτα. Αυτοί που έπρεπε μάλλον δε φέρθηκαν και πολύ σωστά.
Κάποιος μου πρότεινε να βγώ έξω να παίξω στην αυλή. Ίσως έπρεπε να το είχα κάνει.
Τι να πώ.. Και πάλι χίλια συγνώμη. Υπόσχομαι οτι θα έρθω και πάλι σύντομα Θεσσαλονίκη και τα πράγματα θα συντονιστούν πιο σωστά.
Επίσης, γκάφα νούμερο 2, κατά τη διάρκεια της συναυλίας , στο πλαίσιο διαλόγων με το κοινό, ανέφερα τη συχνότητα ενός ραδιοφωνικού σταθμού. Μακάρι να μπορούσα εκείνη τη στιγμή ν'αναφέρω έναν-έναν όλους τους σταθμούς της Θεσσαλονίκης! Απλά το μυαλό μου εκείνη τη στγμή δε στέλνει και τα πιο κατάλληλα σήματα.. Με συγχωρείτε, πραγματικά, γιατί ξέρω οτι πολλοί σταθμοί υποστηρίζουν τη δουλειά μου και τους ευχαριστώ πάρα πολύ.
Αυτά.
Ευχαριστώ όλους όσους ήρθαν, για μενα και τους μουσικούς ήταν μια από τις ωραιότερες εμπειρίες. Θα μπορούσε να ήταν η ωραιότερη αν δεν έκανα αυτά τα λάθη τη Τετάρτη ώστε να θέλω να γράψω αυτό το μήνυμα σήμερα.
Θα ξαναέρθω και θα μπούμε όλοι μέσα για να περάσουμε ακόμα καλύτερα!
Σας φιλώ πολύ, Μόνικα
Δεν είναι πολλοί αυτοί που θυμούνται ακόμη με ενθουσιασμό το "Αύριο Ποτέ δεν Πεθαίνει". Εγώ είμαι, φυσικά, από τις εξαιρέσεις. Η ταινία μου άρεσε πολύ. Λατρεύω την ιδέα ενός κακού - μεγιστάνα των media και γκουρού της τεχνολογίας. Μια μείξη Ρούπερτ Μέρντοχ και Μπιλ Γκέιτς, δηλαδή, αλλά με ακόμη πιο σατανικά χαρακτηριστικά απ' όσα έχουν κατά καιρούς αποδοθεί στους δυό τους. Άσχετα αν το τελικό αποτέλεσμα του Έλιοτ Κάρβερ με τον Τζόναθαν Πράις στο ρόλο δεν ήταν και τίποτε το φοβερό (ο Άντονι Χόπκινς, που τον απέρριψε, λογικά θα ήταν πιο πειστικός), η επιστροφή στο μοτίβο του μεγαλομανούς κακού που μπορεί ακόμη και να καταστρέψει τον κόσμο προκειμένου να ικανοποιηθούν οι φιλοδοξίες του, είναι μια ευχάριστη επιλογή για τη σειρά των ταινιών 007, εν έτει 1997. Και το να προκριθεί ένας media gogul ήταν ό,τι πιο επίκαιρο. Αλλά αυτά τα καταλαβαίνουμε και τα γουστάρουμε μόνο εμείς που δουλεύουμε στα Μ.Μ.Ε....
Μπορεί, βέβαια, η απειλή να αλλάζει, αλλά η Ρωσία και τα χιόνια της αποτελούν αγαπημένο μοτίβο του Μπρόσναν. Επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, σε μια αρχική σκηνή που φέρνει αμέσως στο μυαλό το "Goldeneye" (χιόνια, κρύο, αεροπλάνα, τρομοκράτες), και τη γλιτώνει με τον εντυπωσιακότερο τρόπο μετά τον αγαπημένο μου ("Οctopussy") και τον υπερβολικότερο ("Goldeneye") για προ τίτλων σκηνή. Όχι ότι η ταινία υστερεί σε δράση στη συνέχεια. Δεμένος με χειροπέδες μαζί με την Μισέλ Γεό (τρία χρόνια πριν γίνει διάσημη στο "Τίγρης και Δράκος") οδηγεί μοτοσικλέτα. Κατευθύνει την BMW 750 με το κινητό του (αθάνατε Q). Κάνει HALO jump (βουτιά από πάνω από τα σύννεφα με ειδικές φιάλες οξυγόνου)... Στην εποχή Μπρόσναν τα εφέ είναι άψογα, η δράση δεν χρειάζεται να έχει κανέναν ενδοιασμό και η μουσική που τη συνοδεύει είναι εξαιρετική. Βέβαια, στο "Πέθανε μια άλλη μέρα", δύο ταινίες μετά, το όλο πράγμα φτάνει σε μια υπερβολή άνευ προηγουμένου και θα κληθεί ο Ντάνιελ Κρεγκ με το "Casino Royale" και το ακόμη πιο γειωτικό "Quantum of Solace" να ηρεμήσει κάπως τα πνεύματα. Προς το παρόν, όμως, όλα βαίνουν καλώς...
Δυστυχώς, δεν είναι πολλά τα στοιχεία της ποπ κουλτούρας που φέρνει στο νου αυτή η ταινία. Τα prints των γραβατών του Μπρόσναν ίσως να έχρηζαν ενός υποτιμητικού σχολίου, όχι βεβαίως επειδή ήταν χάλια, αλλά επειδή με αυτά τα υπέροχα Brioni κοστούμια του, θα πήγαινε το πιο απλό στυλ από όλα: μονόχρωμη γραβάτα. Το κάνει φέτος ο Κρεγκ με τα δικά του Tom Ford και τα κορίτσια έχουν αρχίσει πάλι να υγραίνονται...
Εκτός από την ΒMW 750, ξανακάνει την εμφάνισή της η Aston Martin DBS (τα δύο αυτοκίνητα μάλιστα φέρουν τον ίδιο αριθμό κυκλοφορίας -και μετά σου λένε "μυστικός" πράκτορας. Ούτε ο Βέγγος δεν πήγαινε τόσο φανερός), πράγμα που πάντα μας ενθουσιάζει. Όπως μας ενθουσιάζει και το κάστινγκ. Ο Δρ. Κάουφμαν (τον υποδύεται ο αστεία φοβιστικός Βίνσεντ Σκιαβέλι που έχουμε απολαύσει σε ουκ ολίγες τηλεοπτικές σειρές, όπως τα " Χ Files"), η ήρεμη δύναμη Τέρι Χάτσερ (που δείχνει πόσο έχουν αλλάξει πια τα δεδομένα, χαστουκίζοντας με το καλημέρα τον Μπρόσναν στην πρώτη τους σκηνή μαζί...) και η Μισέλ Γεό, φυσικά, σε τίποτε δεν θυμίζουν τους ηθοποιούς που κάποτε περιέφεραν τις αστείες φιγούρες τους γύρω από τον Σον Κόνερι, καταδικασμένοι να μην ξαναπαίξουν ποτέ σε σοβαρή ταινία. Αν είχαν αφήσει και τους Pulp ή τους Saint Etienne να γράψουν το τραγουδάκι και δεν επέτρεπαν στην Σέριλ Κρόου να καταθέσει άλλη μια αντιγραφή του "Goldfinger", τα πάντα θα ήταν υπέροχα!
Βγήκε λοιπόν σήμερα στις αίθουσες το "Quantum of Solace". Υποθέτω ότι όπου παίζεται δεν θα πέφτει καρφίτσα. Άρα αύριο στα γραφεία και τα καταστήματα αυτής της χώρας χιλιάδες φίλοι του Μποντ θα περιφέρουν τα απογοητευμένα τους σαρκία, μουρμουρίζοντας νοσταλγικές ατάκες για το "στυλ του Σον", το "χιούμορ του Ρότζερ", την "γοητεία του Πιρς". Κάποιοι θα αναπολούν μέχρι και τη δράση των δύο ταινιών του Τίμοθι Ντάλτον -σίγουρα τα κορίτσια του. Αλλά με το "Quantum of Solace" θα ασχοληθώ σε 2-3 μέρες από τώρα, όταν η αντίστροφη μέτρηση του αφιερώματος, που έχει ριζώσει στο blog και δεν το αφήνει να αναπνεύσει, θα έχει δείξει πια "007". Για απόψε, θα γυρίσω πίσω στο 1995 και θα θυμηθώ μια άλλη εποχή που ο Μποντ "έπρεπε να αλλάξει". Μόνο που τότε άλλαζε προς το καλλίτερο. Το "Goldeneye" είναι σίγουρα η καλλίτερη ταινία της σειράς από τα '70s και μετά και -ενδεχομένως- η καλλίτερη γενικώς μετά τον εμβληματικό "Χρυσοδάκτυλο".
Από 'κει και πέρα, όλα τα υπόλοιπα είναι συναρπαστικά. Η συνταγή της επανεφεύρεσης του Μποντ που πρωτοχρησιμοποιήθηκε στο "Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν" επανεμφανίζεται εδώ, αλλά εκτελείται ακόμη πιο άψογα: Ο νέος Μποντ έχει να παλέψει με νέους εχθρούς. Τότε ο Μουρ τα έβαζε με τους ναρκέμπορους, τώρα ο Μπρόσναν με τους τρομοκράτες. Φέρνει μαζί του ένα νέο στυλ. Τότε ο Μουρ το πομπώδες των '70s, τώρα ο Μπρόσναν τα υπέροχα κοστούμια του Brioni και όλη την κλάση των '90s. Σαρκάζει το παρελθόν του: Τότε ο Μουρ την υπερβολική σοβαρότητα που έδειχνε ο Κόνερι στην αποστολή του, τώρα ο Μπρόσναν τις υπερβολές όλων των περασμένων ταινιών. Κοιμάται με χάλια γκόμενες, επειδή πρέπει (δεν μπορεί να σου τυχαίνει να ΠΡΕΠΕΙ να πας μόνο με καλλονές!) και εκστομίζει την περίφημη ατάκα - παράπονο ότι οι κακοί πια δεν του μιλούν, αλλά πάνε να τον φάνε με τη μία. Κάτι έμαθαν μετά από τόσες ταινίες...

Copy-paste από τη σημερινή "Καθημερινή":
Αν εξαιρέσεις την υπνωτιστική ερμηνεία του Ντάλτον, όλα τα υπόλοιπα εδώ πάνε μια χαρά: Ο Ντέιβιντ Χέντισον, ο καλλίτερος Φίλιξ Λέιτερ so far (από το "Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν") επιστρέφει και αποτελεί και τον λόγο για την "Προσωπική Εκδίκηση" του 007 ("License to Kill" ήταν, βεβαίως, ο πρωτότυπος τίτλος). Ο "κακός" Φρανς Σάντσες (Ρόμπερτ Ντάβι) σκοτώνει τη γυναίκα του -και κουμπάρα του Μποντ- και σακατεύει τον Φίλιξ. Ο 007 παίρνει πρωτοβουλία να κυνηγήσει τον κακό στην φανταστική νησιωτική του χώρα ("Ίσθμους") και ο Μ του στερεί την άδεια να σκοτώνει. Δεν πειράζει. Τον βοηθά ο Q...
O Ντέσμοντ Λιουέλιν έχει τον πιο πλήρη ρόλο από όλες τις ταινίες που έπαιξε μέχρι τώρα (κάτι έπρεπε να κάνουν μ' αυτόν τον Μποντ που τους έτυχε) και η Κάρι Λόουελ ως Παμ Μπουβιέ είναι μια χαρά bond girl (μαζί με την γκόμενα του "κακού" ανεβάζουν στο 36 τον σεξομετρητή μας). Τσιμπουκοτσόγλανος του Σάντσες είναι ο Μπενίτσιο ντελ Τόρο σε μια από τις πρώτες ταινίες της καριέρας του, το τραγούδι της Γκλάντις Νάιτ θυμίζει τις παλιές καλές τζεϊμσμποντικές μπαλάντες, τα ντυσίματα είναι επιτέλους αξιοπρεπέστατα και το glamour υπεραρκετό, οι σκηνές δράσης είναι εξαιρετικές (το γράπωμα του αεροπλάνου του Σάντσες από το ελικόπτερο της CIA και μετά η πτώση του γαμπρού Φίλιξ και του κουμπάρου Μποντ με αλεξίπτωτα ακριβώς στην εκκλησία που περιμένει τον πρώτη η μέλλουσα γυναίκα του ή η καταδίωξη με τα βυτιοφόρα στο φινάλε μένουν αξέχαστες).
Επίσης, για πρώτη φορά μετά το «Στην Υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητος» ο 007 ξαναεμφανίζεται συναισθηματικός. Αλλά τα είπαμε: ο Ντάλτον ήταν καλός για Χίθκλιφ. Όχι για Μποντ. Το 1989 έπαιξε στην δεύτερη και τελευταία του ταινία αυτόν τον ρόλο...